ΑΠΟΨΕΙΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΡΗΓΙΝΙΩΤΗΣ

Ιησούς Χριστός, ο νέος Αδάμ – Ο Νυμφίος της Εκκλησίας

Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

Στην Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο του προφήτη Δανιήλ, περιγράφεται ένα όραμά του, στο οποίο προείδε την έλευση (τον ερχομό) του μελλοντικού – τότε – Μεσσία και διαπίστωσε ότι είχε μορφή «υιού ανθρώπου» (Δανιήλ, 7, 13-14). Η έκφραση «υιός ανθρώπου» είναι γνωσσικός ιδιωματισμός προερχόμενος από την εβραϊκή γλώσσα και σημαίνει «άνθρωπος»· θέλει συνεπώς να πει ότι ο Μεσσίας θα είναι άνθρωπος. Από τότε όμως ο χαρακτηρισμός «υιός του ανθρώπου» καθιερώθηκε ανάμεσα στους Ιουδαίους ως ένας τίτλος του αναμενόμενου Μεσσία.

Στα ευαγγέλια βλέπουμε πάμπολλες φορές ο Ιησούς Χριστός να χαρακτηρίζει έτσι τον εαυτό του. Όταν λοιπόν ονομάζει τον εαυτό του «ο υιός του ανθρώπου» αφήνει να εννοηθεί στους ακροατές του ότι εκείνος είναι ο αναμενόμενος (π.χ. Ματθ. 10, 25, Μάρκ. 2, 10, Λουκ. 9, 56, Ιωάνν. 12, 23, και σε δεκάδες άλλα σημεία των ευαγγελίων).

Φυσικά, οι χριστιανοί αποδεχόμαστε 100% ότι ο Χριστός είναι άνθρωπος· μάλιστα η Εκκλησία αγωνίστηκε έντονα τους πρώτους αιώνες για να υποστηρίξει αυτή την πεποίθηση έναντι ομάδων, που υποστήριζαν ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν «καθαρό πνεύμα», που εμφανίστηκε απλώς παίρνοντας εξωτερικά και φαινομενικά τη μορφή ανθρώπου (αυτό υποστήριζαν οι γνωστικοί, οπαδοί ενός πολύμορφου θρησκευτικού κινήματος των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού), ή ότι ήταν αρχικά άνθρωπος, αλλά η θεϊκή φύση του ήταν τόσο ισχυρή, ώστε απορρόφησε και εξαφάνισε την ανθρώπινη (αυτό υποστήριζαν οι μονοφυσίτες). Η ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την ένωση των ανθρώπων με τον Θεό, όπως βέβαια και η θεϊκή φύση του· οι χριστιανοί θεωρούμε ότι ο Χριστός έχει δύο φύσεις, ότι είναι «τέλειος» (δηλ. πλήρης) Θεός και «τέλειος» άνθρωπος, όπως είπαμε και προηγουμένως.

Ο νέος Αδάμ

Ο απόστολος Παύλος γράφει ότι εξαιτίας του πρώτου Αδάμ όλοι πεθαίνουν, ενώ εξαιτίας του  «έσχατου Αδάμ» όλοι θα πάρουν ζωή. Ότι ο πρώτος άνθρωπος είναι από τη γη, χωματένιος (χοϊκός), και όσοι τον ακολουθούν είναι χοϊκοί, ενώ ο δεύτερος άνθρωπος, ο Κύριος, είναι επουράνιος και όσοι τον ακολουθούν γίνονται επουράνιοι (Α΄ προς Κορινθίους, κεφ. 15, στίχοι 22 και 45-48).

Ο Ιησούς Χριστός, στην Καινή Διαθήκη, σε ύμνους και σε κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, χαρακτηρίζεται «νέος Αδάμ»«δεύτερος Αδάμ»«έσχατος Αδάμ» (έσχατος = τελευταίος), ενώ η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται «νέα Εύα». Ποια είναι η σημασία αυτών των χαρακτηρισμών;

