ΑΠΟΨΕΙΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΡΗΓΙΝΙΩΤΗΣ

Η συμβολή των Τουρκοκρητικών στην Κρητική μουσική παράδοση

Η συμβολή των Τουρκοκρητικών στην Κρητική μουσική παράδοση,
του Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη

Α. Η καταγωγή των Τουρκοκρητικών.

Είναι πλέον αρκετά γνωστό, νομίζω, ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός της τουρκοκρατούμενης Κρήτης ήταν, στη συντριπτική του πλειοψηφία, ελληνικής καταγωγής, Κρητικοί εξισλαμισμένοι, πολλοί από τους οποίους ξεκίνησαν ως κρυπτοχριστιανοί και σε μερικές γενιές εξισλαμίσθηκαν αληθινά.

Ο γνωστός Κρητικός συγγραφέας Ιωάννης Κονδυλάκης, συγγραφέας του «Πατούχα» και άλλων σημαντικών έργων, στην εφημερίδα «Εστία» 15 και 16.6.1896 (διαρκούσης της Τουρκοκρατίας στο νησί) γράφει τα παρακάτω χαρακτηριστικά: [βλ. Ιωάννη Κονδυλάκη, Τα Άπαντα, εκδ. Αηδών, Αθήναι 1961, σελ. 372-385]

(…) Αναρχία πλήρης διά τους Τούρκους, τρομοκρατία απαραδειγμάτιστος διά τους χριστιανούς. Ο φόνος χριστιανου έμενεν ατιμώρητος, διό οι Τούρκοι εφόνευον πάντα χριστιανόν ζωηρόν, εφόνευον προς απλήν τέρψιν, προς εξάσκησιν εις την σκοποβολήν× ο φόνος τούρκου ετιμωρείτο δι’ εξοντώσεως χωρίου ολοκλήρου χριστιανικού.

Όσοι δε των χριστιανών διέφευγον τον θάνατον υπεβάλλοντο εις σκληροτάτας δοκιμασίας και απανθρώπους εξευτελισμούς (…) Πολλάκις αγάδες, εισερχόμενοι εις τους ναούς εν μέσω της λειτουργίας, απέστελλον τους εκκλησιαζομένους εις αγγαρείας. Άλλλοι ήρπαζον τας νύμφας μικρόν μετά την τέλεσιν του γάμου, φονεύοντες τους γαμβρούς. Τινές δε συγκαλούντες κόρας και γυναίκας, τας υπεχρέωνον να χορεύωσιν ημίγυμναι προς διασκέδασίν των. (…)

Τότε… ο τουρκικός πληθυσμός εδιπλασιάσθη διά πολυαρίθμων aλλαξοπιστιών. Πολλών χωρίων οι κάτοικοι, απαυδήσαντες, μετέβησαν αθρόοι με τον ιερέα των επί κεφαλής και ησπάσθησαν τα δόγματα του Κορανίου. Λέγεται μάλιστα ότι τόσοι διά μιάς μετέβησαν από το Μονοφάτσι, ώστε επιδή ήτο δύσκολον να εκτελεσθή επί τόσων ανδρών η απαιτουμένη εγχείρησις, ο ιμάμης Ηρακλείου ανέγνωσεν απλώς μίαν ευχήν και έπειτα είπε προς τους νεοφωτίστους:

-Άειντε, Τούρκοι!

Και οι χθες ραγιάδες εφόρεσαν το σαρίκι του αγά και… ανέπνευσαν.

Ούτω δε όλος σχεδόν ο πληθυσμός της πεδινής εκείνης επαρχίας εξισλαμίσθη και σήμερον εντός των χωρίων της, μόνον ερειπωμέναι εκκλησίαι ενθυμίζουν ότι οι φανατικοί εκείνοι Τούρκοι υπήρξαν ποτέ χριστιανοί. Κατά τρόπον όμοιον εσχηματίσθη και ο μωαμεθανικός πληθυσμός του Σελύνου, αναμφιβόλως δε και της Αμπαδιάς. Και αν δεν επήρχετο η επανάστασις του 1821 διέτρεχε κίνδυνον η Κρήτη, ή να εξοντωθή ο χριστιανικός αυτής πληθυσμός ή να εξισλαμισθή εντελως. Η επανάστασις εκείνη ανεπτέρωσε το θάρρος των χριστιανών έκτοτε δε αντί ν’ αυξήσει ο τουρκικός πληθυσμός, ήρχισε μάλλον να ελαττούται, επανελθόντων και τινών εκ των εξομωτών εις το πάτριον θρήσκευμα.

