του Σήφη Λεκάκη*
Σε δύο άρθρα που δημοσιεύτηκαν μήνα Απρίλιο πέρυσι και φέτος, με την ευκαιρία των 17 και 18 χρόνων αντίστοιχα από το μισεμό του Θανάση Σκορδαλού, τεκμηριώθηκε η καταγωγή του στίχου του πρώτου δίσκου του “Μόνο εκείνος π’ αγαπά…”.
Τα άρθρα είχαν σκοπό να δείξουν επώνυμα και υπεύθυνα χάριν της Ιστορίας, ότι οι διάφορες αντίθετες φήμες που κυκλοφορούν εδώ κι εκεί είναι διαδόσεις χωρίς αποδείξεις.
Το σημερινό άρθρο θα προσπαθήσει να δείξει ότι και οι διάφορες παρόμοιες φήμες για την προέλευση της μουσικής του δίσκου αυτού αποτελούν αστήρικτες διαδόσεις. Αυτό θα γίνει προσεγγίζοντας το θέμα με δύο τρόπους. Ο ένας είναι παραθέτοντας μαρτυρίες παλαιών λαϊκών μουσικών και ο άλλος, ο πιο επίπονος, συγκρίνοντας παλιές μουσικές φόρμες (ακούσματα άλλων μελωδιών). Το θέμα είναι λίαν ενδιαφέρον διότι η μελωδία αυτού του δίσκου αποτέλεσε ορόσημο για τη μεταπολεμική εξέλιξη της Κρητικής Μουσικής και είναι καλό να υπάρχει μία όσο γίνεται τεκμηριωμένη άποψη για την καταγωγή της.
ΤΙ ΛΕΝΕ ΕΠΩΝΥΜΟΙ ΛΑΪΚΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Να ξεκινήσουμε με τη διαπίστωση ότι, σε συνεντεύξεις που έχουν δώσει είτε σε μένα είτε σε τηλεοπτικούς σταθμούς, πολλοί μουσικοί από διάφορα μέρη της Κρήτης έχουν δηλώσει ότι έμειναν κυριολεκτικά άφωνοι όταν άκουσαν για πρώτη φορά τον δίσκο αυτό, ότι δηλαδή δεν είχαν ακούσει ποτέ προηγούμενα τέτοια μελωδία. Για παράδειγμα, στην εκπομπή «ένας χρόνος χωρίς τον δάσκαλο» του TV CRETA το 1999, που είναι ανηρτημένη στο You Tube, ο αείμνηστος λυράρης Ροδάμανθος Ανδρουλάκης δηλώνει «…όταν άκουσα τον δίσκο ‘Μόνο εκείνος π’ αγαπά’ λέω…. μα η λύρα παίζει αυτό το πράμα!
Αναλύοντας τώρα πιό πέρα τη διαπίστωση αυτή, χωρίς όμως να κουράσω τον αναγνώστη, παραθέτω μερικά αποσπάσματα από συνεντεύξεις, που μου έδωσαν επώνυμα πριν από έντεκα ως δώδεκα χρόνια τρεις λαϊκοί μουσικοί που δεν υπάρχουν πια.
Πρόκειται για τον παλαίμαχο κατασκευαστή λύρας και λυράρη Μανώλη Σταγάκη που γεννήθηκε το 1913 στην Αρχοντική της επαρχίας Ρεθύμνου, τον λυράρη Νίκο Κολιακουδάκη που γεννήθηκε το 1931 στη Λικοτιναρά της γειτονικής επαρχίας Αποκορώνου και το λαουτιέρη Πέτρο Καρμπαδάκη που γεννήθηκε το 1945 στην Κουκουναρά της επαρχίας Κισσάμου. Τα επίμαχα ερωτήματα που τους είχα θέσει τότε είχαν σκοπό να μας πληροφορήσουν μεταξύ άλλων τι μουσική άκουγαν, ποιούς μουσικούς γνώριζαν, πότε γνωρίστηκαν με το Σκορδαλό και ποια η αντίδρασή τους όταν άκουσαν για πρώτη φορά το δίσκο 78 στροφών “Μόνο εκείνος π΄ αγαπά…”.
