Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Οι περίοδοι των νηστειών στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αφορούν μόνο στην αλλαγή του καθημερινού διαιτολογίου των χριστιανών. Είναι περίοδοι αυξημένης πνευματικής δραστηριότητας στις εκκλησίες μας, στις ενορίες και τα μοναστήρια μας, η οποία εκφράζεται με πολλές ιδιαίτερες τελετές, που τελούνται μόνον τις περιόδους εκείνες, και στόχο έχει την προώθηση των ανθρώπων όσο το δυνατόν πιο κοντά στο Θεό. Αυτές οι τελετές (με τις «ακολουθίες» τους, δηλ. τα κείμενα που ψάλλονται και διαβάζονται σ’ αυτές), που είναι υπέροχες, κατανυκτικές και με υψηλά νοήματα, κάνουν τις περιόδους των νηστειών να είναι οι πιο αγαπημένες, από εκκλησιαστική άποψη, περίοδοι του χρόνου για τον ορθόδοξο λαό μας.
Θα αναφερθούμε στις τρεις από τις τέσσερις περιόδους νηστείας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφήνοντας έξω τη νηστεία των αγίων αποστόλων, της οποίας η διάρκεια αυξομειώνεται ανάλογα με την ημερομηνία του Πάσχα, καθώς αρχίζει αμέσως μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων (μια Κυριακή μετά την Πεντηκοστή) και λήγει οπωσδήποτε στις 29 Ιουνίου, εορτή των αγίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου, παραμονή της εορτής των αγίων 12 αποστόλων (30 Ιουνίου).
Το πιο γνωστό και χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι τελετές της Μεγάλης Σαρακοστής (πριν το Πάσχα), δηλαδή η θεία λειτουργία των προηγιασμένων δώρων, οι Χαιρετισμοί της Παναγίας, το καθημερινό απόδειπνο και οι κατανυκτικοί εσπερινοί – καθώς επίσης, φυσικά, και οι καθημερινές, πρωινές και βραδινές ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, μέχρι την Κυριακή του Πάσχα.
Θυμάμαι έναν ηλικιωμένο κύριο, ο Θεός να τον αναπαύσει, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, το Ρέθυμνο, ο οποίος είχε χτυπήσει το πόδι του και λυπόταν επειδή μέχρι να αναρρώσει δεν θα μπορούσε να πηγαίνει στην εκκλησία κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή. Κάποιος, για να τον ενθαρρύνει, του είπε: «Μη στενοχωριέσαι, μέχρι το Πάσχα θα έχεις γίνει καλά». Και εκείνος απάντησε χαμογελώντας μελαγχολικά: «Μα μετά το Πάσχα δεν θα είναι πλέον σαρακοστή». Τότε συνειδητοποίησα πόσο λαχταρούσε εκείνος ο αδελφός μας να συμμετέχει στις ακολουθίες που ψάλλονται στις εκκλησιές μας αυτή την περίοδο.
Ιδιαίτερα συνδέεται η Μεγάλη Σαρακοστή με τη συμμετοχή των χριστιανών στο μυστήριο της εξομολόγησης και στη θεία κοινωνία, παρότι αυτά τα δύο αποτελούν τους βασικούς άξονες της χριστιανικής ζωής όχι μόνο τότε, αλλά όλο το χρόνο.
Το δεκαπενταύγουστο (τη νηστεία της περιόδου 1 – 14 Αυγούστου, που γίνεται προς τιμήν της εορτής της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, 6 Αυγούστου, και της Κοίμησης της Θεοτόκου) καθημερινά, εκτός από το σαββατόβραδο, τελείται στις εκκλησίες η Παράκληση της Θεοτόκου. Ψάλλονται δηλαδή εναλλάξ ο μικρός και ο μεγάλος παρακλητικός κανόνας, δύο αριστουργηματικά μουσικά και ποιητικά έργα της βυζαντινής εποχής, που απευθύνονται στην Παναγία ως προσευχές του δοκιμαζόμενου ανθρώπου, αλλά και της ψυχής που ευχαριστεί την Παναγία για τις ευεργεσίες που ήδη έχει λάβει από εκείνη.
Και οι παρακλήσεις αυτές είναι από τις πλέον αγαπημένες πνευματικές στιγμές του λαού μας και οι χριστιανοί, όσοι έχουν ακόμη σχέση με την πνευματική μας παράδοση, συρρέουν στις εκκλησίες με μεγάλη αγάπη τα απογεύματα των πρώτων ημερών του Αυγούστου, για να συμμετάσχουν σ’ αυτές.
Τέλος, την περίοδο της λεγόμενης «μικρής σαρακοστής», της νηστείας πριν τα Χριστούγεννα, αν και δεν έχουμε κάποια ιδιαίτερη τελετή, που να τελείται μόνον αυτή την περίοδο, έχουμε επίσης αυξημένη δραστηριότητα στις ενορίες μας και τις μονές μας, η οποία περιλαμβάνει κυρίως δύο στοιχεία:
Α) Το άγιο σαρανταλείτουργο, δηλαδή μια σειρά σαράντα λειτουργιών, που τελούνται στους ναούς μία κάθε ημέρα της σαρακοστής, στις οποίες μνημονεύονται – στην αγία πρόθεση – όχι μόνο γενικά όλοι οι άνθρωποι, αλλά και ιδιαίτερα οι άνθρωποι (ζώντες και κεκοιμημένοι), που τα ονόματά τους πηγαίνουν οι χριστιανοί στους ιερείς ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό.