Βεβαίως, οι περισσότεροι από τους εξομώτες αλλαξοπίστιζαν μόνο φαινομενικά, ενώ διατηρούσαν κρυφά τη χριστιανική τους πίστη. Έτσι, είχαμε και στην Κρήτη έντονο το φαινόμενο των Κρυπτοχριστιανών, κάποιοι από τους οποίους έλαβαν και ενεργό δράση στις επαναστάσεις (όπως οι Κουρμούληδες) φτάνοντας μέχρι και το μαρτύριο (όπως οι Τέσσερις Μάρτυρες του Ρεθύμνου, καταγόμενοι από τις Μέλαμπες Αγίου Βασιλείου).

Όμως οι περισσότεροι, με την πάροδο του χρόνου, έχασαν την ελπίδα και το θάρρος τους και κατέληξαν οι ίδιοι ή οι απόγονοί τους αληθινοί μουσουλμάνοι, και μάλιστα φανατικοί: αι φυσικαί προς χριστιανούς συγγένειαί των ελησμονήθησαν, η αμάθεια εσκότισε την μνήμην και το λογικόν, το δηλητήριον του μωαμεθανισμού επώρωσε και εσκλήρυνε τας ψυχάς των, η προνομιούχος θέσις των ως δεσποτών τους εμάθυσε και εγέννησεν αυτοίς συναίσθημα τι φυλετισμού… Ήτον δυνατόν αυτοί οι ανδρείοι και υπερήφανοι να έχουν τι το κοινόν προς τους ταπεινούς, τους περιφρονημένους και αθλίους ραγιάδες; (Κονδυλάκης)

Επειδή μάλιστα οι μουσουλμάνοι της Κρήτης δεν τηρούσαν πιστά την απαγόρευση της νέας τους θρησκείας ως προς την πόση (κυρίως) οινοπνευματωδών ποτών, εθεωρούντο «κακοί μουσουλμάνοι» και χαρακτηρίζονταν περιφρονητικά από τους «ανατολίτες Τούρκους» μπουρμάδες (γυρισμένοι, δηλ. εξομώτες), χαρακτηρισμός που χρησιμοποιήθηκε και από τους χριστιανούς του νησιού (βλ. π.χ. Κώστα Μουντάκη, τραγούδι του Αρκαδιού, «Να λέω αέρα μπουρμάδες» κτλ).

Για το θέμα αυτό βλ. και το βιβλίο του Νικολάου Π. Ανδριώτη “Κρυπτοχριστιανικά Κείμενα”, Εθνική Βιβλιοθήκη, δημοσιεύματα της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1974.

Ως προς τον τρόπο ζωής γενικότερα, οι Τουρκοκρητικοί δεν άλλαξαν τη γλώσσα τους ούτε πολλές από τις ασχολίες της καθημερινότητας.

Στο βιβλίο του Γιάννη Δ. Τσίβη Χανιά 1252-1940, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1993,σελ. 111 κ. εξ., διαβάζουμε για τους Τουρκοκρητικούς των Χανίων:

Οι Τουρκοκρητικοί είχαν τα ίδια περίπου ήθη κι έθιμα με τους Έλληνες κατοίκους της Κρήτης. Στους πολέμους ήταν γενναίοι, τηρούσαν την υπόσχεσή τους και συμπεριφέρονταν μεγαλόψυχα στους ασθενείς και στους ανήμπορους. (σσ. Οι «Χανιώτες Τούρκοι» ήταν γνωστοί «μπεσαλήδες», δηλ. έντιμοι και πιστοί στο λόγο της τιμής τους. Αυτό όμως, δυστυχώς, δεν ήταν κανόνας για τους Τουρκοκρητικούς γενικά).

Οι Τουρκοκρητικοί, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, είχαν μια μόνο σύζυγο. Κυριότερη αιτία της μονογαμίας των Κρητικών Μουσουλμάνων ήταν το γεγονός πως οι περισσότεροι ήταν εξισλαμισμένοι Χριστιανοί Ενετοί ή Έλληνες και, από παράδοση, διατήρησαν τη μονογαμία καθώς και πολλά από τα ήθη και έθιμα των συμπατριωτών τους Χριστιανών.

Β. Οι Τουρκοκρητικοί και η μουσική.

Για να επανέλθουμε στον Κονδυλάκη:

(…) οι χοροί των είναι οι κρητικοί και τα άσματά των ελληνικά, όπως δε οι χριστιανοί, και αυτοί συνθέτουν εγκώμια εις τους διαπρέποντας κατά τον πόλεμον. Το τραγούδι ενός τούρκου ήρωος του 66 εξ Ηρακλείου ήρχιζεν ως εξής:

Ντελή Ξεΐνη Αξεδιανέ, είντά ’τονε γραφτό σου
στσ’ Αράδενας το φάραγγα να βρεις το θάνατό σου.

