ΑΠΟΨΕΙΣ

Η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας

υπό Νικολάου Γ. Ξεξάκη
Ὁμότιμου Καθηγητῆ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,
Ἄρχοντα Χαρτοφύλακα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,
Προέδρου τῆς Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης.

Μεγάλο πράγματι ἱστορικό ἐκκλησιαστικό γεγονός, ζωτικῆς σημασίας διά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, πρόκειται, μετά ἀπό πολυετῆ προετοιμασία, νά πραγματοποιηθεῖ στήν Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία Κρήτης, στό Κολυμπάρι Χανίων, ἀπό 20 ἕως 27 Ἰουνίου 2016· ἡ σύγκληση δηλαδή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

amsoe

Ἡ ὀνομασία Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος παραπέμπει σέ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅπως μποροῦμε νά διακρίνουμε στούς ἱερούς κανόνες Η΄, ΙΔ΄, ΙΕ΄, ΙΖ΄ καί ΙΗ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί Γ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Βλ. Mansi, Sacrorum conciliorum nova et amplissima collectio, τ. 2, Graz 1960, σσ. 671, 673, 676· τ. 6, σ. 1226).

Ἐκεῖνο ὅμως, τό ὁποῖο πρέπει νά ἐπισημάνουμε εἶναι ὅτι ἡ μέλλουσα νά συγκληθεῖ Σύνοδος δέν δύναται νά συγκληθεῖ ὡς Οἰκουμενική, μέ βάση τή θεματολογία της, καί τόν τρόπον διαπραγμάτευσής της, διότι δέν ἐπιλαμβάνεται τήν ἐπίλυση θέματος δογματικοῦ, θέματος πίστεως, τό ὁποῖο ἀπασχολεῖ τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας στό σωτηριολογικό πεδίο καί ἀπειλεῖ τήν ἑνότητά της. Τοῦτο ἀποτελεῖ βασικό καί θεμελιῶδες στοιχεῖο, γιά τό χαρακτηρισμό μιᾶς μελλούσης νά συγκληθεῖ Συνόδου ὡς Οἰκουμενικῆς καί ἐν συνεχείᾳ, μέ βάση τίς αὐθεντικές ἀποφάσεις της, νά καταστεῖ Οἰκουμενική. Ἀναμφίβολα ἀπό τά πρός ἐξέταση θέματα τῆς Συνόδου δέν ἀπουσιάζουν βασικές καί οὐσιώδεις δογματικές πτυχές τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας.

Ἡ ἐμφάνιση προβλήματος πού ἀναφέρεται κατά κύριο λόγο στήν πίστη καί κατά συνέπεια στή σωτηρία τῶν μελῶν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀπαιτεῖται γιά τή σύγκληση Συνόδου ὡς Οἰκουμενικῆς. Τά δογματικά, λοιπόν, ζητήματα ἀποτελοῦν τό κατ’ ἐξοχήν ἀντικείμενο ἐξέτασης καί ἀντιμετώπισης ἀπό τίς Συνόδους πού συνέρχονται ὡς Οἰκουμενικές. Αὐτό ἐπισημαίνει καί ὁ βυζαντινός κανονολόγος Ζωναρᾶς: «Καί αὕτη (ἡ λεγομένη “πενθέκτη”) ἕκτη ὀνομάζεται, ὅτι τε μή περί πίστεως καί δογμάτων ἐν αὐτῇ γέγονε ζήτησις, ὥστε αὐτήν ἰδιαιτάτην διά τοῦτο λογίζεσθαι Σύνοδον, καί ὅτι τό τῆς ἕκτης ὑστέρημα, τήν τῶν Κανόνων ἔκθεσιν, αὕτη συνεπλήρωσε καί, διά προσεχεστέραν πρός ἐκείνην εἶναι συνηριθμήθη ἐκείνῃ» (παρά Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 294).

Συχνά προβάλλει εὔλογο τό ἐρώτημα ἄν ἡ Ἐκκλησία ἔχει σήμερα τήν δυνατότητα σύγκλησης συνόδου ὡς Οἰκουμενικῆς καί κατ’ ἀκολουθία δυνατότητα ἀλάθητης ἑρμηνείας τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ ἀληθείας, δεδομένου ὅτι μόνο στήν Ἐκκλησία, μέσω τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τήν Ἐκκλησία, καί μάλιστα κατ’ ἐξοχήν σέ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀλάθητη αὐτή ἑρμηνεία.

Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ὡς θεανθρώπινος ὀργανισμός, ὡς σῶμα Χριστοῦ, εἶναι ζωντανός ὀργανισμός πού δρᾶ, κινεῖται καί ἐκφράζεται. Γι’ αὐτό καί ἡ σύγκληση συνόδου ὡς Οἰκουμενικῆς εἶναι ἐξ ἀντικειμένου δυνατή. Ἀντίθετη ἄποψη, πού ἀρνεῖται δηλαδή τήν δυνατότητα τέτοιας σύγκλησης, ἐκλαμβάνει τήν Ἐκκλησία ὡς ὀργανισμό πού δεσμεύεται νά χρησιμοποιήσει τό ἀλάθητο κριτήριό του, νά ἐκφραστεῖ μέ ἀσφάλεια καί αὐθεντικά καί κατ’ ἐπέκταση νά ζήσει ἐλεύθερα. Δέν εἶναι ὅμως δυνατόν οὔτε ἐπιτρεπτό νά ἐμφανίζεται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ χωρίς νά ἐνεργεῖ καί νά ἐκφράζεται στόν χῶρο τοῦ ἀλαθήτου της.

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀποστολή νά προσφέρει κάθε στιγμή τή σωτηριώδη ἀλήθεια καί νά καθορίζει, ὅταν αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο, τό ἀληθινό καί αὐθεντικό νόημα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.

Ἡ Ἐκκλησία είναι μία, παρά τήν ὕπαρξη πολλῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, ἑπομένως ἕνα καί τό ὄργανό της, ἀναφορικά μέ τήν ἀλάθητη ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Τί συμβαίνει ὅμως μετά τήν διάσπαση καί ἀπομάκρυνση τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καί κατ’ ἀκολουθία τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία; Ποῦ βρίσκεται τό πλήρωμα τῆς χάριτος καί ἀλήθειας;

Πάνω σ’ αὐτό ἀπαντᾶμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία συνεχίζει τή ζωή τῆς ἀρχαίας ἀδιαίτερης Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί διαφυλάττει τήν πίστη της ἀλώβητη καί ἀκέραιη, χωρίς τόν καθορισμό, κατά τήν ἱστορική της πορεία, δογμάτων ξένων καί ἀλλότριων πρός τήν ἀρχαιοπαράδοτη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός καί Προτεσταντισμός δέν ἀκολούθησαν δυστυχῶς τήν πορεία τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Στό χῶρο τῆς Δύσης δόθηκε εσφαλμένη ἑρμηνεία τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, γεγονός τό ὁποῖο σημαίνει ἀλλοίωση τοῦ περιεχομένου τῆς πίστης. Ἐφόσον ὅμως ἀλλοιώνεται ἡ πίστη, ἀλλοιώνεται καί ἡ ἀληθινή ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν διαστρέφεται ἡ ἔννοια τῆς πίστης δέν ἀποδίδεται ἐπακριβῶς καί ἡ γνήσια εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός δέν δικαιοῦται νά συγκαλεῖ, ὅπως πράττει, Οἰκουμενικές Συνόδους (μέχρι σήμερα ἔχει φθάσει στήν 21η), διότι παραχάραξε καί νόθευσε, κατά τήν ἱστορική του πορεία, τήν αὐθεντική καί γνήσια πίστη, ἡ ὁποία ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Τριαδικό Θεό ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ. Καινοφανεῖς καί ἀλλότριες πρός τήν πίστη τῆς Ἀρχαίας Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ διδασκαλίες, περί Filioque, πρωτείου καί ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου, κτιστῆς χάριτος κ.ἄ.

Ἀντίθετα, ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία, συνεχίζοντας τήν πορεία τῆς ἀρχαίας Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί διδάσκοντας ἀπαραχάρακτη τήν ἀποκεκαλυμμένη θεία ἀλήθεια, ἔχει τό δικαίωμα καί τήν δυνατότητα σύγκλησης συνόδου ὡς Οἰκουμενικῆς. Ἡ ἀπόφαση καί ἀπόφανση τῆς γνήσιας καί ἀληθινῆς Ἐκκλησίας ἔχει χαρακτήρα οἰκουμενικό. Ἡ διάσταση τῆς οἰκουμενικότητας στήν προκειμένη περίπτωση δέν εἶναι ποσοτική, ἀλλά ποιοτική. Ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία εἶναι, σύμφωνα μέ αὐτά, αὐτάρκης γιά τήν διατύπωση καί τόν καθορισμό τῆς ἀλάθητης καί γνήσιας χρι- στιανικῆς διδασκαλίας, χωρίς τήν ἔγκριση τῶν «δογματισθέντων» ἀπό τή Δυτική Ἐκκλησία.