Η σημασία τους είναι ότι ο Θεός «ανακαίνισε» την ανθρωπότητα, την έκανε καινούργια· έφερε σε ύπαρξη μια νέα ανθρωπότητα, της οποίας «πρωτόπλαστος» και γενάρχης είναι ο ίδιος ο Υιός του Θεού, το ένα από τα Πρόσωπα της Θεότητας, που έγινε άνθρωπος όμοιος με εμάς σε όλα, εκτός από την αμαρτία. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνουμε εμείς θεοί», «ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο υιό του Θεού» λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας για το θέμα αυτό. Η νέα αυτή ανθρωπότητα είναι οι χριστιανοί και η συγγένεια των μελών της δεν είναι απλώς φυσική, αλλά πνευματική· δεν είναι αναγκαστική, όπως εκείνη που εξαρτάται από τους φυσικούς νόμους, αλλά αποτέλεσμα πρόσκλησης, γιατί οι άνθρωποι είμαστε προσκεκλημένοι από τον Θεό να ενταχθούμε σ’ αυτήν («άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς» λέει ο Χριστός στην αρχή μιας παραβολής, Λουκ. 14, 16· είμαστε «κλητοί άγιοι» γράφει πολλές φορές ο απόστολος Παύλος, δηλ. καλεσμένοι για να γίνουμε άγιοι) και βέβαια τα μέλη της δεν είναι απλώς μονάδες, αλλά σύνολο, κοινωνία, «ένα σώμα» όλοι μαζί, με κεφαλή τον Χριστό και μέλη (ξεχωριστά και διαφορετικά, αλλά ισότιμα και ενωμένα) όλους εμάς – με άλλα λόγια, είναι «Εκκλησία», δηλαδή κοινωνία προσώπων (Παύλος, Α΄ προς Κορινθίους, 12, 12-27).

Όπως στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται ότι ο Θεός «από την πλευρά του Αδάμ» δημιούργησε την Εύα, «τη μητέρα όλων των ζώντων», έτσι και στην Καινή Διαθήκη από την πλευρά του νέου Αδάμ, του Ιησού Χριστού, δημιουργείται συμβολικά η νέα ανθρωπότητα, η Εκκλησία: όταν ο Ιησούς είχε ξεψυχήσει στον σταυρό, ένας Ρωμαίος στρατιώτης πλήγωσε το σώμα του με τη λόγχη του στην πλευρά (στο πλευρό), για να διαπιστώσει αν όντως είχε πεθάνει· και από την πληγή αυτή, σύμφωνα με το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, έρευσε αίμα και νερό («ευθέως εξήλθε αίμα και ύδωρ», Ιω. 19, 34) [1]. Το ευαγγέλιο δεν ερμηνεύει το στιγμιότυπο αυτό, αν και τονίζει ότι προέρχεται από αυτόπτη μάρτυρα («και ο εωρακώς μεμαρτύρηκεν…», στον αμέσως επόμενο στίχο). Οι Πατέρες της Εκκλησίας όμως το ερμηνεύουν ως προτύπωση της νέας ανθρωπότητας, της Εκκλησίας, συνδέοντας το αίμα με τη θεία κοινωνία και το ύδωρ με το βάπτισμα, δηλαδή τις δύο θεμελιώδεις χριστιανικές τελετές, με τις οποίες κάποιος εισάγεται και παραμένει στον χριστιανισμό.

Όπως εξάλλου, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, η γυναίκα πρώτη διέπραξε το προπατορικό αμάρτημα και κατόπιν, με παρακίνηση δική της, ο άνδρας, έτσι στην Καινή Διαθήκη οι γυναίκες βρίσκουν το θάρρος να πάνε στον φρουρούμενο τάφο του Χριστού, και μάλιστα ενώ ήταν νύχτα ακόμη, εκείνες πρώτες πληροφορούνται την είδηση της ανάστασής του – αρχικά από άγγελο και στη συνέχεια τον συναντούν – και εκείνες τη μεταφέρουν στους άνδρες.

Όπως στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται ότι η Εύα απέρριψε την εμπιστοσύνη στον Θεό και έδωσε πίστη στον διάβολο (στον «όφι»), στην Καινή Διαθήκη η «νέα Εύα» (η Θεοτόκος), με ελεύθερη βούληση, μετά από αμφιβολία και συζήτηση με τον αρχάγγελο (με έναν φωτεινό όμως τώρα άγγελο, όχι σκοτεινό), αποδέχεται με εμπιστοσύνη την πρόσκληση του Θεού και απαντά καταφατικά (κατά Λουκάν, 1, 26-38, όπου η διήγηση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου). Γι’ αυτό η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται «των δακρύων της Εύας η λύτρωσις» (στους Χαιρετισμούς) και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Αλλά μηδείς, παρακαλώ, του λοιπού λοιδορείτω την Εύαν. Η γαρ αγία Θεοτόκος την ύβριν αυτής απεγράψατο» («Αλλά κανείς, σας παρακαλώ, να μην κατηγορεί πια την Εύα, γιατί η αγία Θεοτόκος εξαφάνισε την αμαρτία της», Patrologia Graeca, τόμος 95, στήλη 1332).

