ΑΠΟΨΕΙΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΡΗΓΙΝΙΩΤΗΣ

Γιατί δεν καίμε τους νεκρούς

Θεόδωρος Ρηγινιώτης

Τα τελευταία χρόνια αυξάνονται στην Ελλάδα οι περιπτώσεις ανθρώπων που επιθυμούν, μετά το θάνατό τους, να αποτεφρωθούν. Στη δυτική Ευρώπη και την Αμερική οι περιπτώσεις αυτές είναι πλέον αναρίθμητες. Τώρα και στην Ελλάδα έχει ψηφιστεί ο νόμος που επιτρέπει την αποτέφρωση των νεκρών και έχουν δημιουργηθεί οι σχετικές υποδομές.

Πρέπει ωστόσο να διευκρινίσουμε τους λόγους, για τους οποίους οι χριστιανοί δεν καίμε τους νεκρούς μας, ούτε επιθυμούμε να καεί το σώμα μας μετά θάνατον, αλλά επιλέγουμε σταθερά την ταφή. Βέβαια σημαντικό ρόλο παίζει και η παράδοση, καθώς και η ανθρώπινη ψυχολογία (ο τάφος είναι ένα σταθερό σημείο αναφοράς, που συνδέει τον νεκρό με τους ζωντανούς ανθρώπους που τον αγαπούν – αλλά τέτοιο σημείο αναφοράς μπορεί να είναι και η τεφροδόχος, αν η τέφρα, δηλ. η στάχτη, φυλαχθεί και δεν σκορπιστεί στη φύση). Υπάρχουν όμως και σημαντικοί πνευματικοί λόγοι (δηλ. λόγοι σχετικοί με θεμελιώδεις πεποιθήσεις του χριστιανισμού) που οδηγούν στην απόρριψη της αποτέφρωσης.

Οι χριστιανοί θεωρούμε το ανθρώπινο σώμα ιερό και σεβαστό, κατ’ αρχάς επειδή είναι δημιούργημα του Θεού, ακριβώς όπως και η ανθρώπινη ψυχή. Επιπλέον, το σώμα μας γίνεται «ναός του Αγίου Πνεύματος» (όπως αναφέρει ο απόστολος Παύλος, Α΄ Κορινθίους 6, 19), εμποτίζεται με τη χάρη του Θεού και καθαγιάζεται (γίνεται άγιο) ακριβώς όπως και η ψυχή μας, εφόσον ο χριστιανός συνδέεται με τον Θεό μέσω του σώματος: το σώμα μας βαπτίζεται και χρίζεται με το άγιο μύρο, στο σώμα μας δεχόμαστε το σώμα και το αίμα του Χριστού κατά τη θεία κοινωνία, το σώμα μας ευλογείται όταν κάνουμε το σταυρό μας κ.τ.λ.

Επίσης ο Χριστός έλαβε ανθρώπινο σώμα όμοιο με το δικό μας όταν έγινε άνθρωπος, αλλά και αναστήθηκε με το σώμα Του και όχι μόνον ως πνεύμα (κατά Λουκάν 24, 29). Έτσι, καθώς ο άνθρωπος πλησιάζει το Θεό και γίνεται άγιος, αγιάζεται και το σώμα του και όχι μόνον η ψυχή του, ενώ στη δευτέρα παρουσία του Χριστού, κατά την οποία περιμένουμε την ανάσταση όλων των ανθρώπων κατά τα πρότυπα της ανάστασης του Χριστού («προσδοκώ ανάστασιν νεκρών»), οι άνθρωποι θα αναστηθούμε με το σώμα μας, το οποίο θα αναδημιουργηθεί, αθάνατο όμως και αγέραστο, και θα ζήσουμε στη βασιλεία του Θεού όχι ως πνεύματα, αλλά ως ψυχοσωματικά πλάσματα, όπως μας δημιούργησε εξαρχής ο Θεός.

Συνεπώς, το σώμα είναι κάτι σπουδαίο, ιερό και σεβαστό, γι’ αυτό και το τιμούμε. Αντίθετα, οι πολιτισμοί (και οι θρησκείες) που έχουν καθιερώσει την καύση των νεκρών, πιστεύουν ότι μόνο η ψυχή του ανθρώπου έχει αξία, μόνο η ψυχή συνδέεται με το Θεό, μόνο η ψυχή θα ζήσει αιώνια. Το σώμα το θεωρούν προορισμένο για τον αφανισμό, μάλιστα το θεωρούν και εμπόδιο στην «τελειοποίηση» του ανθρώπου (εννοώντας ως πραγματικό άνθρωπο μόνο την ψυχή) και αυτές ακριβώς τις πεποιθήσεις εκφράζουν καίγοντας το σώμα του νεκρού, δηλαδή παραδίδοντάς στο στην ανυπαρξία – όπως καίμε τα σκουπίδια.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η θρησκεία του Ινδουισμού (στην Ινδία), η οποία πιστεύει στη μετενσάρκωση των ψυχών, άρα ότι το σώμα είναι κάτι προσωρινό και ασήμαντο, ενώ μόνο η ψυχή έχει πραγματική αξία. Αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι κατά εποχές και τόπους έκαιγαν τους νεκρούς, είχαν παρόμοια άποψη για τη μετά θάνατον ζωή (ότι αφορά μόνο τις ψυχές και ότι το σώμα δεν έχει καμία σύνδεση με τους θεούς), γι’ αυτό και στην Αθήνα οι φιλόσοφοι που συνάντησε ο απόστολος Παύλος δεν μπορούσαν να δεχτούν την ανάσταση του Χριστού. Ο δε φιλόσοφος Κέλσος, μία από τις κατηγορίες που αποδίδει στους χριστιανούς είναι η πεποίθησή τους για την ανάσταση των σωμάτων και όχι μόνο των ψυχών, πράγμα που ο ίδιος θεωρούσε αδιανόητο και απαράδεκτο.

Ακόμα και σήμερα, όσοι επιθυμούν να καούν στις χώρες του δυτικού κόσμου, είτε δεν πιστεύουν καθόλου ότι υπάρχει ζωή μετά το θάνατο, είτε πιστεύουν ότι υπάρχει μεν, αλλά αφορά μόνο στις ψυχές, ενώ τα σώματα πεθαίνουν διά παντός. Αυτή την πεποίθηση εκφράζει η επιθυμία της αποτέφρωσης.

Επειδή το σώμα μας συνδέεται με το Θεό και εμποτίζεται από τη θεία χάρη (την αγαθή ενέργειά Του), γι’ αυτό τα σώματα των αγίων γίνονται άγια λείψανα. Γι’ αυτό ανάβουμε στους τάφους καντήλι, τοποθετούμε εικόνες και βάζουμε σταυρό, σαν να είναι μικρές εκκλησίες, και γι’ αυτό θυμιάζουμε τους νεκρούς (και πριν την κηδεία τους, αλλά και όταν επισκεπτόμαστε το μνήμα τους), επειδή το σώμα κάθε χριστιανού έχει αποκτήσει μια ιδιαίτερη αγιότητα με τη χριστιανική ζωή που έζησε.

Γι’ αυτούς τους λόγους, προσωπικά δεν θα καώ και δεν θα κάψω τους νεκρούς της οικογένειάς μου (φυσικά δεν το θέλουν και οι ίδιοι), επειδή θεωρώ ότι η αποτέφρωση δεν ταιριάζει σε χριστιανούς. Είμαστε «μέλη του σώματος του Χριστού», όπως λέει η Αγία Γραφή, και ο νους μας δεν είναι προσανατολισμένος στο θάνατο και την ανυπαρξία, αλλά στην ανάσταση.