Στο καφενείο του Τζέγκα
Ηταν Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2005 όταν καθήσαμε έξω από ακρωτήρι της Γραμπούσας στο καφενείο – εστιατόριο που διευθύνει εγγονός του αείμνηστου Τζέγκα, εγώ και ο φίλος μου Γρηγόρης Κολογεράκης από την Κοξαρέ Ρεθύμνου και ο Πέτρος Καρμπαδάκης με δύο Κισσαμίτες φίλους του. Συζητώντας στη διάρκεια ενός πλούσιου γεύματος με φρέσκο μπαρμπούνι και σαλάτες από τοπικά χόρτα, ο Πέτρος είχε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει την προσωπική του μουσική πορεία, να διηγηθεί την ιστορία της Κισσαμίτικης μουσικής, καθώς και να δηλώσει ότι οι δίσκοι του Ροδινού περιέχουν μελωδίες που έγραψε μεν πρώτος στην Αμερική ο Χαρίλαος Πιπεράκης αλλά τις είχε πάρει από την Κίσσαμο και ότι οι Ρεθεμνιώτες λυράρηδες έπαιρναν από τους Αποκορωνιώτες, όπως π.χ. από τον Πλακιανό (Μιχάλη Παπαδάκη από την Πλάκα Αποκορώνου).
Δεν είχα πολλές αντιρρήσεις πάνω στο τελευταίο τμήμα της δήλωσής του, αλλά έσπευσα να τον ρωτήσω αμέσως αν γνώριζε αυτό το συγκεκριμένο Αποκορωνιώτη λυράρη, αν τον άκουσε ποτέ να παίζει η αν ήξερε κάποια μελωδία που να είναι δικό του δημιούργημα. «Δεν έπαιξα ποτέ μαζί του, δεν τον άκουσα να παίζει, απλά τον γνώρισα σ’ ενα καφενείο… αλλά όπως λένε πολλοί το “Μόνο εκείνος π’ αγαπά” ήτανε του Πλακιανού…. έτσι έχω ακούσει, δεν ξέρω…». Η συνέντευξη συνεχίστηκε με άλλα θέματα.
Από το συγκεκριμένο όμως απόσπασμα της συνέντευξης του Πέτρου φαίνεται καθαρά η ύπαρξη της συγκεκριμένης διάδοσης για την καταγωγή της μελωδίας του “Μόνο εκείνος π’ αγαπά”, χωρίς όμως να αναζητά κανείς αν είναι και αξιόπιστη. Και είναι φυσικό αυτό, διότι τέτοιες διαδόσεις διεγείρουν το συναίσθημα που καταδικάζει άμεσα την “κλοπή” και την αδικία που γίνεται στον “δημιουργό”. Είναι όμως αυτό σωστό; Ας δούμε σε ποιο βαθμό ευσταθούν αυτά που άκουσε ο Πέτρος Καρμπαδάκης για το «Μόνο εκείνος π΄αγαπά…», με βάση τις μαρτυρίες των υπόλοιπων δύο παλαίμαχων της λαϊκής μας Μουσικής.
Στο άγαλμα του Γιαμπουδάκη
Εναν χρόνο νωρίτερα, τη Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2004, καθόμουν με τον Μανώλη Σταγάκη σ’ ένα παγκάκι πίσω από το άγαλμα του Γιαμπουδάκη στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων στο Ρέθυμνο. Πρώτη ερώτηση. «Πες μου τώρα Μανώλη ποιους λυράρηδες άκουγες από τότε που ήσουν νέος ας πούμε 15-16 χρονών, που είτε είχαν κάνει δισκογραφία είτε ήταν “αφανείς ήρωες”». Παίρνει μια ανάσα και αρχίζει.