Ας σημειώσουμε ότι η «νέα Εύα» είναι η Μητέρα του νέου Αδάμ, διότι, όπως στη διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης η Εύα δημιουργήθηκε από το σώμα του Αδάμ, έτσι τώρα ο νέος Αδάμ δημιουργείται από το σώμα της νέας Εύας (ο Ιησούς γεννιέται από τη Θεοτόκο). Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται ο κύκλος της δημιουργίας του ανθρώπου και θεμελιώνεται θεολογικά η ισοτιμία των δύο φύλων, ώστε να μην αυταπατάται το ανδρικό («ίνα μη μέγα φρονήση ο Αδάμ») ότι το γυναικείο γένος «του χρωστάει κάτι» (άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος).

Η υπακοή του Χριστού

Η συμπεριφορά του νέου Αδάμ, του Ιησού, ανέτρεψε τη συμπεριφορά του «πρώτου Αδάμ». Ο πρώτος, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, έλαβε μια (και μόνη) εντολή από τον Θεό, να μη φάει από τον καρπό του «δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού» (ερμηνεύεται ως η τελική επιλογή του κακού, λόγω της αλαζονείας του ανθρώπου για δύναμη – ο «όφις» έπεισε τους πρωτοπλάστους να φάνε λέγοντάς τους «θα είστε σαν θεοί», Γένεσις, κεφ. 3, στίχ. 5). Η τήρηση αυτής της μοναδικής εντολής γενικά δεν ήταν δύσκολη· όμως την παρέβη και απομακρύνθηκε από τον Θεό, και μαζί μ’ αυτόν ολόκληρη η ανθρωπότητα (αναζητούσε τον Θεό, αλλά δε γνώριζε πια πώς να Τον βρει). Ο δεύτερος Αδάμ έλαβε επίσης μία εντολή από τον Θεό: να αφήσει τους εχθρούς του να τον μεταχειριστούν όπως θέλουν! Να μη διαφύγει τη σύλληψη, αν και γνώριζε ότι θα συνέβαινε, και να μην υπερασπιστεί τον εαυτό του, παρά τις ασύλληπτες θαυματουργικές δυνάμεις του.

Ο Ιησούς ως άνθρωπος ένιωσε τον φόβο και την αγωνία κάθε φυσιολογικού, θα λέγαμε, ανθρώπου – ακριβώς γιατί ήταν αληθινός άνθρωπος και όχι φαινομενικός. Στην κήπο της Γεσθημανή, όταν περίμενε από στιγμή σε στιγμή τη σύλληψη και στη συνέχεια τον απάνθρωπο βασανισμό και τη σταύρωσή του, στην κορύφωση της αγωνίας του παρακάλεσε τον Πατέρα του, «αν είναι δυνατόν, να φύγει από εκείνον αυτό το ποτήρι»· όμως αμέσως συμπλήρωσε: «όμως ας μη γίνει όπως θέλω εγώ, αλλά όπως θέλεις εσύ» (βλ. Ματθ. 26, 36-46). Με τη στάση του αυτή, έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Παύλος, επιστολή προς Φιλιππησίους, 2, 8), υπάκουσε δηλαδή τον Θεό μέχρι το πιο ακραίο σημείο υπακοής, τον φρικτό σταυρικό θάνατο. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνον ο ίδιος παρέμεινε κοντά στον Θεό, αλλά, ως «Αδάμ», έφερε ολόκληρη την ανθρωπότητα κοντά Του και μέσω αυτού ο δικός του θάνατος νίκησε τον θάνατο ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, γι’ αυτό και οι χριστιανοί περιμένουμε, στο τέλος της Ιστορίας, την κοινή ανάσταση όλων των ανθρώπων, την οποία έχει προαναγγείλει και υποσχεθεί ο Χριστός (π.χ. κατά Ιωάννην 5, 24-29[2]), υπόσχεση που επιβεβαιώνεται από τη δική του ανάσταση.

