Η ελληνική οικονομία αναμένεται να καταγράψει σωρευτική ανάπτυξη 6,9% την τριετία 2023-2025, υπερβαίνοντας κατά πολύ το 2,5% της ευρωζώνης, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, Κωστή Χατζηδάκη. Με αφορμή την ψήφιση του προϋπολογισμού στις 15 Δεκεμβρίου, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, χαρακτήρισε τον προϋπολογισμό «με κοινωνικό πρόσημο», επισημαίνοντας 12 αυξήσεις αποδοχών και ισάριθμες μειώσεις φόρων.
Όμως, παρά τα «θετικά» στοιχεία οι έρευνες για τα νοικοκυριά δεν αποκαλύπτουν καμία αντιληπτή βελτίωση στην πραγματική αγοραστική δύναμη από το 2019 και η πλειοψηφία των επιχειρήσεων παραμένει σε μια μακρά διαδικασία βελτίωσης η οποία αρχίζει μεν να αποφέρει κέρδη, αλλά όχι αρκετά εκτεταμένα για να προσφέρει σημαντική βελτίωση στις προοπτικές για τους μισθούς των εργαζομένων.
Παρά τις θετικές προβλέψεις, οι πολίτες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες. Η ακρίβεια, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, επηρεάζει την καθημερινότητα του 90% των νοικοκυριών, ενώ το 67% δηλώνει ότι «τα βγάζει πέρα με μεγάλη δυσκολία».
Η ανεργία μειώνεται, οι επενδύσεις αυξάνονται (18,5% του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2024), και ο πληθωρισμός υποχωρεί στο 2,4%. Παρόλα αυτά, η αγοραστική δύναμη παραμένει πιεσμένη, με την Ελλάδα να καταγράφει από τις χαμηλότερες αποδοχές στην ΕΕ.
Στην Ελλάδα της ανάπτυξης, κατά την τελευταία 15ετία, η αγοραστική δύναμη των μισθωτών υπέστη σημαντική καθίζηση. Σύμφωνα με τη Eurostat, οι Έλληνες εργαζόμενοι έχουν τους χαμηλότερους μισθούς στην Ευρώπη των 27, μαζί με τους Βούλγαρους. Κατά τον ΟΟΣΑ η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις σε μισθολογικά ζητήματα, με τον τρίτο χαμηλότερο μισθό ανάμεσα στις 35 χώρες του ΟΟΣΑ, ξεπερνώντας μόνο το Μεξικό και την Κολομβία.