Ο αστικός μύθος, όπως πρωτοειπώθηκε από τον Σταύρο Ψυχάρη, έχει κάπως έτσι: γίνονται εκλογές σε μια χώρα που προσομοιάζει με την Ελλάδα και ο νέος πρωθυπουργός – με τη ζέση που διακρίνει πάντα τους νεόκοπους – σπεύδει να παραλάβει από τον απερχόμενο. Ο τελευταίος νιώθει την ανάγκη να συμβουλεύσει το νέο πρωθυπουργό: «όταν ανέλαβα εγώ τα ηνία της χώρας ο προκάτοχος μου, μού άφησε τρεις επιστολές με την ευγενική παρότρυνση να ανοίγω κάθε μία μόλις έχω ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Όταν κινδυνεύει η κυβερνητική συνοχή. Το ίδιο έπραξα και εγώ για εσένα. Θα τις ανοίγεις μόνον όταν αντιμετωπίζεις σοβαρό πρόβλημα και να είναι σίγουρος ότι θα το ξεπερνάς». Ο νέος πρωθυπουργός – με την οίηση που διακρίνει τους νικητές έναντι των ηττημένων – δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στις «συμβουλές» του αποτυχόντα να επανεκλεγεί πρωθυπουργός. Ωστόσο, κράτησε τις επιστολές.
Μετά από μερικούς μήνες, η κυβέρνηση του νέου πρωθυπουργό βρέθηκε αντιμέτωπη με μια σοβαρή οικονομική κρίση. Βρισκόμενος σε αδιέξοδο άνοιξε την πρώτη επιστολή, μήπως βρει λύση. Διάβασε με απορία: «Απέδωσε όλες τις ευθύνες στον προκάτοχό σου, σε εμένα». Έτσι και έπραξε. Από τηλεοπτικού άμβωνος κατήγγειλε τον προκάτοχό του ότι «παρέλαβε καμένη γη» και ότι εάν ακολουθούσε πιο μετριοπαθή πολιτική και δεν ήταν σπάταλος δεν θα υπήρχε κανένα οικονομικό πρόβλημα. Το πόπολο ικανοποιήθηκε από τις εξηγήσεις, η κρίση ξεπεράστηκε.
Μετά από κάποια χρόνια, η κυβέρνησή του αντιμετώπισε και νέο σοβαρό πρόβλημα. Η αντιπολίτευση, συντεταγμένα και σύσσωμη, κατέθεσε πρόταση μομφής. Η κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος ήταν ιδεολογικά αποσταθεροποιημένη. Μοναδικός συνδετικός κρίκος, η εξουσία. Σπεύδει να βρει λύση στις επιστολές του – σεβάσμιου πια – προκατόχου του. Ανοίγει τη δεύτερη και διαβάζει: «απέδωσε όλες τις ευθύνες στα οικονομικά και εκδοτικά συμφέροντα καταγγέλοντάς τα, ως υπονομευτές». Για μια στιγμή διστάζει. Ποια συμφέροντα; Ποιοι εκδότες; Με όλους διατηρούσε φιλικές και εξαιρετικές πολιτικές σχέσεις. Το ίδιο, άλλωστε, έκανε και ο προκάτοχός του. Υπάρχει περίπτωση «να πιάσει» μια τέτοια κατηγορία, αναρωτήθηκε. Βρισκόμενος σε αδιέξοδο αποφάσισε να ακολουθήσει την πολιτική του προκατόχου του. Με διαπρύσιους λόγους, από κοινοβουλευτικού άμβωνος αυτή τη φορά, κατήγγειλε τα «διαπλεκόμενα» οικονομικοεκδοτικά συμφέροντα που τον υπονομεύουν. Και η κρίση αυτή ξεπεράστηκε, αποδεικνύοντας τη σοφία του προκατόχου του.
Ωστόσο, σε σύντομο χρονικό διάστημα ξέσπασε νέα κρίση. Ο πρωθυπουργός του αφηγήματός μας ένιωθε απόλυτη ασφάλεια ανατρέχοντας στις συμβουλές του προκατόχου του. Σπεύδει και ανοίγει την τρίτη επιστολή. Προς δυσάρεστη έκπληξή του διαβάζει: «Ήρθε η ώρα να ετοιμάσεις τρεις επιστολές για τον επόμενο».
Θυμήθηκα τα ανωτέρω διαβάζοντας την κυβερνητική απάντηση στην πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης να καταθέσει πρόταση μομφής, με επίκληση – ανάμεσα στα άλλα – και ενός δημοσιεύματος μιας από τις μεγαλύτερες και ιστορικότερες εφημερίδες της χώρας. Δεν κατάλαβα γιατί τάραξε την κυβέρνηση η ουσία του δημοσιεύματος, από τη στιγμή που δεν αμφισβητήθηκε ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Γιατί θα έπρεπε να μας ξενίζει όταν οι δημοσιογράφοι κάνουν τη δουλειά τους και αναδεικνύουν σημαντικά ζητήματα; Είναι δυνατόν οι κυβερνώντες να έχουν εθιστεί τόσο στην κολακεία, ώστε να αποσταθεροποιούνται με το πρώτο αρνητικό δημοσίευμα; Πριν απαντήσω, όμως, ήρθε στη θύμησή μου, η ιστορία με τις τρεις επιστολές. Το ζητούμενο, πλέον, είναι πότε θα ανοιχθεί η τρίτη…