Ἐάν ἦταν ἀναγκαία μία τέτοια ἀναγνώριση, θά καθίστατο προβληματική καί ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, λόγω τοῦ Filioque. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός, ἐπειδή πρεσβεύει τό Fi­lioque, στρέφεται ad hoc κατά τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Πρέπει σέ τέτοια περίπτωση νά ἀρθεῖ ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Συνόδου αὐτῆς, ἐπειδή ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός δέν συμφωνεῖ ἤ ἀκριβέστερα ἐπειδή παραχάραξε καί νόθευσε τήν ἀποστολοπαράδοτη διδασκαλία, τήν πίστη τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας; Αὐτό θά ἀποτελοῦσε ἄρνηση τῆς ταυτότητας τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Ἀπό ὅσα σημειώθηκαν μέχρι τώρα συνάγεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία δύναται καί δικαιοῦται νά συγκαλέσει Σύνοδο ὡς Οἰκουμενική. Σχετικά δέ πρός τήν μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας, φρονοῦμε ὅτι θά μποροῦσε νά συγκληθεῖ ὡς Οἰκουμενική, ὑπό τήν προϋπόθεσιν ὅτι μεταξύ τῶν θεμάτων της θά ἦταν ad hoc θέματα πίστης, κακοδοξίες καί αἱρέσεις, προκειμένου νά τίς ἐλέγξει, ἀπορρίψει καί καταδικάσει καί παράλληλα νά ἐπικυρώσει τήν διά μέσου τῶν αἰώνων γνήσια ὀρθόδοξη διδασκαλία, τήν διατυπωθεῖσα στίς προγενέστερες Οἰκουμενικές καί Τοπικές της Συνόδους.

Βέβαια οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου γίνονται ἀποδεκτές ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, δηλαδή τήν ὁμόθυμη κοινή γνώμη κλήρου καί λαοῦ. Τό «ἀποφαίνεσθαι» τῆς Συνόδου κρίνει, ἐγκρίνει ἤ κατακρίνει-ἐπικυρώνει ἤ ἀκυρώνει τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τό σύνολο τῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν πού πιστεύουν ὀρθόδοξα, ἡ συνείδηση καί τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀσφαλῶς ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὀρθῆς λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης εἶναι ἡ γνώση καί ἡ βίωση ἀπό τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τῆς ἀπαραχάρακτης ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας (Ν. Ξεξάκη, Ὀρθόδοξος Δογματική, τ. Α΄, Ἀθήνα 2009, σσ. 160-170).

Εὔστοχη εἶναι ἡ ἐπισήμανση, ἡ ἀναφερόμενη στό θέμα τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς Πανορθόδοξης Διάσκεψης, τό ὁποῖο φέρει τόν τίτλο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», σχετικά μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ αὐτῆς πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου».

Ὅταν γίνεται λόγος, περί πολλῶν Ἐκκλησιῶν, παράλληλα πρός τήν Μία Ἐκκλησία, τοῦτο εἶναι ἀποδεκτό ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη ὑπό τήν ἔννοια τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί ὄχι ἐκτός τοῦ χώρου της. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή καί μόνο κατανοεῖται μέ συνέπεια καί ἀκρίβεια ὁ χαρακτηρισμός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς Μίας. Ἀντίθετα ἡ ἀναφορά τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς Πανορθόδοξης Διάσκεψης ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν …» στερεῖται ἀκρίβειας, ἀλήθειας καί ἀντικειμενικότητας. Ἡ ὕπαρξη ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἀναιρεῖ τόν προσδιορισμό καί χαρακτηρισμό τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς Μίας. Ἡ ὀρθή ὁμολογία καί μαρτυρία γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία –τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία– ἀνατρέπεται, ἀκυρώνεται.

Ἡ Ἐκκλησία είναι Μία ὡς σῶμα Χριστοῦ, τό ὁποῖο δέν τεμαχίζεται, δέν διαιρεῖται, ὅπως αὐτό προσδιορίζεται καί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί στήν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, βάσει τῆς ὁποίας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι μία ἐκ τῶν πολλῶν, μία μεταξύ τῶν πολλῶν· εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τοῦτο ἀποτελεῖ βασική δογματική διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Σαφής, ὡς γνωστόν, εἶναι ἡ ἐπισήμανση τοῦ σαρκωθέντα Θεοῦ Λόγου: «… καί ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἅ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καί τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καί γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ἰω. 10, 16). Ἀσφαλῶς στήν ἐπιτέλεση τοῦ θεάρεστου αὐτοῦ καθήκοντος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ καταλλαγή, ἡ ἀγάπη καί τό οἰκουμενικό πνεῦμα, τότε μόνο ἔχουν νόημα καί περιεχόμενο, ὅταν συνυπάρχουν καί συμβαδίζουν μέ τήν ἀλήθεια, προκειμένου νά προκύψουν αὐθεντικά ἀποτελέσματα.

Στό θέμα «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» θά ἀνεμένετο ὄχι ἁπλή ἐνημέρωση στούς διμερεῖς θεολογικούς διαλόγους καί τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (;) γιά θέματα τεχνικῆς καί διαδικαστικῆς φύσης, ἀλλά γιά θέματα πίστης, πού ἀφοροῦν στίς παραχαράξεις καί νοθεύσεις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν Ρωμαιοκαθολικισμό καί Προτεσταντισμό, μέ τίς πολλές του παραφυάδες. Ἐπίσης χρειάζεται ἀκριβέστερη δογματική διατύπωση.

Θεωρῶ ὅτι ἡ μέλλουσα νά συνέλθει, μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, Σύνοδος πρέπει νά ἀποτελέσει τομή οὐσιαστική καί ἀποφασιστική στήν ἱστορική πορεία τῆς ζωῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας –τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς– στόν πνευματικό βηματισμό καί τήν ἀγωνία τοῦ πιστοῦ, μέ τή φωνή τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βρίσκεται καί ἐνεργοποιεῖται μέσα στήν Ἁγία Γραφή καί τήν γνήσια καί ἀκραιφνῆ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δίδοντας μαρτυρία καί ὁμολογία πίστης καθαρῆς καί ἀπαραχάρακτης, γιά νά εἶναι οἱ ἀποφάσεις της αὐθεντικές καί νά συνιστοῦν δῶρο καί εὐλογία Θεοῦ. Νά δώσει ὀρθόδοξη μαρτυρία ἐμπνευσμένη, θεολογική καί ξεκάθαρη στόν πιστό λαό της καί τήν Οἰκουμένη ὁλόκληρη, σύμφωνα μέ τήν προτροπή καί ἐντολή τοῦ Κυρίου: «μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη …» (Ματθ. 28, 19).

Ἡ Σύνοδος νά δώσει τήν ὀρθόδοξη μαρτυρία πρός τήν Οἰκουμένη, μακριά ἀπό κάθε ἐπίδραση παγκοσμιοποίησης, ἐκκοσμίκευσης καί θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ.

Κατακλείοντας τήν σύντομη αὐτή ἀναφορά, δέομαι καί προσεύχομαι, μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς μεγάλης γιορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ Τριαδικός Θεός, διά τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος, νά φωτίσει καί ἐνισχύσει τούς Συνέδρους Ἀρχιερεῖς, προκειμένου νά ἐξετάσουν μέ ἐπιτυχία, μετά ἀπό ἐμπεριστατωμένη συζήτηση, τά διάφορα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θέματα –θεολογικά, διοικητικά, ποιμαντικά κ.ἄ.– καί ἀποφανθοῦν μέ πνεῦμα ἑνότητας, εὐθύτητας, σαφήνειας, μακριά ἀπό ἀσυνέπειες καί ἀντιφάσεις τῶν κειμένων, αὐθεντικά καί θεάρεστα, πρός δόξαν Θεοῦ καί ὠφέλεια τοῦ Πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς, δίδοντας τήν ἁρμόζουσα ἀπάντηση στό ἐρώτημα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας: «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου;» (Ματθ. 16, 13), ἐπισημαίνοντας ὅτι «θεμέλιον … ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός» (Α΄ Κορ. 3, 11).

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σέ λίγο θά μιλήσει, μετά ἀπό πολυετῆ προετοιμασία. Μεγάλη ἡ εὐθύνη, ἐναγώνια ἡ προσδοκία. Εἴθε νά εἶναι ἁγία καί ἀγλαόκαρπη ἡ συγκομιδή τῆς Συνόδου, προβάλλουσα τήν Ἀλήθεια, μέ τήν ἐπενέργεια καί καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας».