Γαβριήλ Κλάδος (1910-1985)
Μοναχός στη Μονή Αρκαδίου
(Καταγραφή από τον Κωστή Σπ. Νικολουδάκη)
του Κώστα Κατσιράκη
Κατά το έτος 1910 γεννήθηκε στο χωριό Λιβάδια της επαρχίας Μυλοποτάμου, ένα αγόρι, που οι γονείς του, του έδωσαν το όνομα Αντώνης.
Ήτανε ο Αντώνης ένα από τα τέσσερα παιδιά του περίφημου Βασίλη Κλάδου, που είχε ριζώσει σαν αγριοκυπάρισσος εκεί στα Λιβάδια, μέλος αξιόλογο κι αυτός της μεγάλης γενιάς των Κλάδων, που μέχρι και σήμερα, στον κάθε ιστορικό σταθμό της πατρίδας μας, δεν παρέλειψε να δώσει κι εκείνη αξία το παρόν της.
Γράμματα ο Αντώνης Κλάδος δεν έμαθε στο σχολείο, γιατί μόλις που είχε αρχίσει να πηγαίνει ένας δάσκαλος που μόνο αφελή μπορεί να τον χαρακτηρίσει κανείς, τον ανάγκασε κάποια μέρα να πει μια λέξη που στη γλώσσα του δεν έστρωνε. Στο άκουσμα της, τα παιδιά όλα του σχολείου, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και μαζί τους και ο δάσκαλος.
Ο μικρός Αντώνης μπροστά σε τέτοιο «ξεγιβέντισμα» πήδησε από το παράθυρο, έφυγε σαν άλλος Πατούχας στα βουνά, με την απόφαση κι εκείνος να μην ξαναδιασκελίσει το κατώφλι του σχολείου.
Κι αλήθεια στο σχολείο δεν ξαναπάτησε, βρήκε όμως αργότερα τρόπο, να μάθει μόνος του να διαβάζει, και κάποιος φίλος μου που έτυχε να τον γνωρίσει κάποιο πρωινό που ανεβήκαμε μέχρι το μοναστήρι κι ακούσαμε τις απόψεις του σε γενικά και ειδικά θέματα και έμαθα αργότερα πως στο σχολείο δεν είχε πάει, μου είπε χαρακτηριστικά:
Γιατί να μην έχει πάει μέχρι την Τρίτη Γυμνασίου για να κυβερνά σήμερα την Ελλάδα!!!
Και ο υψηλών προδιαγραφών επιστήμονας φίλος μου πίστευε απόλυτα στα λόγια του.
Ο νεαρός λοιπόν Αντώνης Κλάδος δεν έμαθε γράμματα στο σχολείο του χωριού του. Μα σάμπως είναι και ο μόνος αυτή την εποχή;
Εξάλλου το επάγγελμα του βοσκού που διάλεξε μόνο του, δεν είχε και τόση ανάγκη από γράμματα. Τον έφτανε μόνο εκείνο που από τα χαρακτηριστικά και μόνο μπορούσε να ξεχωρίσει ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, τα δικά τους αιγοπρόβατα, να αρμέγει και να τυροκομά από τότε που ήτανε ακόμα μικρός, να ρίχνει στο σημάδι και να μένει ανίκητος στο πάλεμα, ανάμεσα στους άλλους συνομήλικούς του.
Δεν ξέρουμε αλήθεια ποιοι παράγοντες συντελέσανε για να σκεφτεί και να αποφασίσει ο Αντώνης τη μοναχική ζωή. Φαίνεται όμως πως κοντά στ’ άλλα έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτό και η μνήμη κάποιου ήρωα, που ο μικρός Αντώνης ένοιωθε την τραγική μορφή του να πλανάται μέσα και γύρω από το σπίτι τους, κι ας μη τον είχε γνωρίσει εκείνος ποτέ.
Πρόκειται για το θείο του Γαβριήλ Κλάδο ηγούμενο του Αρσανίου, που στις 5 Μαρτίου 1897 έπεσε πολεμώντας ηρωικά στην πολυθρύλητη μάχη του Μαρουλά δείτε που είναι ο Μαρουλάς Ρεθύμνης .