Η μνημόνευση κατά το σαρανταλείτουργο θεωρείται η σημαντικότερη προσφορά της Εκκλησίας στους ανθρώπους και υπάρχουν περιπτώσεις, όπου ψυχές κεκοιμημένων (νεκρών) έχουν εμφανιστεί σε ζωντανούς συγγενείς τους και έχουν ζητήσει σαρανταλείτουργο, ακόμη και σε ανθρώπους που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους γι’ αυτό και δεν ήξεραν καθόλου περί τίνος πρόκειται.
Β) Τις πολλές εορτές των αγίων αυτής της περιόδου, στις οποίες περιλαμβάνονται ορισμένοι από τους πιο γνωστούς και αγαπημένους για το λαό μας αγίους, των οποίων μάλιστα τα ονόματα φέρουν αμέτρητοι χριστιανοί. Για παράδειγμα, η αγία Αικατερίνα και ο άγιος Στυλιανός (25 και 26 Νοεμβρίου), ο άγιος απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος (30 Νοεμβρίου), η αγία Βαρβάρα, ο άγιος Σάββας και ο άγιος Νικόλαος (4, 5 και 6 Δεκεμβρίου), η αγία Άννα, μητέρα της Θεοτόκου (9 Δεκ.), ο άγιος Σπυρίδων (12 Δεκ.), ο άγιος Ελευθέριος και ο άγιος Διονύσιος (15 και 17 Δεκ.), η αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια (22 Δεκ.), οι άγιοι Δέκα, πρωτομάρτυρες της Κρήτης (23 Δεκ.), και η αγία Ευγενία (24 Δεκ., παραμονή των Χριστουγέννων). Και φυσικά η μεγάλη γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου, η λεγόμενη «Παναγία η Μεσοσπορίτισσα», επειδή οι γεωργοί προγραμμάτιζαν να έχουν σπείρει τα μισά χωράφια τους μέχρι τότε, για να είναι μέσα στα χρονικά πλαίσια της εποχής της σποράς.
Τους αγίους αυτούς οι χριστιανοί τους γιόρταζαν με μεγάλο ενθουσιασμό, τόσο πηγαίνοντας στην εκκλησία, όσο και επισκεπτόμενοι τους συγγενείς και φίλους που εόρταζαν την ονομαστική τους γιορτή, οι οποίοι πρόσφεραν στους επισκέπτες τους με μεγάλη χαρά όσο μπορούσαν καλύτερη περιποίηση, με κεράσματα όμως απαραιτήτως νηστίσιμα.
Με την ευκαιρία, ας αναφέρουμε εδώ ότι η νηστίσιμη κουζίνα δεν είναι κάτι πρόχειρο και ευτελές, αλλά αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό κομμάτι της μαγειρικής μας παράδοσης. Η αξία της, όχι μόνο για την πνευματική ανάταση των ανθρώπων (με τη νηστεία), αλλά και για την υγεία και την ποιότητα ζωής τους είναι πλέον αναγνωρισμένη από τους διατροφολόγους. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο λαός μας, που κατά κανόνα τα μέλη του ήταν φτωχοί άνθρωποι, μπορούσε με απλά υλικά, που αντλούσε από τη φύση (π.χ. άγρια χόρτα) ή καλλιεργούσε στον κήπο του, να παρασκευάσει νοστιμότατα και υγιεινά φαγητά.
Επίσης, μια λεπτομέρεια που αξίζει να επισημάνουμε είναι ότι από τα δύο κυριότερα ελληνικά γλυκίσματα της περιόδου των Χριστουγέννων, τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες, οι νοικοκυρές παρασκεύαζαν και πρόσφεραν πριν τα Χριστούγεννα μόνο μελομακάρονα, ενώ από την ημέρα των Χριστουγέννων και έπειτα τους κουραμπιέδες. Ο λόγος είναι ότι τα μελομακάρονα είναι νηστίσιμα, ενώ οι κουραμπιέδες όχι. Οι λεπτομέρειες αυτές είχαν σημασία για τον πολιτισμό μας και τη ζωή του λαού μας, όπου η τροφή δεν ήταν μόνο τροφή, ούτε μόνο ευκαιρία για κάποιου είδους γλέντι, όπου «τρώμε και πίνουμε», αλλά και πνευματική διαδικασία σχέσεων, τόσο των ανθρώπων μεταξύ τους – και κατ’ εξοχήν των μελών της ίδιας οικογένειας – όσο και με το Θεό, καθώς επίσης και με τη φύση, την οποία οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν με σεβασμό και ευγνωμοσύνη ως δώρο του Θεού.