Είναι η ηρωική μορφή, ένα σύμβολο του αγώνα της Κρήτης για την ελευθερία. Η μάνα που έβλεπε τα παιδιά της να σκοτώνονται στις μάχες με τους Τούρκους, και τα παρότρυνε να προκαλέσουν το θάνατο, να χύσουν το αίμα τους για την ελευθερία της Κρήτης. Το όνομα της Χαρίκλειας Δασκαλάκη, της Δασκαλοχαρίκλειας, έγινε θρύλος σ’ όλο το νησί. Συμβόλιζε τη θυσία για τον αγώνα. Καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών, ενώ ο σύζυγός της ήταν απόγονος του Δασκαλογιάννη. Ο πατέρας της σκοτώθηκε στο κίνημα του 1858.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Γιώργος Εκκεκάκης στον πρώτο τόμο του έργου του «Ρεθεμνιώτες» (2007), καταγόταν από τα Χάρκια Ρεθύμνου και ήταν κόρη του παλαίμαχου αγωνιστή της επανάστασης του 1821 Πέτρου του Αρκαδιώτη. Πρέπει να γεννήθηκε στο Τόλο Ναυπλίου (άγνωστο πότε), όπου είχε καταφύγει ο πατέρας της. Είχε παντρευτεί τον Μιχαήλ (Αναγνώστη) Δασκαλάκη από την Αμνάτο και ζούσε εκεί. Απέκτησε 13 παιδιά από τα οποία επέζησαν τέσσερις θυγατέρες και τρεις γιοι: ο Γεώργιος, ο Αντώνιος και ο Κωνσταντίνος. Τους έχασε και τους τρεις στην επανάσταση του 1866. Ο τελευταίος ήταν 24 χρονών όταν τον είδε να θανατώνεται δια λογχισμών μετά την κατάληψη του Αρκαδίου. Λίγο μετά από την απελευθέρωση της από την αιχμαλωσία, κατέφυγε στη Σύρο και μετά στην Αθήνα όπου και πέθανε, χωρίς να είναι γνωστή η ημερομηνία.
Η Χαρίκλεια Δασκαλάκη ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που κλείστηκαν στο μοναστήρι. Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην άμυνα και την εθελοθυσία. Ήταν από τους ελάχιστους που κατάφεραν να διασωθούν. Μαζί της ήταν ο γιός της Κώστας, που βρήκε το θάνατο μπροστά στα μάτια της, και η κόρη της Ελένη, που επίσης διασώθηκε. Λίγους μήνες μετά τα γεγονότα, που αφύπνισαν την Ευρώπη και έκαναν τους ευρωπαϊκούς λαούς να ευαισθητοποιηθούν και να σταθούν δίπλα στους Κρήτες, η Χαρίκλεια αφηγήθηκε τα όσα έζησε σ’ έναν από τους Έλληνες εθελοντές που ήλθαν στην Κρήτη για να βοηθήσουν την επανάσταση. Κι εκείνος έστειλε μια δική του ανταπόκριση με την αφήγηση της ηρωικής μάνας στην εφημερίδα της Αθήνας «Αιών», που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της Πέμπτης 2 Μαρτίου 1867.
Το κείμενο υπογράφεται με τα αρχικά Σ.Φ.Τ., και η εφημερίδα δεν αποκάλυπτε ποιο ήταν το πραγματικό όνομα του συντάκτη του κειμένου. Το ότι ήταν εθελοντής αποδεικνύεται από τις αναφορές του ίδιου στην ανταπόκριση.
Η Χαρίκλεια Δασκαλάκη αφηγήθηκε με λεπτομέρειες τα δραματικά γεγονότα. Τις συνομιλίες των υπερασπιστών. Την απόφασή τους να ανατινάξουν στον αέρα το μοναστήρι. Κατονομάζει τον Ντελή Δράκο Τσιμπραγό, ράφτη του Ηρακλείου από τις Γωνιές Μαλεβιζίου, ως τον πυρπολητή (υπάρχει και σχετική έκθεση, την οποία έχομε δημοσιεύσει στο ένθετο αφιέρωμα για τη μεγάλη επανάσταση 1866-69, που συμφωνεί με το όνομά του), ξεκαθαρίζει ότι ο ηγούμενος Γαβριήλ Μαρινάκης δεν αυτοκτόνησε, αλλά τον σκότωσε η πιστόλα του Τούρκου Μεμίρ αγά. Μιλάει για το θάνατο του γιού της, αλλά και του φρούραρχου του Αρκαδίου ανθυπολοχαγού Ιωάννη ή Γιάγκου Δημακόπουλου, που ήταν, καθώς αποκαλύπτει η ίδια, ο αγαπημένος της κόρης της Ελένης, πιθανότατα αρραβωνιαστικός της.