Πολλάκις δε οι «καινούργιοι σκοποί», όταν δεν έρχωνται εξ Αθηνών ή εκ Σμύρνης, οφείλονται εις την μουσικήν επίνοιαν των εν ταις πόλεσι τούρκων και ιδίως των χανουμισσών, αίτινες μάλιστα δεν παραλείπουν και αυτό το έθιμον του κληδωνα.

Ο Τσίβης συμπληρώνει σ’ αυτό το θέμα:

Οι Τουρκοκρητικοί, με συνοδεία των μουσικών οργάνων λύρας, λαούτου και μπουλγαρί, χόρευαν τους ίδιους χορούς που χόρευαν και οι Έλληνες κάτοικοι της Κρήτης, τραγουδούσαν τους ίδιους περίπου σκοπούς, χωρίς τη συντροφιά γυναικών. (σσ. η οποία πιθανόν υπήρχε στις παρέες των Χριστιανών, αφού η θέση της γυναίκας γενικά ήταν διαφορετική).

Πολλοί Τουρκοκρητικοί διακρίθηκαν ως χορευτές και άλλοι έγιναν διάσημοι λυράρηδες και λαγουτιέρηδες.

Γνωστοί Τουρκοκρητικοί που επιδώθηκαν στη μουσική είναι:

1. Ο Χασάν Αγάς ο Χανιώτης, για τον οποίο στο βιβλίο του Γ. Τσίβη (σελ. 111) διαβάζουμε:

Ξακουστός Τουρκοκρητικός λυράρης υπήρξε ο Χασάν Αγάς ο Χανιώτης. Όταν, μερακλωμένος, έπαιζε τη λύρα, γονάτιζε και ακουμπούσε το κάτω άκρο της λύρας στο έδαφος και τότε η λύρα του Χασάν Αγά του Χανιώτη σκορπούσε τέτοιους μελωδικούς ήχους, που «ανάγκαζε τη γη να τρέμει και να χορεύει»… (σσ. το ιδιο παραδίδεται για το μεγάλο λυράρη από την Πλάκα Αποκορώνου Μιχάλη Παπαδάκη ή Πλακιανό . Το παρανόμι «Χανιώτης» το πήρε για να ξεχωρίζει από τους άλλους Τουρκοκρητικούς λυράρηδες.

Ο λυράρης Χασάν Αγάς ο Χανιώτης έζησε στα μέσα του παρελθόντα αιώνα (σσ. εννοεί τον 19ο). Η παράδοση διατήρησε τη μνήμη του για την ασύγκριτη δεξιοτεχνία του στο παίξιμο της ξακουστής λύρας του.

2. Διάσημος χορευτής υπήρξε ο Σελινιώτης Κρητογιανίτσαρος Χουσεΐν Τζίνης (απόγονος εξισλαμισμένου ευγενούς Ενετού). Η παράδοση διάσωσε πως, όταν χόρευε τον πεντοζάλη, ήταν ικανός να κρατά στο δεξί του χέρι έναν τράγο σφαγμένο που άλλοι τον έγδερναν. (Γ. Τσίβης, σελ. 112).

3. Ένας από τους διασημότερους ωστόσο Τουρκοκρητικούς μουσικούς, που το έργο του έχει γίνει σταθμός στην κρητική μουσική παράδοση, ήταν ο Μεχμέτ Μπέης Σταφιδάκης,  θρυλούμενος και ως δημιουργός του σταφιδιανού σκοπού, τον οποίο βλ. στους «Πρωτομάστορες» (ηχογρ. από  Μπαξεβάνη και Καρεκλά)

Κατά τον Τσίβη (σελ. 113-114), υπήρξε ξακουστός γλεντζές, τραγουδιστής, χορευτής και δεξιοτέχνης στο μπουλγαρί.

Γεννήθηκε στα Χανιά το 1878. Το παρανόμι «Σταφιδάκης» το πήρε εξαιτίας που στο νομό Χανίων ήταν σχεδόν ο μόνος γαιοκτήμονας που είχε μεγάλη έκταση σταφιδαμπέλου. Φίλους πολλούς είχε, όχι μόνο Τούρκους, μα και Έλληνες. Ήταν παντρεμένος με μια πλούσια και όμορφη Τουρκοκρητικιά, τη Φατμέ, από την εξέχουσα Τουρκοκρητική οικογένεια των Βεργέρηδων (απογόνων ευγενών Ενετων φεουδαρχών).

…Ο Μεχμέτ Μπέης άρχιζε το γλέντι τραγουδώντας, με το σκοπό που ο ίδιος δημιούργησε, με μαντινάδες που τις περισσότερες αυτοσχεδίαζε την ίδια εκείνη στιγμή. Είχε το χάρισμα του στιχοπλόκου που είχαν και έχουν σήμερα πολλοί Κρητικοί λυράρηδες και γλεντζέδες. Η πρώτη μαντινάδα που τραγουδούσε ήταν πάντα αφιερωμένη στην πολυαγαπημένη του Φατμέ.

Ο σεμπτάς σου μ’ άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου.
Μα να σβήσει δεν μπορεί, γκιουλ μπαξέ κυρά μου.

[Όμως κάποιοι πληροφόρησαν το Μεχμέτ Μπέη πως η αγαπημένη του σύζυγος τον απατούσε με εξέχον μέλος της χανιώτικης τουρκοκρητικής κοινωνίας. Μη μπορώντας να το επαληθεύσει ούτε να το διαψεύσει, ο καλόκαρδος, ως φαίνεται, εκείνος άνθρωπος έδιωξε τη γυναίκα του και μαράζωσε, καταλήγοντας φυματικός. Πριν πεθάνει, την κάλεσε να τη δει για τελευταία φορά. Εκείνη πήγε στο σπίτι του με τους γονείς της. Και συνεχίζει ο Τσίβης (σελ. 114):]

Όταν ο Μεχμέτ Μπέης την αντίκρισε, την κοίταξε στα μάτια και της είπε το εξής τετράστιχο, που αυτοσχεδίασε εκείνη τη στιγμή:

Εγώ ποθαίνω και ξεγνοιώ και συ που ζεις γλιτώνεις.
Κι’ αν έχω δίκιο απάνω σου στον Άδη το πλερώνεις.

Ύστερα μάζεψε όλες του τις δυνάμεις, ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και, μεγαλόφωνα, με τον Σταφιδιανό Σκοπό, αποχαιρέτησε τον κόσμο με το εξής τετράστιχο:

Εσύ μωρέ Καπέ ντουνιά σε μένα μην καυχάσαι.
Μα ’γώ ’μια που σε γλέντησα και τώρα μ’ απαρνάσαι.

Λίγες στιγμές πέρασαν και ο τελευταίος Τουρκοκρητικός τροβαδούρος ξεψύχησε στην αγκαλιά της πολυαγαπημένης του Φατμέ. Το θάνατό του θρήνησαν Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί κάτοικοι Χανίων. Την κηδεία του παρακολούθησε, χωρίς υπερβολές, ολόκληρος ο πληθυσμός. Πέθανε τον Μάη του 1908.

4. Ο δεύτερος μεγάλος Τουρκοκρητικός μουσικός από τα Χανιά, που το έργο του έμεινε ανεξίτηλο στην κρητική μουσική παράδοση, ήταν ο Μουσταφάς Καραγκιουλές (1845-1930;) από τα Καλλεργιανά Κισάμου, δημιουργός του πασίγνωστου συρτού του Καραγκιουλέ, ενός από τα περισσότερο δισκογραφημένα κρητικά μουσικά κομμάτια.

Για τον Καραγκιουλέ διαβάζουμε στο βιβλίο του Αθανασίου Π. Δεικτάκη “Χανιώτες Λαϊκοί Μουσικοί που δεν υπάρχουν πια”, Καστέλλι Κισάμου 1999, σελ. 56-58:

(…) Οθωμανός ήταν πάππου προς πάππου. Ο ανώτερος πολιτισμός των υποδούλων τον κατέκτησε. Έμαθε τη μουσική μας και την υπηρέτησε σωστά. Τρεις τέσσερις τούρκικες οικογένειες συναποτελούσαν τα Μαντονιανά. Ξέχωρα από τη χριστιανική γειτονιά…

Πλούσιος, είχε σαράντα μαζώχτρες στη βεδέμα και πολλούς μετοχάρηδες στα σπαρτά του και τ’ ανοιχτά χωράφια του. Αφανάτιστος. Παραχώρησε κομμάτι από το χωράφι του για να επεκταθεί ο περίβολος της εκκλησίας του χωριού. Ήταν κοντά το αλώνι του. Λυχνίζοντας τ’ άχυρα οι «κουμούρες» έμπαιναν στο χριστιανικό ναό. Μετέφερε αλλού το αλώνι και χάρισε στον Άγιο το χωράφι του. Λέγεται πως ο Άϊ Γιώργης ένα βράδυ τον έδειρε και συμμορφώθηκε.

Μερακλής. Έπαιζε το βιολί του και τραγουδούσε γλυκά σε κάθε χαροκοπιά. Δεν έκανε διάκριση σε χριστιανούς και τούρκους. Σκορπούσε τη γλυκάδα του δοξαριού του σε οντάδες και κατώγια και των δυο αντίπαλων φυλών. Έσβηναν τα μίση, σιγούσαν τα πάθη. Και σε κάποιες περιπτώσεις συνδιασκέδαζαν χριστιανοί και τούρκοι.

Ήταν όμορφος σωματικά. Επιβλητικός, λεβαντάνθρωπος, με ωραίο μουστάκι. Ο μουσαφίρ-οντάς του Καραγκιουλέ σώζεται και σήμερα στα Καλλεργιανά.

(…) Με τις τελευταίες κρητικές επαναστάσεις οι τούρκοι της υπαίθρου κρύφτηκαν στα κάστρα. Έφυγε και ο Καραγκιουλές. Πήγε στο Καστέλλι κι ύστερα στα Χανιά… Ακολούθησε η ανταλλαγή των πληθυσμών. Ο Καραγκιουλές πήγε στη Σμύρνη. Εκεί άνοιξε καφενείο.

Ο Στρατής Βερυκάκης (1898-1968) που πολέμησε στη Μ. Ασία, τραυματίστηκε στην προέλαση. Επέστρεψε στη Σμύρνη και νοσηλεύτηκε στο εκεί νοσοκομείο. Περιφερόμενος στην όμορφη ελληνική πόλη συνάντησε τον Καραγκιουλέ. Τον γνώρισε ο Τούρκος. Είχαν φιλίες με τον πατέρα του, το Χαρίτο. Καθώς βαδίζανε με άλλους δυο στρατιώτες τυχαία έξω από τον καφενέ του, εκείνος τους σταμάτησε:

-Μωρέ σεις, κρητικάκια είστε;

-Ναι, απ’ τα Χανιά!

-μήπως είσαι γιος του Χαρίτο; λέει απευθυνόμενος στο Στρατή.

Τους κέρασε και τους φιλοξένησε. Τους κάλεσε να πάνε και στο σπίτι του. μα δεν πήγαν. Φοβήθηκαν. Ο Καραγκιουλές θα περνούσε τότε τα εβδομήντα. Μιλούσε άνετα τα κρητικά και δεν έκρυψε τη νοσταλγία του για την Κρήτη.

Αχ, του λέει, φύγαμε απ’ τον τόπο μας!

[Στο παραπάνω κείμενο φαίνεται μια ανακολουθία: αν ο Καραγκιουλές πήγε στη Σμύρνη με την ανταλλαγή των πληθυσμών, πώς τον συνάντησαν εκεί οι Έλληνες στρατιώτες κατά την προέλαση; Δε γνωρίζω την εξήγηση που δίδει ο συγγραφέας στο θέμα αυτό απλώς παραθέτω τα στοιχεία.]

5. Πηγαίνοντας προς την ανατολική Κρήτη, συναντούμε «το Σητειακό, ξακουστό σε χωρα και χωριά αψηλόλιγνο Τούρκο λυράρη, το Ναΐμη», για τον οποίο στοιχεία σταχυολογούμε από το βιβλίο του Νίκου Αγγελή “Ενεψίζικα νάκλια (πιπεράτα ανέκδοτα) των Κρητοτούρκων”, εκδ. Σμυρνιωτάκης, Αθήνα 1998, σελ. 185-188:

Ο Ναΐμης ήταν Σητειακός αλλά έδρασε στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο) γύρω στα 1900. Μαρτυρίες που περισυνέλεξε ο Αγγελής από γέρους που τον θυμούνταν τον περιγράφουν ως μεγάλο μουσικό: «Α, ο Ναΐμης ήταν μεγάλος λυράρης, άπιαστος», «ο Ναΐμης μάγευε τον κόσμο με το δοξάρι του». Άλλος θυμάται πως έπαιζε και βιολί και λύρα, άλλος θυμάται μονάχα τα επιφωνήματα του λαού, Τούρκων και Ρωμιών, τριγύριζε μπουλούκι το πατάρι του Ναΐμη. Ένας Τουρκοκρητικός μπέης εσηκώθηκε μια φορά, λέει, από την καρέκλα του και είπε στο λυράρη παρακλητικά: «Αμάν, μπρε Ναΐμη, χαμηλά λιγάκι και βαλαχή επιάστηκε η αναπνοή μου» (σελ. 186).

…Οι ομόθρησκοί του δεν συγχωρούσαν στο Ναΐμη το πως έτρωγε χοίρο κι έπινε κρασί, μπροστά στον κόσμο -γιατί κι αυτοί βέβαια έπιναν κρασί, αλλά …παρέκει! Αλλά όταν άκουγαν την «κοντυλιά» του λύγιζαν και γονάτιζαν τα πόδια τους, γονάτιζε κι η καρδιά τους:

«Χαλάλι σου μπρε Ναΐμη κι ο χοίρος και το κρασί. Αυτά γίνονται μέσα σου τραγούδι του κουζουλαμού» (στο ίδιο).

Ο Ναΐμης δολοφονήθηκε από ομοθρήσκους του όταν, αφού είχε εκμυστηρευθεί στο γενναίο Ηρακλειώτη καφετζή Γιώργη Μπουκαβία «πως αγαπούσε τους Ρωμιούς πιο πολύ από τους Τούρκους, πως η γιαγιά του ήταν Χριστιανή και πως του ’χει μιλήσει για το Χριστό και τους αγίους», έπαιξε δημόσια με τη λύρα του και τραγούδησε το γνωστό εμβατήριο «μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά» (που βασίζεται στο ποίημα «Ο Κλέφτης» του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή), πράγμα που ταπείνωσε και εξόργισε τους ομοθρήσκους του, λίγο καιρό αργότερα βρέθηκε πνιγμένος στο γιαλό της Τρυπητής.

Έκτοτε, συνεχίζει ο Αγγελής, ο καφενές του Μπουκαβία δεν ξέρομε τι έγινε. Ένας γέρος λέει πως ρήμαξε, γιατί δεν έλειπε στιγμή από μέσα του το φάντασμα του πνιγμένου λυράρη. Γιατί δεν άντεχε την απουσία του ο λαός… (σελ. 187).

6. Ο Χουσεΐν (ή Ξεΐν) Ζαρωνάκης ήταν ένας αγράμματος αλλά δεινός μαντιναδολόγος και ριμαδόρος από τη Συκιά Σητείας, άνθρωπος φιλήσυχος, «φιλοσοφημένος και ποιητής» (Αγγελής, σελ. 189). Στοιχεία για τη ζωή και τη στιχουργικό του έργο βρίσκουμε στο προαναφερθέν βιβλίο του Ν. Αγγελή (σελ. 189-192) και σε σχετικό άρθρο του περιοδικού «Μύσων» Σητείας, τομ. Ε΄ (1936), σελ. 64-66.

Οι καλοπροαίρετοι κάτοικοι της Συκιάς και των γύρω χωριών, Τούρκοι και δικοί μας, τον έλεγαν τιμητικά ποιητή. Οι άλλοι όμως οι κακόβουλοι τον έλεγαν «Χαυτομύγια», γιατί ο Χουσεΐν όταν βασανιζόταν να ταιριάσει τη ρίμα του ανοιγόκλεινε παράξενα το στόμα του σαν ν’ άρπαζε τις μύγες απ’ τον αέρα (Αγγελής, σελ. 189-190).

Μαντινάδες του Ζαρωνάκη αναφέρει ο Αγγελής τις παρακάτω:

Μια φορά, λένε, αγανακτισμένος από την αταξία, που επικρατούσε στην επαρχία του, σταμάτησε το άλογο του ομόθρησκού του Διοικητή και του είπε:

Αφέντη, κόψε την κλεψά και το μπαταξιλίκι
κι η γης κι οι Τούρκοι κι Ρωμιοί θέλουν ζαμπιτιλίκι…

(μπαταξιλίκι=αναρχία, ζαμπιτιλίκι=ευταξία)

Στο Γεραπετρίτη Τούρκο μεταπράτη, τσιγκούνη και αισχρολόγο, Αμετάκη (υποκοριστικό του Αχμέτ), που κάποιος άλλος Τούρκος του έκοψε το αφτί γιατί έβρισε την αδερφή του, ο Χουσεΐν είπε:

Αν έσφιγγες το στόμα σου σαν το παραδοσάκι,
θάχες τ’ αφτιά σου και τα δυο, καημένε Αμετάκη.

Την απαράδεκτη συμπεριφορά του χωριανού του γεροντοπαλλήκαρου «Τράβα», που «κάθε τόσο κορτάριζε και μια κοπελοπούλα χωρίς ν’ αποφασίζει να πάρει καμιά», ο Χουσεΐν σχολίασε με τη μαντινάδα:

Στην ώρα ντου ’ναι κι ο σεβντάς σαν τον αθό του Μάη
κι ελόγου σου σιογέρασες, Τράβα, και δε σου πάει.

Από το «Μύσωνα» σταχυολογούμε μερικές αφηγήσεις ακόμη:

Σε συνάντηση του Χουσεΐν με τον πολιτευτή της εποχής Ε. Αγγελάκη στη Σητεία για κάποια δικαστική υπόθεση, όπου παρίστατο και ο Τούρκος γραμματέας του Ειρηνοδικείου Σητείας, προκληθείς ο ποιητής απήντησεν:

Έτσά το φέρανε οι καιροί κι οι μαυρισμένες μέρες
να κρεμαστούν οι γνωστικοί στσοί μαγλινές μασέλες.

(μαγλινός=λείος, χωρίς τρίχες: ο γραμματέας ήταν «σπανός»)

Την ίδια μαντινάδα λένε ότι χρησιμοποίησε και όταν, λίγο πριν το θάνατό του, αναζητούσε τον υπεύθυνο αρχηγό των επαναστατών που πολιορκούσαν τη Συκιά (1897) και παρουσιάστηκε μπροστά του ο νεότατος Εμμ. Χριστοδουλάκης (βλ. και Αγγελή, σελ. 191).

Στον Ιωάννη Γαλανάκη από τα Κρυγιά Σητείας ο Χουσεΐν είχε νοικιάσει ένα βοσκοτόπι, εκείνος όμως του καθυστερούσε την πληρωμή και, για κακή του τύχη, ήταν και υπεύθυνος της πληρωμής του ενοικίου όλων των βοσκών της περιοχής! Έτσι, όταν για μια φορά ακόμη επεκαλέσθη δικαιολογίας μη πληρωμής αβασίμους, του απάντησεν ο ποιητής:

Κύριε Γαλανάκη,
κάθ’ εορτή, κάθε λαμπρή τη μ-παίζουν την καμπάνα
στο κάθε ενδεχόμενο, εσύ ‘σαι η τάβλα μάνα!

(δηλ. είστε ο μόνος υπεύθυνος να πληρώσετε. Tάβλα-μάνα=σπίτι που φιλοξενεί διαρκώς ξένους ή φίλους, ώστε η τάβλα, το τραπέζι, τροφοδοτεί σαν μητέρα συνεχώς τους προσερχομένους)

Σε κάποιο καφενείο της Συκιάς κοιμόταν στην καρέκλα ένας νέος, Χριστιανός, από τα Πεύκα Σητείας× στον ύπνο όμως του έφυγαν αέρια. Το έμαθε ο Χουσεΐν και σχολίασε:

Για πέτε μου είντα γίνηκε κειονά το Πευκιανάκι
απού ’βγαλε κι εκέρασεν από το πισωφλάσκι.

Μα μοναχός του κέρασεν αυτός τον απατό ντου,
γιατί κιανείς δεν ήθελε να πιεί από το πιοτό ντου…

Ο Χουσεΐν σκοτώθηκε το 1897, στη «σφαγή της Συκιάς», πριν την εκπόρθηση από τους επαναστάτες του τζαμιού στο οποίο ήταν κλεισμένοι οι Τούρκοι, οι χωριανοί του τού πρότειναν να φύγει και να σωθεί, λόγω του καλού χαρακτήρα του× εκείνος ζήτησε να φύγουν μαζί και τα παιδιά του «αλλά τούτου αδικαιολογήτως μη γενομένου δεκτού υπό των επαναστατών, ο Ζαρωνάκης συνεμερίσθη εκουσίως την τύχη των οικείων του και των λοιπών ομοεθνών του» («Μύσων», σελ. 64-65).

Είναι λυπηρόν ότι οι πολιορκηταί του τζαμιού απέρριψαν την πρότασιν του Ξεΐν Ζαρωνάκη, ποιητού, αγρότου μεν και αγραμμάτου, αλλά του οποίου η καρδιά περιέκλειεν αισθήματα ανθρωπισμού, η δε συνείδησίς του είχεν επίγνωσιν του καθήκοντος εν ώρα μάλιστα υψίστου κινδύνου. Ως ποιητής καθ’ εκάστην εδίδασκε διά των στίχων του το καθήκον και εκαυτηρίαζε και έσκωπτε τας παρεκτροπάς των συνεπαρχιωτών του. Ο εθνισμός δεν του επηρέαζε τας ορθάς σκέψεις. Ούτω διά του εκουσίου θανάτου του επεσφράγισε τας ιδέας του και απέδειξε την ανωτερότητά του (στο ίδιο).

7. Ο Γεραπετρίτης Τουρκοκρητικός Αλή Σουμάνης ήταν, κατά το βιολάτορα Βαγγέλη Βαρδάκη (βλ. το ένθετο του ψηφιακού δίσκου του «Ανατολικά της Κρήτης», Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι 2001, S.A.644) ο σπουδαιότερος βιολάτορας στην ανατολική Κρήτη τις αρχές του 20ού αιώνα. Ήταν κουβαρντάς και λεβάντης. Συνήθιζε να παίζει στα πανηγύρια των χριστιανών και τα μπαξίσια που του έδιναν τα δώριζε στην εκκλησία που γιόρταζε. Έπαιζε πολλές χαρακτηριστικές μελωδίες που ακόμα και σήμερα οι παλιοί Γεραπετρίτες βιολάτορες τις λένε «κοντυλιές του Αλή».

Μια απ’ αυτές κατέγραψε ο Καλογερίδης το 1912 και ο Δεληβασίλης τη δεκαετία του 1930. Ο Δερμιτζογιάννης την ηχογράφησε σε δίσκο 45 στροφών τη δεκαετία του 1960, όπου από λάθος στην ετικέτα γράφτηκε «χορός της νύφης», πράγμα που μπέρδεψε κάποιους μεταγενέστερους ερευνητές. Το σκοπό αυτό βλέπε στο CD του Δερμιτζογιάννη στη σειρά «Πρωτομάστορες» και στο CD του Δημήτρη Σγουρού «Τα Σα εκ των Σων» (και τα δύο από το Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι), καθώς και στο αναφερόμενο εδώ του Βαγγέλη Βαρδάκη.

Σαν επίλογος.

Αντί για επίλογο δημοσιεύουμε την επιστολή κάποιας Ηρακλειώτισσας Τουρκοκρητικιάς προς τον αδελφό της που ζούσε στη Σχεντιρία, δηλαδή την Αλεξάνδρεια. Tη βρήκαμε στον τόμο Γ΄ του περιοδικού «Μύσων» (1934), σελ. 14. αποκαθιστούμε την ορθογραφία για τη διευκόλυνση των αναγνωστών μας:

Προσκυνίσματα σε λόγου σου, αδελφέ μου Πιλάλ μπέη εφέντη, από την αδελφή σου Νασιπέ χανούμη και από τον ανεψιόν σου Μεηχμέτ εφέντη και φιλεί τα χέρια σου και τα πόδια σου.

Μάτια που δε θωρούνται
γοργό ξελησμονούνται.

Μακρά ’πό ’πά έχω τις χαρές και ποιος θα μου τις φέρει,
ό,τι κι αν έχω βρίσκουνται στου αδελφού το χέρι.

Αδελφέ μου, το γνωρίζεις καλά ότι εχήρεψα και δεν έχω άλλον παρά τον Θεό και του λόγου σου και όλες οι ελπίδες μου κρέμουνται εις εσένα.

Χάρ’ άνοιξε τον τάφο μου και δέξου το κορμί μου,
εσβήσθηκε η αγάπη μου, ας σβήσει κι η ζωή μου.

Δε θέλω, αδελφέ μου, άλλο από του λόγου σου, μόνο να λαβαίνω το γράμμα σου συχνά διά να μαθαίνω την υγείαν σου, διότι δεν έχω άλλον αδελφόν, μόνο του λόγου σου, και όταν μαθαίνω ότι είσαι καλά αναπέβονται οι πόνοι της καρδιάς μου και νά ’τονε τρόπος να σε δω διά να ησυχάσω.

Προσκυνίσματα και στον ανεψιόν μου τον Τεφίκ Μπέη.

Βιβλιογραφία.

  • περιοδικό «Μύσων» Σητείας, τόμ. Γ΄, 1934, και τομ. Ε΄, 1936.
  • Ιωάννη Κονδυλάκη, Τα Άπαντα, εκδ. Αηδών, Αθήναι 1961.
  • Νικολάου Π. Ανδριώτη Κρυπτοχριστιανικά Κείμενα, Εθνική Βιβλιοθήκη, δημοσιεύματα της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1974.
  • Γιάννη Δ. Τσίβη Χανιά 1252-1940, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1993.
  • Νίκου Αγγελή Ενεψίζικα νάκλια (πιπεράτα ανέκδοτα) των Κρητοτούρκων, εκδ. Σμυρνιωτάκης, Αθήνα 1998. Αθανασίου Π. Δεικτάκη Χανιώτες Λαϊκοί Μουσικοί που δεν υπάρχουν πια, Καστέλλι Κισάμου 1999. Βαγγέλη Βαρδάκη, ένθετο του ψηφιακού δίσκου του «Ανατολικά της Κρήτης», Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι 2001, S.A.644