«Ακουγα διάφορους. Οι καλοί λυράρηδες ως επί το πλείστον ήταν από τον Αποκόρωνα, γιατί από ’κεί και πέρα οι άλλοι ήταν βιολάτορες με σπουδαιότερους τον Χάρχαλη και το Μαριάνο. Ήταν ο Χαρίλαος αλλά αυτός βεβαια ζούσε στην Αμερική. Ένα διάστημα όμως μέσα στο καλοκαίρι του 1929 ή 1930 είχε έρθει και έπαιζε τα Σαββατοκύριακα και τις εορτές με τον Ψύλλο από την Επισκοπή, με τον οποίο εγώ είχα αρχίσει να παίζω από 17 χρονών. Ο ένας λοιπόν “έκλεφτε” σκοπούς από τον άλλο, κι εγώ και από τους δυό. Ήτανε και ο Καντέρης, κι αυτός Αμερικάνος ένας ψηλός λεβέντης με τα μουστάκια. Ήρθε μιά φορά και έπαιξε με τον Ψύλλο της Αγ. Μαρίνας στην Κούφη. Ητανε και ένας ξάδερφός του Καντέρης κι αυτός αλλά όχι τόσο καλός. Ύστερα παρουσιάστηκε ο “Πλακιανός” ο Μιχάλης Παπαδάκης από την Πλάκα Αποκορώνου, μέγας και τρανός αλλά αμίμητος λυράρης, δεν μπορούσες να τονε μιμηθείς εύκολα γιατί έβαζε πολλά δάχτυλα σε λίγο δοξάρι. Εγώ προσπαθούσα να τον αντιγράψω όσο μπορούσα. Υστερα, νεώτερος βέβαια Αποκορωνιώτης ήτανε ο Κολιακούδης ο Νίκος πολύ καλός και στη λύρα και στο τραγούδι. Στο Ρέθεμνος τώρα ήταν ο Ροδινός, ο Καρεκλάς, ο Λαγός, ο Γιώργης ο Ξηράς που ήταν ένας μέτριος λυράρης από τους Αρμένους, ο Καραβίτης στα Ακτούντα, ένας Μαθιουδάκης στραβός στο Άνω Μέρος, ο Μαρκογιώργης στο Σπήλι, ο Γιώργης ο Τζιράκης από το χωριό μου που έπαιζε πάντα με κλειστά τα μάθια, ο Φύσσας από την Επισκοπή και ο Καφάτος στην Αλφά Μυλοποτάμου».
«Εγώ λοιπόν έφερνα Αποκορωνιώτικους σκοπούς στο Ρέθυμνο και τους μαθαίνανε άλλοι από μένα και κατόπιν τους έγραφαν και σε δίσκους». Είπε πολλά και διάφορα ο Μανώλης ο Σταγάκης για την προπολεμική εποχή και για το πώς γνωρίστηκε με το Σκορδαλό το 1936. Αμέσως μετά τον ρωτώ για το επίμαχο ζήτημα. «Μανώλη, ποιά ήταν η αντίδρασή σου όταν άκουσες το δίσκο “Μόνο εκείνος π΄αγαπά”.
Ακαριαία η απάντησή του: «Αντίδραση; Ποια αντίδραση; Θέλεις να πεις τρακ…; Mα είντα παίζει μωρέ επαέ ο κερατάς…τι είν’ αυτό το πράμα! ». «Δηλαδή Μανώλη έμεινες άφωνος όταν άκουσες τον σκοπό αυτό;» τον ρώτησα. «Ακριβώς όπως το λες» μου απάντησε. «Τη λύρα μία μικρόσωμη λύρα με την οποία έγραψε αυτό τον σκοπό του την είχε φτιάξει ο μακαρίτης ο Γιάννης ο Παπαδάκης αλλά της άλλαξα καπάκι και θυμούμαι που πέρασαν με το Μαρκογιάννη να την πάρουν για να πάνε στην Αθήνα. Οι λύρες οι δικές μου δεν άρεσαν του Θανάση διότι είχαν χοντρό λαιμό, πράγμα που μου υπέδειξε και το εφάρμοσα».
Ο Μανώλης Σταγάκης, λοιπόν, ένας παλιός λυράρης που γνώριζε πολύ καλά τον Πλακιανό και τα παιξίματά του δηλώνει με νόημα ότι έπαθε τρακ όταν άκουσε τον δίσκο του Σκορδαλού.
Πέρασαν τρεις βδομάδες από τότε που είχα μιλήσει με το Σταγάκη. Το Σάββατο 4 του Δεκέμβρη 2004 καθόμουν πάλι στον ίδιο ακριβώς χώρο στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων, αυτή τη φορά με τον άλλο γνώστη του Πλακιανού, το Νίκο Κολιακουδάκη τον οποίον είχε αναφέρει ο Σταγάκης. Το ερώτημά μου ήταν: «Κύριε Νίκο ποιους γνώριζες, ποιοί ήταν οι μεγάλοι μουσικοί του Αποκόρωνα». Άνετος ο Κολιακούδης ξεκινά.
«Λοιπόν ήταν οι Καντέρηδες, ο Καντεροσταυρούλης από τα Σελιά και ο Καντερογιώργης επίσης από τα Σελιά αλλά έμενε στου Κεφαλά και αργότερα έφυγε στην Αμερική όπου έγραψε και το δίσκο “Τη μάννα μου την αγαπώ” διότι δικός του ήταν ο σκοπός. Μετά ο Χαρίλαος από το Ξεροστέρνι που πήγε κι αυτός στην Αμερική όπου έβγαλε και τον πρώτο συρτό και τον Ξεροστερνιανό συρτό. Στο ραδιοφωνικό σταθμό Χανίων που ήταν ένας μικρός πομπός σ’ ένα ποδηλατάδικο έπαιζαν ο θείος μου ο Μανώλης Κουρκουνάκης, ο Κοκκινογιάννης, ο Πλακιανός, ο Σταύρος ο Αντωνακάκης, ο Μανώλης Λουπάσης, ήτανε κι ο Ποθουλάκης και άλλοι που δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή».
Παρεμβαίνω αμέσως με ένα δεύτερο ερώτημα: «Πιστεύεις ότι οι Ρεθεμνιώτες καλλιτέχνες επηρεάστηκαν από τους Αποκορωνιώτες;». Σπεύδει αμέσως να απαντήσει θετικά. «Ναι.. γιατί τότε το χωριό Επισκοπή Ρεθύμνου είχε καλούς καλλιτέχνες όπως ο Σταύρος ο Ψύλλος που ερχόταν και παίζανε στον Αποκόρωνα. Ύστερα, ο Λαγός με το Μπαξεβάνη είχανε κάνει μία συντεκνιά στο Γαβαλοχώρι. Εκεί μεροξημερώνονταν και έμαθαν συρτούς όπως ο Γαβαλοχωριανός που ηχογράφησαν αργότερα, με μαντινάδα που έβγαλε τα ξημερώματα ο Μπαξεβάνης στα σκαλάκια της εκκλησίας. Πολύ νωρίτερα βέβαια ο Ροδινός είχε γράψει σκοπούς του Χαρίλαου με ένα δικό του πολύ τεχνικό τρόπο γι’ αυτό και ακούστηκε. Ο Πλακιανός έβγαζε συρτούς αλλά δεν κατάφερε να κάνει ούτε ένα μικρό δισκάκι, γιατί τους έπαιζε και τους παίρναμε όλοι εμείς οι άλλοι. Εγώ πήγαινα όπου έπαιζε ο Πλακιανός και όταν άκουγα δίσκους που αργότερα έβγαζαν άλλοι ήξερα ότι ήταν του Πλακιανού. Η λύρα του Πλακιανού δεν παιζόταν εύκολα, διότι έβαζε πολλά δάχτυλα και λίγο δοξάρι, μόνο εγώ και ο Μανώλης ο Σταγάκης στο Ρέθεμνος μπορούσαμε κάπως να παίζομε Πλακιανό.
Αμέσως προβάλλω το τρίτο ερώτημα: «Πήρε κάτι ο Σκορδαλός από τον Πλακιανό;». «Κάτι συγκεκριμένο δεν επήρε από τον Πλακιανό» απαντά, «…πήρε όμως όλους τους Αποκορωνιώτικους συρτούς και τους έγραψε στην κασέτα ‘40 χρόνια Σκορδαλός’». Σπεύδω να του υπενθυμίσω ότι σε Κρητικό τηλεοπτικό κανάλι είχε δηλώσει ότι ο Σκορδαλός έγραψε τους Αποκορωνιώτικους συρτούς σωστά. «Ναι» απαντά «…μα είναι καθ’εαυτού σωστά, απλά πρόσθεσε τη δική του τεχνική και από κεί πήραν και οι νεώτεροι λυράρηδες. Έκανε πολύ καλά ο Σκορδαλός που έγραψε αυτούς τους σκοπούς, διότι τα 40 χρόνια είναι ένα έργο διδακτικό για τους νέους καλλιτέχνες».
«Πάμε τώρα Νίκο στον Σκορδαλό πιό άμεσα. Όταν βγήκε ο δίσκος ‘Μόνο εκείνος π’ αγαπά’ τον άκουσες;» «Αααα…! Τρελαθήκαμε, έγινε το σώσε! Ήτανε Πρωτομαγιά του 1947 και κάναμε ως ΚΚΕ μιά εκδρομή, ένα γλέντι ας πούμε, έπαιζα εγώ, ο Ποθούλης, ο Αντωνακάκης… όσοι λυράρηδες ήμαστε εκεί και ήρθε κάποιος με ένα φωνόγραφο και έβαλε το δίσκο. Όταν τον ακούσαμε τρελαθήκαμε. Πω, πω.. θεέ μου μιά γλύκα, μα κι ακόμη παραμένει! Η εντύπωση ήταν μεγάλη όχι μόνο σε μένα αλλά σε όλο τον κόσμο. Παναγία μου μωρέ μία λύρα! Έλεγα, ω Παναγία μου νά ’χα μάθω κι εγώ να παίξω έτσι! Το σήμα κατατεθέν του Σκορδαλού είναι αυτός ο δίσκος.
Οι παραπάνω μαρτυρίες διαλύουν την υπόσταση των διαδόσεων που άκουσε και μας είπε ο Πέτρος Καρμπαδάκης γύρω από το δίσκο αυτό του Σκορδαλού. Ιδιαίτερα βαραίνει η μαρτυρία του Κολιακούδη ο οποίος ακολουθούσε παντού τον Πλακιανό και ήξερε κάθε τι που έπαιζε.
ΤΙ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΣΥΓΚΡΙΝΟΝΤΑΣ ΠΑΛΙΕΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΦΟΡΜΕΣ
Με βάση τις ηχογραφήσεις του Πλακιανού που υπάρχουν ανεβασμένες στο You Tube, τη ζωντανή ηχογράφηση που του έκανε ο Δημήτρης Nοτόπουλος, καθηγητής κλασικής φιλολογίας του Kολλεγίου Xάρτφορντ της Aμερικής, στις Καλύβες Αποκορώνου το 1953 και άλλες ηχογραφήσεις που υπάρχουν στο αρχείο του Γιώργη Βαβουλέ και άλλων φίλων συλλεκτών, δεν ήταν δυνατό να βρεθεί κάποια μελωδία που να μοιάζει με αυτή του «Μόνο εκείνος π΄αγαπά».
Όμως, στο σύνδεσμο
του You Tube βρίσκεται αναρτημένος ο Φουρνιανός συρτός του Κουτσουρέλη.
Το δεύτερο κουπλέ και ρεφρέν του σκοπού αυτού περιέχουν μουσικές φράσεις παρόμοιες με το πρώτο κουπλέ και το πρώτο ρεφρέν του «Μόνο εκείνος π΄αγαπά», δηλαδή το πρώτο μέρος της μελωδίας όπου δεν υπάρχει τραγούδι.
Επίσης στο
βρίσκεται ανηρτημένος ο συρτός των Κουτσουρέλη – Μουντάκη «Δε θέλω μέσα στην καρδιά», γνωστός ως Καστελλιανός συρτός, που είναι μία παραλλαγή-μέρος του Φουρνιανού συρτού. Το πρώτο κουπλέ του σκοπού αυτού είναι κάπως παρόμοιο με το πρώτο κουπλέ του «Μόνο εκείνος π’ αγαπά».
