Το τελευταίο χρονικό διάστημα, την πρωτοβουλία των κινήσεων στην πολιτική κονίστρα είχε αποκλειστικά η κυβέρνηση. Τούτο σε μεγάλο βαθμό είναι εύλογο σε μια χώρα που η νομοθετική πρωτοβουλία εξικνείται από την εκτελεστική – και όχι τη νομοθετική – εξουσία. Άλλωστε, οι πολίτες, στην εκάστοτε κυβέρνηση προσβλέπουν για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Εξίσου αληθές, όμως, είναι ότι συνήθως σημαντικό τμήμα της κοινωνίας ασχολείται, ενεργά ή επιδερμικά, με το χώρο της αντιπολίτευσης. Όσοι αναζητούν μια εναλλακτική πρόταση δραστηριοποιούνται στα λοιπά κόμματα ή ακούνε όσα έχει, πρωτίστως, η αντιπολίτευση να πει. Η τελευταία παραδοχή δε φαίνεται να επιβεβαιώνεται στη ζώσα ελληνική πραγματικότητα.
Πράγματι, ο κατακερματισμένος και συρρικνωμένος χώρος της αντιπολίτευσης δεν δίνει την αίσθηση ενός αξιόμαχου σχηματισμού που δύναται να αντιμετωπίσει την κυβερνητική κυριαρχία. Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο πολιτικός χρόνος είναι πιο συμπυκνωμένος σε σχέση με τον ημερολογιακό. Κάθε τετραετία που περνάει δίχως ένα κόμμα να καταλαμβάνει την εξουσία αφήνει στην κορμοστασιά του βαθύτερες ρυτίδες. Η αποτυχία να συσπειρώσει κοινωνικές δυνάμεις μεταπλάθει ένα κόμμα εξουσίας σε κόμμα διαμαρτυρίας. Σε τούτα τα θολά νερά ψαρεύουν σήμερα τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ, γεγονός που δεν αφήνει αδιάφορους, ιδίως εκείνους που έχουν επαγγελματικά στρατευτεί στην πολιτική. Τηρουμένων των αναλογιών είναι ωσάν ένα διευθυντικό στέλεχος καριέρας να μένει εκτός θέσεων ευθύνης σε μια εταιρία για δεκαετίες. Ο παροπλισμός οδηγεί στον εξοστρακισμό.
Οι ανωτέρω σκέψεις – και πολλές ακόμη, ίσως πιο αλτρουιστικές – είμαι βέβαιος ότι οδήγησαν τρία κορυφαία στελέχη της κεντροαριστεράς να δημιουργήσουν τη δική τους τρόικα επιθυμώντας να λειτουργήσουν ως επιταχυντές των εξελίξεων. Η ανακοίνωση της διοργάνωσης συζήτησης υπό την αιγίδα της «Εφημερίδας των Συντακτών», με θέμα «Απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη ποιος;», με συνομιλητές τους Διονύση Τεμπονέρα, μέλος της Π.Γ. ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., Μανώλη Χριστοδουλάκη, βουλευτή ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ., και Εφη Αχτσιόγλου, βουλεύτρια Νέας Αριστεράς, την Τρίτη 13 Φεβρουαρίου, στο θέατρο «Αλφα, Ληναίος – Φωτίου», τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα, εξαναγκάζοντας τις συνήθεις νωχελικές φωνές της αντιπολίτευσης να αυξήσουν τους τόνους.
Κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει για ποιο λόγο να γίνεται τέτοιος ντόρος για μια απλή εκδήλωση; Απαγορεύεται κορυφαία στελέχη να συνομιλούν δημόσια; Δεν είναι προτιμότερο να εκθέτουν τις σκέψεις τους εξωστρεφώς και και με διαφάνεια παρά να τις αναπαράγουν πίσω από κλειστές πόρτες; Προφανώς ουδείς θα διαφωνούσε για τα ανωτέρω, εάν η συζήτηση είχε αμιγώς πολιτική στόχευση. Δεν θα μπορούσε να αντιλέξει κανείς εάν πρότασσε την προγραμματική σύγκλιση της κεντροαριστεράς. Εάν αντικείμενο ήταν η συνάθροιση δυνάμεων και προτάσεων. Μάλιστα, παραμονές ευρωεκλογών θα ήταν επίκαιρη εάν συζητούσαν για το προοδευτικό διακύβευμα στην Ευρώπη του αύριο. Δεν επέλεξαν, όμως, τίποτα από τα ανωτέρω. Αντικείμενο της συζήτησης – σύμφωνα με τον τίτλο πάντα – είναι η εύρεση του αντιπάλου του Μητσοτάκη, τρείς μόλις μήνες πριν τις ευρωεκλογές.. Πόσο εύλογο είναι να συζητάνε οι αξιωματικοί ενός στρατεύματος την ανάγκη εύρεσης αρχιστράτηγου την παραμονή της μάχης; Δεν γίνεται αντιληπτό ότι συντηρείται ο κύκλος της εσωστρέφειας και πριμοδοτείται το κυβερνητικό αφήγημα περί ισχυρού και αδιαμφισβήτητου πρωθυπουργού;
Προφανώς όλα τα ανωτέρω τα γνωρίζουν. Δεν έσφαλαν. Συνειδητά επέλεξαν να πετάξουν το γάντι στις υφιστάμενες ηγεσίες, με τρόπο άκομψο κατά τη γνώμη του υπογράφοντος. Εάν είναι έτοιμοι και για την επόμενη ημέρα ή απλά θα αρκεστούν σε ένα πυροτέχνημα είναι κάτι που ο χρόνος θα δείξει.