Το κείμενο που είχε δημοσιεύσει ο «Αιών» δημοσιεύεται στη συνέχεια…
του Αλέκου Α. Ανδρικάκη, από την εφημερίδα Πατρίς
Εισέτι ακριβής δεν εδόθη έκθεσις περί του εν τη Ιερά Μονή του Αρκαδίου δράματος της 9 Νοεμβρίου, διότι η φύσις των γεγονότων εκείνων υπήρχε τοιαύτη, ώστε η λεπτομερής αφήγησις δεν ήτο δυνατή αμέσως. Προ ημερών τινων ηυτυχήσαμεν να λάβωμεν εκ Κρήτης την μάλλον ακριβή αφήγησιν μέρους τινος του ενδόξου κατορθώματος της ημέρας εκείνης. Η αφήγησις αύτη εγράφη παρ’ Ελληνος, ού τινος το όνομα δεν δυνάμεθα εισέτι να αναφέρωμεν, επί τη καταθέσει της μητρός των δύο επιζώντων μαχητών Γεωργίου και Αντωνίου Δασκαλάκη, λειψάνου ηρωϊκού του μεγάλου εκείνου δράματος, όπερ τόσω επιφανές στέμμα έθηκεν επί του μετώπου της Ελλάδος. Ο γράψας εκάλλυνε την αρχικήν κατάθεσιν, αλλ’ ετήρησε καθ’ ολοκληρίαν την αφελή σύνταξιν της διηγουμένης ηρωΐδος. Εάν δε και άλλαι καταθέσεις υπάρχωσι, παρακαλούμεν θερμώς τους γινώσκοντας αυτάς να μην αμελήσωσι να τας συλλέξωσι και συντάξωσι, διότι η ημέρα της 9 Νοεμβρίου 1866 είναι εθνική δόξα αθάνατος.
Ιδού η έκθεσις, περί ής ανωτέρω ομιλούμεν:
“Ητο 11 ώρα π.μ. ημέρα Τετράδη της εβδομάδος και 9 του μηνός Νοεμβρίου. Ο πόλεμος είχεν αρχίσει από τα χαράγματα της Τρίτης και διήρκει συνεχής μέχρι της ώρας ταύτης, καθ’ ήν οι Τούρκοι, ανανεώσαντες το πολλάκις απολεσθέν θάρρος των, επυκνούντο εις δύω φάλαγκας, συγκεντρώσαντες εις αυτάς και τους αναριθμήτους ακροβολιστάς. Χρυσοστόλιστος Πασσάς, ο υιός του Μουσταφά, Σαλίχ Πασάς, επί χρυσοφαλάρου ίππου, ξιφήρης περιέχεται μόνος τας φάλαγκας, δεικνύει τον Αλλάχ, δεικνύει και την Μονήν. Μετ’ ολίγα λεπτά αι φάλαγκες μετά κραυγών αγρίων κινούνται· και η μεν διευθύνεται άντικρυ της μεγάλης θύρας, ήν τετράκις είχε κρημνήσει το ακατάπαυστον πυρ των πυροβόλων, ήτις και τετράκις ανηγέρθη, ζυμωθείσα με το αίμα των ανεγειρόντων αυτήν· η δε, κάμψασα δι’ ελιγμού προς αριστεράν, εφαίνετο διευθυνομένη προς τας επάλξεις, άνω της προς τα Χανία θύρας. Η πρώτη φάλαγξ εστάθη, έως ότου η δευτέρα προεχώρησε 200 βήματα άντικρυ των επάλξεων και ήρξατο ακαταπαύστου πυρός, εις ό οι ημετέροι απεκρίνοντο, ρίπτοντες εις αυτήν τον θάνατον και την αταξίαν. Εις την θέσιν ταύτην ήσαν ο Ξάνθος και ο Λοντόπουλος και πάντες οι εθελονταί. Το πύρ των μαχομένων εις τας επάλξεις εβοήθουν πυκνώς οι εις δεξιόν μαχόμενοι Κρήτες, Κούβος, Ντελή Δράκος, Βαλέριος Βλάχος, Μυλοποταμίται και λοιποί. Αλλ’ ήδη φωναί απαίσιαι μηνύουν, ότι η πρώτη και φοβερά φάλαγξ ήρξατο βαδίζουσα. Η δευτέρα φάλαγξ, ιδούσα το κίνημα, φωνάζει, Αλλάχ, Σουλτάν, Αλλάχ, και προτείνει τας λόγχας.
“Ενώ ο αιθήρ πυκνούται έξω της Μονής υπό των κραυγών των Τούρκων και υπό του καπνού των πυροβόλων, ενώ προτεταμένη έρχεται η άμετρος λόγχη, Μοναχός πελώριος, με ασκεπή κεφαλήν, με χρυσούν πετραχήλιον, με σταυρόν εις την αριστεράν και μάχαιραν γυμνήν εις την δεξιάν, εξέρχεται της εκκλησίας. Ωραίος ιερεύς του Υψίστου, με φωνήν αποφάσεως λέγει: “Χριστιανοί αδελφοί, Φρούραρχε Γιάγκο, (1) ήλθεν η τελευταία στιγμή! Εις το όνομα του Θεού και της Πατρίδος ν’ αποθάμωνεν εις τας θέσεις μας”. Εις την θείαν πρόσκλησιν του Ηγουμένου Γαβριήλ ενθουσιάζονται οι μαχηταί, κλαίουν αι γυναίκες εις την φωνήν του. Ζήτω η Ελλάς! φωνάζουν οι εθελονταί, “Επά, επά θα σώσωμε”! (Εδώ, εδώ θα τελειώσωμεν!) φωνάζουν οι Κρήτες.
“Ο Γαβριήλ προχωρεί προς την θύραν, τοποθετεί τους μοναχούς δεξιά και αριστερά. “Κατέβα φρούραρχε. Εφθασαν οι “άνομοι”. Ο Φρούραρχος, περιτρέχων τα κελλία, τας επάλξεις, τους σταύλους, ενθαρρύνει τους πάντας, ίνα μένωσιν ακλόνητοι εις τας θέσεις των, και κατεβαίνει μετά ολίγων εκλεκτών, κάθιδρως και ξιφήρης, αναγκαλίζεται τον Ηγούμενον και παραγγέλλει να μη πυροβολήσωσι, πριν οι δύω αρχηγοί ρίψωσι πρώτοι. Την αυτήν στιγμήν τρίζει η ασθενής θύρα, και μετ’ ολίγον κρημνίζεται. Παρουσιάζονται μαύραι, άγριαι φυσιογνωμίαι, εις απόστασιν οκτώ έως δέκα βημάτων. Οι αρχηγοί πυροβολούν· μεταβάλλεται η Μονή εις κρατήρα. Ρίπτουν οι Μοναχοί. “Κτυπάτε, αδέλφια μου, σφάζετε!” και τρόμος καταλαμβάνει τους Τούρκους! Φεύγουν, σκορπίζοντες πτώματα… “Δοξαστός ο “Θεός”, επιφωνεί ο Ηγούμενος, ανυψών τας χείρας προς τον Ουρανόν και φέρων τον Σταυρόν εις τα χείλη. Ενώ ησπάζετο τον Σταυρόν, εκπυρσοκρότησις ακούεται πλησίον της θύρας και ο Ηγούμενος πίπτει… Ητον η πιστόλα του Μεμίρ Αγά, όστις εφονεύθη ευθύς. Το έκτακτον αιφνίδιον τούτο συμβάν, εν μέσω του θορύβου της μάχης, έκαμε τινας να νομίσουν, ότι ο Ηγούμενος ηυτοχειρίσθη· αλλ’ η μόνη πλησίον ευρισκομένη Δασκαλάκαινα, η επιζήσασα εκ των ευρεθέντων πλησίον, ομολογεί το γεγονός.