Βέβαια δεν πρέπει να φανταζόμαστε ότι ο Θεός Πατέρας εξανάγκασε τον Υιό Του να υποφέρει και να θανατωθεί παρά τη θέλησή του. Εκτός από τους Πατέρες της Εκκλησίας, που διευκρινίζουν ότι υπάρχει ταύτιση θελήματος των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδας, ο ίδιος ο Χριστός έχει πει για τη ζωή του: «κανείς δεν την παίρνει από μένα, αλλά εγώ την προσφέρω από μόνος μου» («ουδείς αίρει αυτήν απ’ εμού, αλλ’ εγώ τίθημι αυτήν απ’ εμαυτού»Ιωάνν. 10, 18). Είπε επίσης, προσευχόμενος προς τον Πατέρα του, «πάντοτε μου ακούεις» («εγώ δε ήδειν ότι πάντοτέ μου ακούεις», Ιωάνν. 11, 42) και στον απόστολο Πέτρο, όταν προσπάθησε να τον υπερασπιστεί τραβώντας μαχαίρι τη νύχτα της σύλληψής του, «νομίζεις ότι δεν μπορώ να παρακαλέσω αμέσως τον Πατέρα μου και να παρατάξει δίπλα μου περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων;» («ή δοκείς ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τον πατέρα μου, και παραστήσει μοι πλείους ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων;»Ματθ. 26, 53).

Ο Χριστός λοιπόν θυσιάστηκε εκούσια (με τη θέλησή του), εκπληρώνοντας τα δικά του λόγια «μεγαλύτερη αγάπη δεν έχει κανείς από εκείνον που θυσιάζει τη ζωή του για τους φίλους του» και «ο καλός ποιμένας προσφέρει τη ζωή του υπερασπιζόμενος τα πρόβατά του» (Ιωάνν. 15, 13, και 10, 11).

Κατά τη δευτέρα παρουσία, όλοι οι άνθρωποι αναμένεται ν’ αναστηθούν (επειδή θα έχει καταργηθεί ο θάνατος), όμως δεν θα σωθούν όλοι, επειδή η σωτηρία οφείλει να είναι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης (προαιρέσεως)· γι’ αυτό «εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (στο παραπάνω, στίχ. 29).

Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο οι χριστιανοί θεωρούμε τον Ιησού Χριστό σωτήρα των ανθρώπων και μάλιστα έχουμε την πεποίθηση ότι η πράξη, με την οποία «έσωσε τον άνθρωπο», είναι ο σταυρικός του θάνατος: όχι ότι πλήρωσε Εκείνος για τις αμαρτίες μας, ώστε να μη μας τιμωρήσει όλους ο Θεός εξαφανίζοντας την ανθρωπότητα (έχει διατυπωθεί αυτή η θεωρία κατά τον Μεσαίωνα, αλλά απορρίπτεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία), αλλά έφερε ξανά στην ανθρωπότητα τη δυνατότητα να ενωθεί κάθε άνθρωπος με τον Θεό (εφόσον το θεανθρώπινο πρόσωπό Του αποτελεί τη γέφυρα ένωσης Θεού και ανθρώπων), με την υπακοή του ανέτρεψε τις συνέπειες της αμαρτίας των πρωτοπλάστων (η οποία είχε απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό) και με τη δική του ανάσταση άρχισε η ανάσταση όλων των ανθρώπων, που θα είναι «κοινή» (μία για όλους, επειδή είμαστε όλοι ένα) και την αναμένουμε στο τέλος της Ιστορίας.

Ο Νυμφίος της Εκκλησίας

Στη διδασκαλία του Ιησού Χριστού περιλαμβάνονται παραβολές, όπου παρομοιάζει τον εαυτό του με νυμφίο (γαμπρό), την αποστολή του στον κόσμο με γάμο και τον παράδεισο με το εορταστικό τραπέζι αυτού του γάμου: «ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις εποίησε γάμους τω υιω αυτού…» (Ματθ. 22, 2), «Τότε ομοιωθήσεται η βασιλεία των ουρανών δέκα παρθένοις, αίτινες λαβούσαι τας λαμπάδας αυτών εξήλθον εις απάντησιν του νυμφίου…» (Ματθ. 25, 1), «και είπεν αυτοίς ο Ιησούς· μη δύνανται οι υιοί του νυμφώνος, εν ω ο νυμφίος μετ’ αυτών εστι, νηστεύειν; όσον χρόνον μεθ’ εαυτών έχουσι τον νυμφίον, ου δύνανται νηστεύειν. ελεύσονται δε ημέραι όταν απαρθή απ’ αυτών ο νυμφίος, και τότε νηστεύσουσιν εν εκείναις ταις ημέραις.» (Μάρκ. 2, 19-20). Τη μεταφορική αυτή έκφραση ακολουθεί και ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, χαρακτηρίζοντας τον Ιησού «νυμφίο» και τον εαυτό του «φίλο του νυμφίου»: «ο έχων την νύμφην νυμφίος εστίν· ο δε φίλος του νυμφίου, ο εστηκώς και ακούων αυτού, χαρά χαίρει δια την φωνήν του νυμφίου. αύτη ουν η χαρά η εμή πεπλήρωται» (Ιωάνν. 3, 29).

Και η Αποκάλυψις, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης και ολόκληρης της Αγίας Γραφής, κλείνει με την εικόνα του παραδείσου ως μιας πόλης ολόλαμπρης «σαν νύμφη που έχει στολιστεί για τον άνδρα της» (Αποκ. 21, 2) και με την εικόνα των γάμων «του Αρνίου του εσφαγμένου από καταβολής κόσμου» (δηλ. του Ιησού Χριστού, του «Αμνού του Θεού», που θυσιάστηκε «ως πρόβατον επί σφαγήν», Ησαΐας, 53, 7) και της Νύμφης του (Αποκ. κεφ. 19, 6-9, κεφ. 21, 9-10 και 22, 17.).

Από τις προαναφερθείσες παραβολές των δέκα παρθένων (Ματθ. 25, 1-13) και των βασιλικών γάμων (Ματθ.  22, 1-14) εμπνέονται και τα πασίγνωστα τροπάρια (ύμνοι) της Μεγάλης Εβδομάδας «Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός» και «Τον νυμφώνα σου βλέπω, σωτήρ μου, κεκοσμημένον», ενώ η εικόνα με τον Ιησού δεμένο, με το ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι του, το καλάμι στα χέρια και την κόκκινη χλευαστική χλαμύδα, ονομάζεται στην Εκκλησία «Ο Νυμφίος». Και ο επιτάφιος στολίζεται με λουλούδια, σαν να πρόκειται πράγματι για το γάμο Του. Είναι «ο Νυμφίος ο κάλλει ωραίος παρά πάντας ανθρώπους», κατά το υπέροχο τροπάριο της Μεγάλης Δευτέρας, έκφραση βασισμένη στον σπουδαίο χριστολογικό Ψαλμό 44 της Παλαιάς Διαθήκης.

Έτσι αντιμετωπίζεται ο Ιησούς Χριστός σαν «νυμφίος» (γαμπρός) ενός γάμου, σαν ενας νέος που πηγαίνει να νυμφευθεί (να παντρευτεί), ενώ στην πραγματικότητα πηγαίνει – με τη θέλησή του – να σταυρωθεί.

Ποια όμως είναι η Νύμφη αυτού του Νυμφίου;

Εμείς. Ο άνθρωπος. Η ανθρώπινη φύση, το σύνολο της ανθρωπότητας και ο κάθε άνθρωπος ιδιαιτέρως, προσκεκλημένος να ενωθεί με τον Χριστό και διά του Χριστού με τον Τριαδικό Θεό, όπως η νύμφη ενώνεται με τον νυμφίο της. Με αυτά και άλλα παρόμοια (όπως το Άσμα Ασμάτων, ένα ερωτικό ποίημα που περιλαμβάνεται στην Παλαιά Διαθήκη ως ιδιαίτερο βιβλίο και ερμηνεύεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως αλληγορία της σχέσης Θεού και ανθρώπων) θεμελιώνεται η βασική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας ότι σωτηρία είναι η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό εν Χριστώ. Γι’ αυτό και ο Ιησούς Χριστός δεν θα μπορούσε να έχει νυμφευθεί μία γυναίκα, γιατί είναι ο Νυμφίος της Εκκλησίας, ο δικός μας ουράνιος Νυμφίος, ανδρών και γυναικών.

Αυτή είναι η Ορθοδοξία. Όχι η ιδέα ότι ο Θεός κρατάει ένα τετράδιο και καταγράφει τις αμαρτίες μας και μας καταδιώκει για να μας δικάσει, αλλά η ιδέα ότι ο Θεός, από έρωτα για τον άνθρωπο (τον «θείο έρωτα» που αναφέρουν οι άγιοι Πατέρες), γίνεται άνθρωπος και πεθαίνει για να καλέσει τον άνθρωπο (τον εξόριστο, αμαρτωλό, συντετριμμένο άνθρωπο) σε ένωση με Αυτόν και να τον κάνει κατά χάριν θεό.

Αυτό, και ψέμα αν ήταν, θα είχε τεράστια φιλοσοφική αξία, για το πώς ο άνθρωπος καταξιώνεται μέσα στην Εκκλησία. Ακόμη και ο πιο διεφθαρμένος και ο πιο άπιστος και φυσικά ο πιο φτωχός και αγράμματος άνθρωπος, αφού όλοι είμαστε προσκαλεσμένοι ως νύμφη στο γάμο του ουράνιου Νυμφίου, ως συμβασιλείς στη βασιλεία των ουρανών, αρκεί – και σε τούτο δεν παραβιάζει την ελευθερία μας – να το θέλουμε! Αλλά δεν είναι ψέμα. Ας το ερευνήσει κάθε καλοπροαίρετος αναζητητής, μελετώντας τους βίους των αγίων μας, και ιδιαίτερα των αγίων της εποχής μας, για τους οποίους υπάρχει πιο απτή τεκμηρίωση. Και ίσως με τη χάρη του Θεού να συναντήσει και στο δρόμο της έρευνάς του και κάποιον ζωντανό άγιο – όχι φανφαρόνο απατεώνα, αλλά ταπεινό και αφανή δούλο του Θεού.


[1] Σύμφωνα με μια παράδοση, που εντοπίζεται σε λαϊκά κείμενα πολύ μεταγενέστερα της Καινής Διαθήκης, ο στρατιώτης αυτός ονομαζόταν Λογγίνος και γι’ αυτή την πράξη του περιπλανιέται αιώνια βασανισμένος και καταραμένος, χωρίς να μπορεί να πεθάνει για να ξεκουραστεί – η δε λόγχη του, η «λόγχη του πεπρωμένου», θεωρήθηκε στον Μεσαίωνα φορτισμένη με «μαγικές δυνάμεις», ώστε όποιος την ανακαλύψει να μπορεί να τη χρησιμοποιήσει ως πανίσχυρο όπλο. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί όλα τα παραπάνω τα θεωρούμε μύθους. Ο στρατιώτης εκείνος ήταν ένας απλός Ρωμαίος λεγεωνάριος, ενώ ο Λογγίνος ήταν ο εκατόνταρχος που επέβλεπε τη σταύρωση και, όταν είδε το σκοτάδι και τον σεισμό κατά τη στιγμή του θανάτου του Ιησού Χριστού, είπε «αληθώς Θεού υιός ην ούτος» (Ματθ. 27, 54). Αν και τα ευαγγέλια δεν αναφέρουν το όνομά του, αυτό διασώζεται στα αγιολογικά κείμενα (εκείνα δηλαδή που καταγράφουν τους βίους των αγίων), τα οποία πληροφορούν ότι στη συνέχεια βαπτίστηκε χριστιανός, παραιτήθηκε από τον στρατό και τελικά θανατώθηκε ως μάρτυρας. Η Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη του κάθε χρόνο στις 16 Οκτωβρίου.

[2] «24 αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν. 25 αμήν αμήν λέγω υμίν ότι έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται· 26 ωσπερ γαρ ο πατήρ έχει ζωήν εν εαυτω, ούτως έδωκε και τω υιω ζωήν έχειν εν εαυτω· 27 και εξουσίαν έδωκεν αυτω και κρίσιν ποιείν, ότι υιος ανθρώπου εστί. 28 μη θαυμάζετε τούτο· ότι έρχεται ώρα εν ή πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού, 29 και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως».