ΑΠΟΨΕΙΣ

Η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας

Λένε ότι η «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας είναι ο τουρισμός. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι το πιστοποιητικό θανάτου μιας χώρας που κάποτε είχε εργοστάσια, ναυπηγεία, βιομηχανία. Σήμερα, έμεινε μόνο να νοικιάζει δωμάτια και να σερβίρει καφέδες στους επισκέπτες. Ό,τι χτίστηκε με κόπο και ιδρώτα, ξεπουλήθηκε, απαξιώθηκε ή καταστράφηκε.

Ο μικρός ιδιοκτήτης, αυτός που κληρονόμησε το σπιτάκι από τον παππού του, δεν το χαίρεται πια. Το βάζει στο Airbnb για να πληρώσει τους φόρους, τα έξοδα, τα χαράτσια. Ο ίδιος ο Έλληνας έγινε νοικάρης της ζωής του, φυλακισμένος σε μια καθημερινότητα που δεν του αφήνει περιθώρια να χαρεί ούτε μια βόλτα στην ταβέρνα με την οικογένειά του. Και όταν βρίσκει μια προσωρινή ανάσα, έρχονται οι κανονισμοί και τα νέα μέτρα να του κλείσουν και αυτή τη διέξοδο.

Στο μεταξύ, οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες έχουν βρει τη λύση: θα μαντρώσουν τον τουρίστα μέσα, θα τον ταΐσουν, θα τον ποτίσουν, και δεν θα αφήσουν ούτε ένα ευρώ να φτάσει στο περίπτερο, στο καφενείο, στην ταβέρνα. Ο μικρός επιχειρηματίας πεθαίνει αθόρυβα.

Κι όταν ο Έλληνας δεν αντέχει άλλο, εμφανίζεται η γνωστή ουρά: Γερμανοί κι άλλοι πρόθυμοι επενδυτές, μετρητά στο χέρι, για να αγοράσουν «κοψοχρονιά» αυτό που κρατούσαν γενιές ολόκληρες. Το σπίτι που χτίστηκε με κόπους, το χωράφι που φυλάχτηκε σαν κόρη οφθαλμού, γίνεται ξαφνικά «ευκαιρία επένδυσης».

Δεν είναι η πρώτη φορά. Λίγο πριν την Καταστροφή της Σμύρνης, οι Γερμανοί αγόραζαν τα καλύτερα μαγαζιά, οι τράπεζες τους άνοιγαν τον δρόμο και μετά ήρθε η καταστροφή. Σήμερα, το μοτίβο επαναλαμβάνεται. Τυχαίο; Δύσκολο να το πιστέψει κανείς.

Και εμείς; Στεκόμαστε άπραγοι. Παρακολουθούμε, γκρινιάζουμε, αλλά δεν αντιδρούμε. Αναρωτιόμαστε «τι μας σταματάει». Η απάντηση είναι σκληρή: τίποτα δεν μας σταματάει, εκτός από την ίδια μας τη συνήθεια να υποτασσόμαστε. Αν δεν σπάσει αυτή, τότε θα συνεχίσουμε να πουλάμε ό,τι έμεινε, ώσπου να μην υπάρχει ούτε σπιτάκι, ούτε ταβέρνα, ούτε πατρίδα.

«Η Άγνωστη ΚΧ»