Πήγε λοιπόν κι ο Αντώνης Κλάδος στο ιστορικό Αρκάδι δείτε που είναι η Μονή Αρκαδίου, φόρεσε το τζουμπέ του μοναχού και πήρε καλογερικό όνομα, το όνομα του θείου του Γαβριήλ (Γαβρίλης), που για το Αρκάδι δεν πάει να είναι και το όνομα του θρυλικού Ηγούμενου στην επανάσταση του 1866 Γαβριήλ Μαρινάκη.
Αργότερα του ανατέθηκε από το «Ηγουμενικό συμβούλιο» η αρμοδιότητα του «κουραδονόμου» δηλ. του καλόγερου εκείνου. που έπρεπε να φροντίζει για τα κοπάδια του μοναστηριού (φύλαξη των ζώων, βοσκή, άρμεγμα, τυροκόμηση, προώθηση για πούληση τυριών και ζώων). Η έντονη προσωπικότητα του, οι αμέτρητες γνωριμίες του, οι τόσοι και τόσοι φίλοι του κι εκείνο το διαπεραστικό του βλέμμα, που διαπερνούσε τη σκέψη κι έβρισκε ολοκάθαρη την αλήθεια, αδιάφορο από τι του έλεγε όποιος συνομιλούσε μαζί του, προστάτεψαν χρόνια και χρόνια τα κοπάδια του μοναστηριού.
Μα ο αγράμματος υποτίθεται Γαβρίλης γίνεται με το καιρό διάσημος. Το ανάστημά του, η λεβεντιά του, το αρρενωπό παράστημα του, κι εκείνο το αετίσιο βλέμμα του εντυπωσιάζουν. Όποιος φτάσει στο μοναστήρι κι έχει κάτι ακούσει για λόγου του, επιθυμεί να τον γνωρίσει. Κι εκείνος με ευχέρεια ευρωπαίου διπλωμάτη δέχεται τους πάντες και συνομιλεί με Υπουργούς και Πρωθυπουργούς, με βιομηχάνους και εφοπλιστές, με λόγιους και συγγραφείς με την ίδια ευκολία που, κουβεντιάζει με τους απλούς χωρικούς, τους άλλους καλόγερους, τους βοσκούς του μοναστηριού.
Είχανε ισχυρισθεί πολλοί απ’ εκείνους που τον είχανε γνωρίσει από κοντά πως ο φόβος και η δειλία ήτανε αισθήματα άγνωστα σε κείνον.
Τα χρόνια περνούσαν, η πείρα πρόσθετε μέρα με τη μέρα στη μάθηση του, και η δυνατή αντίληψη του ήτανε έτοιμη στην κάθε περίπτωση να κρίνει και να διαλέξει το σωστό. Ο ορθολογισμός που οι άλλοι αποκτούνε με πολύχρονες μελέτες και μεγάλες προσπάθειες, είχε γίνει κτήμα δικό του από κάποια θεία φύση. Έζησε στο μοναστήρι πάνω από μισό αιώνα. Γνώρισε κόσμο και κόσμο, απόκτησε φίλους, από ανθρώπους άσημους κι απλοϊκούς, μέχρι διάσημους και πολυτάλαντους κι όλους αυτούς τους εκτιμούσε και τους υπολόγιζε. Πίστευε πως για τον καθένα οι φίλοι είναι θησαυρός ανυπολόγιστης αξίας.
Είχα κι εγώ γνωρίσει τον περίφημο καλόγερο. Τον είχα επισκεφτεί στο κελί του και πολλές φορές κάτω από την κληματαριά του κελιού του τον είχα ακούσει να αναπτύσσει τις θεωρίες του για τη ζωή και το θάνατο, για το μοναστήρι και τους θρύλους που το περιμαζώνουν, για τα κοπάδια του μοναστηριού και τους βοσκούς του, για τα ολοκαυτώματα που γίνονται κάθε τόσο για χάρη της.
Έτσι μέσα σε άκρες εγώ, είχα γνωρίσει στο πρόσωπο του το δυναμικό καλόγερο, τον άνθρωπο θαύμα με τις αμέτρητες γνωριμίες, το βοσκό που γνώριζε ένα και ένα όλα τα αιγοπρόβατα του μοναστηριού, τον απροσκύνητο αντάρτη του βουνού, το φιλόσοφο που είχε τις απόψεις του για κάθε θεωρία και πράξη. Δεν είχα όμως ποτέ μου αντιληφθεί – ο ίδιος δε μου είχε κάνει κουβέντα ποτέ γι’ αυτό- πως κοντά στ’ άλλα ο άνθρωπος αυτός διέθετε και θαυμάσιες ικανότητες ποίησης.
Δεν ήμουνα όμως μόνος εγώ που το αγνοούσα. Κάποια σκουντουφλιασμένη μέρα το 1985, που ο Γαβριήλ Κλάδος έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, αφήνοντας πόνο και συντριβή στους φίλους του και στους δικούς του, πολλοί άνθρωποι του στενού του κύκλου, αγνοούσανε τελείως τα ποιητικά του χαρίσματα.
Περάσανε κάμποσα χρόνια από τότε. Πριν από μερικές μέρες ο Κωστής Σπ. Νικολουδάκης από την Ελεύθερνα, που μένει σήμερα στη Φλώρινα, έστειλε στην εφημερίδα Μυλοποταμίτικα Νέα, το παρακάτω ποίημα, που όπως μας λέει ο ποιητής το είχε στο κελί του και του το έδωσε λίγο πριν πεθάνει:
Εξέχασα όσα κάτεχα και πράγμα δε θυμούμαι,
στα βάσανα βραδιάζομαι και τσι καημούς κοιμούμαι.
Χρόνια πολλά πρωτύτερα κι εγώ δε ξέρω πόσα,
είχα μια σκέψη καθαρή και μια αιθέρια γλώσσα.
Μα τώρα δεν αισθάνομαι ανάγκη για να ζήσω,
και το γιατί μη θέλετε να σας το εξηγήσω.
Μπορούσα δυο μερόνυχτα να τρώω και να πίνω,
τώρα μου βάνουνε φαΐ και το μισό αφήνω.
Έτρωγα ότι έβρισκα και ότι ήθελε μου λάχει,
τώρα και το κοτόπουλο καθίζει στο στομάχι.
Επίσης πρέπει να σας πω και να σας ομολογήσω,
στα μάλλινα τυλίγομαι για να μην κρυολογήσω.
Είχα μαλλιά κατάμαυρα και πρόσωπο φεγγάρι,
και το κορμί μου ζύγιζα με λεβεντιά και χάρη.
Πονούσα και υπέφερα για τα στραβά του κόσμου,
ο ξένος πόνος ήτανε πολλές φορές δικός μου.
Όλες τις δύσκολες δουλείες τις είχα για παιχνίδια,
τώρα που σαραβάλιασα με ζώσανε τα φίδια.
Εις το σημάδι έριχνα και μοίραζα τη τρίχα,
τώρα μου δίνουνε ψωμί και γυρεύω ψίχα.
Παρών εδώ, παρών εκεί, παρών απάνω κάτω,
τώρα παραμερίστηκα σα ραγισμένο πιάτο.
Για τα κοινά ζητήματα δεν έμενά οπίσω,
τώρα και τα παπούτσια μου δε σκύβω να γυαλίσω.
Πάνε οι συγκινήσεις μου και τα αισθήματά μου,
θλιμμένα και αδιάφορα τραβώ τα βήματά μου.
Πάνε τα ξεφαντώματα αγαπητοί μου φίλοι,
τώρα με το φασκόμηλο και το χαμομήλι.
Αυτά λοιπόν εσκέφτηκα ίσως και άλλα τόσα,
μα δε μπορώ να σας τα πω ξεράθηκεν η γλώσσα.