Ας δούμε τι σημαίνουν αυτά. Στο You Tube, κάτω από κάθε μουσικό κομάτι καταγράφονται δηλώσεις από διάφορους σχολιαστές (bloggers). Για την καταγωγή του Φουρνιανού συρτού δεν υπάρχουν αντικρουόμενα σχόλια. Για τον Καστελλιανό συρτό, όμως, που έτσι κι αλλοιώς περιέχει ελάχιστες νότες όμοιες με του «Μόνο εκείνος π’ αγαπά», οι διάφοροι σχολιαστές συγκρούονται. Κάποιοι λένε ότι ανήκει στον Κουτσουρέλη και κάποιοι ότι ο Κουτσουρέλης τον “έκλεψε” από τον Πλακιανό. Αφήνοντας τους σχολιαστές να συγκρούονται, η αλήθεια είναι μία και προσδιορίζεται με βάση δύο ισχυρά δεδομένα. Πρώτον, όπως αναφέραμε ήδη, δεν υπάρχει διαθέσιμη σχετική ηχογράφηση του Πλακιανού. Δεύτερον, η ηχογράφηση του μεν Φουρνιανού συρτού έγινε το 1950 του δε Καστελλιανού το 1954. Δηλαδή, οι ηχογραφήσεις των δύο αυτών συρτών έπονται χρονικά της ηχογράφησης του «Μόνο εκείνος π΄αγαπά» που έγινε το 1946.
Τώρα, όπως αναφέραμε στο άρθρο της 23-4-2015, ο Σκορδαλός έπαιξε τη μελωδία αυτή τραγουδώντας και τη συγκεκριμένη μαντινάδα στις Γκαγκάλες της Μεσσαράς τον Ιούλιο του 1943 μετά το γάμο του Γιώργη Αλεξανδράκη. Είναι προφανές, από το ιστορικό που περιγράφει το άρθρο, ότι τη μελωδία αυτή δεν τη δημιούργησε ο Θανάσης στις Γκαγκάλες το 1943, αλλά δεν μπορούμε και να γνωρίζουμε πόσο νωρίτερα συνέβη αυτό. Δηλαδή, χωρίς καμία απολύτως υπερβολή, η μελωδία του «Μόνο εκείνος π’ αγαπά» ήταν στα χέρια του Σκορδαλού τουλάχιστον επτά χρόνια πριν από την ηχογράφηση του Φουρνιανού συρτού, για τον οποίο δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι ο Κουτσουρέλης τον πήρε από τον Πλακιανό. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, δεν μπορεί κανείς να αποδείξει ότι ο Σκορδαλός πήρε από κάποιον άλλον αυτή τη μελωδία.
Άρα, ως σύνολο, το «Μόνο εκείνος π΄αγαπά» αποτελεί δημιούργημα του Θανάση Σκορδαλού, που είναι βέβαια αυτονόητο ότι δεν τον επινόησε μέσα σε ένα κενό, αλλά έχοντας κάποια ερεθίσματα από προϋπάρχοντα μοτίβα, που οδήγησαν τα προικισμένα από τη φύση δάκτυλά του σε αυτήν, ας πούμε, την απίστευτη για εκείνη την εποχή, διασκευή / σύνθεση/ εκτέλεση που σημάδεψε τη μεταπολεμική μουσική της Κρήτης.
Επίλογος
Όπως είπαμε, σκοπός του παρόντος άρθρου ήταν να δείξει ότι οι διάφορες φήμες για την προέλευση της μουσικής του δίσκου “Μόνο εκείνος π΄αγαπά” είναι ατεκμηρίωτες. Οι φήμες που άκουσε ο Πέτρος Καρμπαδάκης ότι η μελωδία είναι του Πλακιανού είναι αστήρικτες όπως τουλάχιστον δείχνουν οι μαρτυρίες των Μανώλη Σταγάκη και Νίκου Κολιακουδάκη, δύο καλλιτεχνών που έζησαν έντονα πριν και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα μουσικά δρώμενα δύο όμορων επαρχιών των Νομών Χανίων και Ρεθύμνης στις οποίες καλλιεργήθηκαν βαθιά οι συρτοί. Ο ενδεχόμενος ισχυρισμός ότι ένα τμήμα της μουσικής του «Μόνο εκείνος π΄αγαπά» ανήκει είτε στο Φουρνιανό συρτό είτε στον Καστελλιανό συρτό, που έτσι κι αλλοιώς ηχογραφήθηκαν μετά το 1946, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί. Ένα όμως πράγμα είναι σίγουρο, ότι κανένα μουσικό έργο δεν γεννήθηκε μέσα σε ένα κενό και αυτό ισχύει για όλη τη Μουσική μας.
* Ομότιμος καθηγητής του Παν/μίου Κρήτης
j.lekakis@uoc.gr