“Οι Τούρκοι, μακρυνθέντες, επυροβόλουν ακροβολιστικώς. Η φοβερά φάλαγξ, οικτρώς διασπασθείσα, προσεπάθει να συγκεντρωθή. Οι ημέτεροι ανεπαύθησαν ολίγον. Κατ’ αυτό το διάστημα ο Φρούραρχος προσκαλεί γυναίκας, παιδία, γέροντας να ανορθώσουν την μεγάλην θύραν. “Εις την θύραν! εις την θύραν!” φωνάζουν όλοι, δράττουν ξύλα, πέτρας και χώματα, παραμερίζουν το άγιον πτώμα του Γαβριήλ, και άρχονται της εργασίας. Κάθε φράξιμον ζυμόνεται με αίμα. Σφαίρα, οβούζια, χάλαζα σφαιρών καταστρέφουν εν μια στιγμή, ό,τι κατώρθωσεν η προτεραία. Πίπτει εις τα γόνατα της μητρός της η ωραία Χαρίκλεια των Λειβαδιών, και, ενώ η μήτηρ την ασπάζεται, η αδελφή της αποσπά τα ενδύματα και φράττει μίαν οπήν. Σφαίρα τηλεβόλου καταστρέφει το φράξιμον και ζευγαρώνει τας αγγελικάς αδελφάς.
“Τρέξε γρήγορα, Γιάγκο, στας επάλξεις, και αναιβαίνουν “οι Τούρκοι”, φωνάζει η αδελφή του Δασκαλάκη- “Δεν έχω “φυσέκια”. – “Φυσέκια δι’ όνομα του Θεού”, φωνάζουν από τας επάλξεις- “Πολεμάτε με της λόγχαις αδέλφια μου, και τώρα “σας φέρνω”, αποκρίνεται η Δασκαλάκαινα. Τρέχει εις την θύραν, ανακατώνει τα πτώματα, ερευνά τας πυριταποθήκας. Αλλ’ είναι κεναί. Κατορθώνει όμως να εξέλθη της θύρας. Επ’ αυτής κενόνονται τα πυροβόλα. Ερευνά, τέλος ευρίσκει, πληροί την ποδιάν της, και, στραφείσα προς τους Τούρκους, “Σκύλοι άγριοι”, φωνάζει, “τώρα θα ιδήτε!”. Εισέρχεται, τρέχει εις τας επάλξεις: “Νά παιδιά μου, κάψετε αυτά, και φέρνω και άλλα”. Τα φυσέκια της Δασκαλάκαινας έσωσαν τας επάλξεις. Η άντικρυ αυτών στραφείσα φάλαγξ έφευγε προς εντάμωσιν της άλλης… Εκείνην την στιγμήν ο ήλιος ίστατο κατακόρυφος· εστεφάνου τους νικητάς.
“Οι Τούρκοι πυκνούνται. Πασάδες και Δερβίσαι διατρέχουσι τας τάξεις. Φωναί άγριαι σκορπίζονται εις τους αιθέρας. Εφοδος δευτέρα και τρομερά προμηνύεται. “Ερχονται!” – “Καλώς να “έλθουν τ’ αγαδάκια!”. Οι εις το δεξιόν μαχόμενοι Κρήτες είχον φυσέκια αρκετά, οι εις το αριστερόν εθελονταί ολίγα, και οι εις το κέντρον, όπισθεν και άνωθεν της θύρας, επίσης ολίγα. Ο Φρούραρχος καταβαίνει πάλιν εις την θύραν. “Μη ρίψετε, “αδέλφια μου, πριν ρίψω. Ας τε να πλησιάσουν. Κάθε σφαίρα “μας να στέλλη ζευγάρι στον Αδην.” - Πάλιν όλη η Μονή μεταβάλλεται εις κρατήρα· τρίζει η θύρα… Αλλά την φοράν ταύτην οι Μοναχοί επιδεξίως ρίπτουν δια δοκών την θύραν προς τα έξω, ήτις πίπτουσα καταπλακώνει τους όπισθεν της Τούρκους. “Κτυπάτε, αδέλφια μου”, φωνάζει ο γενναίος Φρούραρχος και ρίπτει προ δέκα ποδών βδελυρόν Αραβα. Κενώνουν οι Μοναχοί τα τετραπλά όπλα των, σχηματίζουν τα πτώματα των Τούρκων προμαχώνας και όπισθεν αυτών πυροβολούν. Οι Τούρκοι, πανταχόθεν πυροβολούμενοι και σωρηδόν πίπτοντες, φεύγουν έντρομοι. Η μάστιξ τους περιμένει, εργάζεται δραστηρίως, ο Σουλεϊμάν Πασάς, τσαλαπατεί με τον ίππον του Αραβας και Ζουάβους· αλλά πίπτει πληγωμένος. Οι ημέτεροι αναπαύονται.
“Ητο 3 ώρα μ.μ. Ο Μουσταφάς, περικυκλωμένος υπό των λοιπών Πασσάδων, ομιλεί, αφρίζει και με το αλβανικόν πείσμα του κραυγάζει. “Αμέτ-Μουαμέτ θα τους κάψουμε!”. Αι φωναί ηκούοντο, αλλ’ αι σφαίραι έλλειπον, ίνα τον χαιρετήσουν αγορεύοντα. Η θέσις των ημετέρων ήτο δεινή. Ελλειπον φυσέκια. Η Δασκαλάκαινα επαρηγόρει τον πληγωθέντα υιόν της και δεν είχε καιρόν να τρέξη έξω. Η θύρα ήτον ανοικτή και δεν επεχείρησαν να την αναγείρουν, ως ανωφελή. Απεφάσισαν λοιπόν να αφήσωσι τους Τούρκους να εισέλθουν, να πλημμυρίσουν την Μονήν και τότε εντός υπονόμου, κάτωθεν της εκκλησίας, να ανάψουν την μεγάλην πυράν, ήτις έμελλε να υψώση τας φλόγας της εις ύψος καταφανές υπό παντός του κόσμου. Ερχονται μανιώδεις και αφρίζοντες οι Τούρκοι· εισχωρούν δια της μεγάλης θύρας ελευθέρως· τρέμουν εις κάθε βήμα των. Η ησυχία τους προξενεί φρίκην, ο θάνατος κατοικεί εντός, και δια τούτο σιωπούν.
“Ο Φρούραρχος, διερχόμενος ίνα έλθη εντός της εκκλησίας, ίνα ο ίδιος βάλη το πύρ, ως εφώναζεν από τας επάλξεις, διέρχεται μέγα κελλίον, εις ό είχον κλεισθή εννενήκοντα σχεδόν γυναίκας και παιδία. Αι γυναίκες, ακούσασαι, ότι πορεύεται να βάλη το πύρ εις την πυριτοθήκην, διαρρήγνυνται εις κλαύματα και ολολυγμούς, οίτινες τον προσκαλούν να τους παρηγορήση· προσπαθείν ά εξέλθη, δεν τον αφίνουν· αλλά, και αν τον άφινον, ήτον πλέον αδύνατον να φθάση μέχρι της Εκκλησίας. Οι Τούρκοι είχον πλημμυρήσει την αυλήν, είχον σφάξει τους εις τα κελία μαχητάς, και εβάδιζαν προς το κελλίον εις ό ήτον ο Φρούραρχος. Εκείνην την στιγμήν κρατήρ εξερράγη μέγας, και ο ουρανός επληρώθη πτωμάτων. Ο Ντελή Δράκος είχε τελειώσει την ένδοξον απόφασιν των μαχητών της Πίστεως και της Πατρίδος. Το κελλίον υπέστη φοβερούς κλονισμούς, φλόγες, και εκ των θυρών και εκ των παραθύρων, εισήλθον αθρόαι. Αλλ’ οι άνθρωποι δεν εφονεύθησαν. Επήλθε σιγή ιερά και πένθιμος… Μετά παρέλευσιν ικανής ώρας, φωνή ακούεται εκ των ερειπίων ενός κελίου: “Ηγούμενε! Ηγούμενε! παραδώσου και μα τον Αλλάχ, μα το κεφάλι του Σουλτάνου μας, δεν σε σφάζουμε!”. Ενόμιζον, αγνοείται πόθεν, ότι έζη ο Ηγούμενος. Την αυτήν στιγμήν, είς των πέντε και μόνων ανδρών του Φρουράρχου εξέρχεται να εύρη φυσέκια· αλλ’ ο προτείνων την παράδοσιν τον εξαπλόνει νεκρόν. “Ατιμοι Τούρκοι”, πλήρης οργής φωνάζει ο Δημακόπουλος, “ελάτε να μας πάρετε· είμαι ο Φρούραρχος, είμαι Ελλην αξιωματικός, ελάτε να σας δώσω το σπαθί μου”. Οι Τούρκοι εις την γενναίαν αυτήν απάντησιν πτοηθέντες και υπό του θορύβου των γυναικών, άς οι Τούρκοι εθεώρησαν ως ανδρών, όχι μόνον δεν επετέθησαν, αλλ’ ευθύς απεσύρθησαν.
“Ο Φρούραρχος, απηυδημένος και φλεγόμενος υπό της δίψης, εζήτησεν ύδωρ· αλλά δεν υπήρχε. Εναγκαλίζεται τότε την Δασκαλάκαινα, την φιλεί, και την παρακαλεί να του εύρη ολίγον ύδωρ- “Παιδί μου δεν είναι νερό, αλλά να καταιβώ εις την κάτω σκάλα, εκεί έκρυψα προ ολίγου ένα σακκίδιον με φυσέκια, όπου είχα συνάξει από τους σκοτωμένους. Αν κατορθώσω να το φέρω, τότε βάλλεις μίαν σφαίραν εις το στόμα σου και περνά η δίψα”. Καταβαίνει, ευρίσκει το σακκίδιον, ερευνά εις τα σακκίδια των φονευμένων, ευρίσκει ολίγον οίνον εις εν αγγείον και σάκχαριν, και αναβαίνει με την πολύτιμον λείαν, εν μέσω σφαιρών.
“Ο ήλιος προ ολίγου είχε δύσει, και ήρχετο η νύξ, ως να ήθελε και αύτη να ίδη τον γίγαντα της ημέρας και να τον χαιρετήση. Οι Αραβες κατέλαβον τα ερείπια των κελλίων, και ήρξαντο πυροβολισμού συνεχούς. Οι πέντε γενναίοι επί δύο ώρας εμάχοντο εν μέσω του σκότους, και με την βοήθειαν των φλογών των καιομένων δένδρων, ξύλων, αχύρων, κ.τ.λ., εφόνευον πλήθος Τούρκων. Τέλος ορμούν ξιφήρεις οι Τούρκοι. Τότε εγείρεται εκ της νάρκης και ο υιός της Δασκαλάκαινας… “Μητέρα! Μητέρα! το ρεβόλβερ, το μαχαίρι!” – “Νά το παιδί μου, εδώθεν εμβαίνουν, παίξε, διότι εγώ δεν ηξεύρω να παίξω “με αυτό”. Κενώνει αιμοσταγής ο ήρως τας πέντε βολάς και κρατεί την μίαν δια τον εαυτόν του. Προ της θύρας κενώνει επίσης ο Φρούραρχος τας πέντε βολάς του πολυκρότου πιστολίου του, και κρατεί επίσης την μίαν…
Δασκαλάκαινα μητέρα μου, Ελένη αγαπημένη μου! (ο ενάρετος νέος είχεν ερασθή της ηρωϊκής νεανίδος) σωθήτε, όπως δύνασθε, εγώ πλέον απηύδησα, θα φονευθώ, για να μη με πιάσουν σκλάβον!” – “Οχι Γιάγκο μου, όχι παιδί μου, με το κάμης”. Αι παρακλήσεις, τα δάκρυα και το αγνόν φίλημα της θυγατρός τον απέτρεψαν. “Ακουσε Γιάγκο μου, εδώ είναι μικρό παραθυράκι, πήδησε, είναι σκοτάδι, και ίσως γλυτώσεις. Δι’ ημάς, ο Θεός θα μας σώση· ίσως μας λυπηθούν οι σκύλοι· αλλά σύ δεν έχεις σωτηρίαν”. – “Είναι αργά, μητέρα μου, τώρα πλέον”. Δεν επρόφθασε να τελειώση τον λόγον, και βλέπει τους Τούρκους άντικρυ… Κτυπά ένα με το ξίφος, και ενώ δύω λόγχαι ήσαν έτοιμοι να τον διατρυπήσουν, φωνή ισχυρά τους εμποδίζει: “Μη τον σφάζετε! “ζωντανό!”. Τας φωνάς ταύτας Κρητός Τούρκου εν τω άμα τα μεθηρμήνευσε γλώσσα Τουρκική… Ο ήρως συνελήφθη επί σωρού πτωμάτων.
“Μετ’ ολίγον μόναι αι φλόγες της καιομένης Μονής, εν μέσω του φοβερού σκότους, ήσαν οι μάρτυρες του μεγάλου δράματος. Ο Φρούραρχος, μετά τεσσάρων συντρόφων του, απήγετο ενώπιον του Πασά δέσμιος, υπό αναριθμήτου πλήθους συνοδευόμενος. Τα επιζήσαντα εν τω κελλίω γυναικόπαιδα συνώδευσαν και ωδήγουν επίσης οι Τούρκοι ενώπιον του Πασά.
“Ο Φρούραρχος ετήρει κατά το διάστημα τούτο μεγαλοπρεπή και υπερήφανον σιγήν. Αμα έφθασεν ενώπιον του Μουσταφά, περικυκλωμένου εν τη πλουσία σκηνή του υπό πλήθους επιτελών χρυσοφόρων, έστησε τα βλέμματά του επί του Μουσταφά λαβών στάσιν θαυμασίαν. “Ποιός είσαι Μωρέ;” τω λέγει αφρίζων ο Πασσάς. “Ο Δημακόπουλος!” “Ιντα διάολος είσαι;” – “Αξιωματικός Ελλην”. – “Πάρτε τον δικό σας!”. Ητον απόφασις θανάτου. Τί εγένετο κατόπιν, η δυστυχής Δασκαλάκαινα δεν είδε…
“Την πρωΐαν αι γυναίκες απήλθον· καθ’ ήν δε στιγμήν ανεχώρουν, ήκουσαν πυροβολισμούς συγχρόνους. Ητον, ως εκ των υστέρων απεδείχθη, εμπαιγμός Τουρκικός, να δείξουν, ότι δια τουφεκισμού εφόνευσαν τους αιχμαλώτους.
“Τρεις ημέρας μετά ταύτα η Δασκαλάκαινα μετά της θυγατρός της ανεζήτουν εν τω φοβερώ πεδίω τα προσφιλή των τέκνα. Πλησίον της σκηνής του Πασά ανεγνώρισαν τον Δημακόπουλον. Εφερε δεκαοκτώ μεγάλας πληγάς διά μαχαίρας και πλήθος μικράς, ουδεμίαν δε βολήν πυροβόλου. Η ωραία κεφαλή του ουδέν έφερε τραύμα. Φαίνεται, ότι τω επέτρεψαν να βλέπη τας εις τα σπλάχνα του βυθιζομένας μαχαίρας, μέχρις εκπνοής. Τρίς εδρασκέλισαν το πτώμα του υιού των, και δεν τον ανεγνώρισαν. Τέλος εκ πληγής άλλης εποχής, ήν είχεν εις τον πόδα, τον εγνώρισαν. Μεταξύ των πέντε ήτο και το πτώμα του ήρωος Κούβου. Εσταύρωσαν τας χείρας των, ήνοιξαν λάκκον, και έθαψαν δια των ιδίων χειρών τους μάρτυρας της Πίστεως και της Πατρίδος, ρίψασαι επ’ αυτών ολίγα χαμόκλαδα.
“Πορευόμενοι δύω μήνας μετά ταύτα εις την Ανατολικήν Κρήτην, ίνα επαναστατήσωμεν, διήλθομεν δια του Αρκαδίου. Αγνοών τα καθέκαστον δεν ησπάσθην την γην, ήτις έκρυπτε τα κόκκαλα του ενδόξου Φρουράρχου και αγαπημένου φίλου μου. Εστάθην πλησίον του τάφου, αλλ’…”.
(1) Φρούραρχος ήν ο γενναίος αξιωματικός Ιωάννης Δημακόπουλος, περί ού πολλάκις εν τω Αιώνι εγένετο λόγος.
Σ.Φ.Τ.