Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Παρακάτω δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από τη μελέτη του γράφοντος Αρχαίοι διωγμοί και Μάρτυρες – Ιστορικά στοιχεία για τους αρχαίους διωγμούς κατά των χριστιανών και τους μάρτυρες της Εκκλησίας. Η εικόνα με τον άγιο που ραίνει με το μύρο του τη Θεσσαλονίκη προέρχεται από το άρθρο της Σβετλάνας Ντιμιτρόβα Άγιος Δημήτριος, ο προστάτης των Βαλκανίων.
Στο βιβλίο του The Warrior Saints in Byzantine Artand Tradition, published by Ashgate, England 2003, και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Theoriginal Demetrius» (που δημοσιεύεται εδώ), ο συγγραφέας Christopher Walter θέτει τα ιστορικά ζητήματα που αφορούν στην αυθεντική προσωπικότητα και βιογραφία του αγίου Δημητρίου. Σημειώνει ότι στις πρώιμες βυζαντινές πηγές για τη ζωή, το μαρτύριο, αλλά και τα θαύματά του, αναφέρονται ελάχιστες πληροφορίες γι’ αυτόν: ότι ήταν μέλος αριστοκρατικής οικογένειας με υψηλή διοικητική θέση στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος παράλληλα δίδασκε κρυφά το χριστιανισμό, γι’ αυτό και συνελήφθη, φυλακίστηκε στο χώρο των ρωμαϊκών λουτρών και τελικά θανατώθηκε με αφορμή το γνωστό περιστατικό της μονομαχίας του νεαρού Νέστορα με το Λυαίο. Η ιδιότητά του ως ανώτερου αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού δεν αναφέρεται, τουλάχιστον ρητά (ίσως υπονοείται σε κάποια θαύματα σχετικά με την υπεράσπιση της Θεσσαλονίκης από επιδρομείς), παρά σε κείμενα που εντοπίζονται μερικούς αιώνες αργότερα.
Αναφέρει όμως επίσης ότι ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος (που, κατά τις πηγές, οικοδόμησε τον πρώτο ναό (βασιλική) προς τιμήν του αγίου Δημητρίου, αφού η ασθένεια, από την οποία έπασχε, θεραπεύτηκε από τον άγιο), είναι μια επιβεβαιωμένη ιστορική προσωπικότητα, που πιστοποιείται από μια αναφορά με χρονολογία 412-13 στον Θεοδοσιανό Κώδικα. Ο Λεόντιος επιχείρησε να πάρει λείψανα του αγίου και να τα μεταφέρει στο Σίρμιο, με το οποίο συνδεόταν, αλλά ο άγιος του εμφανίστηκε και τον απέτρεψε, αφήνοντάς τον να λάβει μόνον ελάχιστα δείγματα, και έτσι μεταφέρθηκε η τιμή του αγίου Δημητρίου στο Σίρμιο, που σήμερα είναι η Σρέμσκα Μιτροβίτσα (δηλ. «Πόλη του αγίου Δημητρίου») της Σερβίας. Συνεπώς – συμπεραίνει ο συγγραφέας – υπήρχαν και τα λείψανα του μάρτυρα.
Κατά τον Walter, η τιμή του αγίου Δημητρίου καθιερώθηκε μετά από ενέργειες του Λεόντιου, γιατί στα αρχαία εορτολόγια δεν βλέπουμε να εορτάζεται στη Θεσσαλονίκη ο γνωστός σ’ εμάς άγιος Δημήτριος, παρά μόνον ένας άγιος διάκονος Δημήτριος, που αναφέρεται στο Ιερωνυμιανό Μαρτυρολόγιο (Martyrologium Hieronymianum), χρονολογούμενο στο α΄ μισό του 5ου αιώνα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει. Όμως πρέπει να πούμε ότι (α) ο άγιος μεγαλομάρτυρας Δημήτριος δεν αποκλείεται να είχε χειροτονηθεί στο βαθμό του διακόνου, και σε αυτή την περίπτωση να ταυτίζεται με τον προαναφερόμενο, (β) εφόσον προσευχήθηκε ο Λεόντιος στον άγιο Δημήτριο, προφανώς ο άγιος ήταν γνωστός από πριν στη Θεσσαλονίκη και (γ), όπως επισημαίνει και ο ίδιος ο Walter, έχει ανακαλυφθεί η κρύπτη που αποτέλεσε το αρχικό ιερό προς τιμήν του αγίου Δημητρίου στο χώρο των ρωμαϊκών λουτρών, όπου, κατά το μαρτυρολόγιό του, ο άγιος φυλακίστηκε και θανατώθηκε (δεν υπάρχει άλλος λόγος να μετατραπεί ο χώρος των λουτρών σε χριστιανικό ιερό), ενώ γνωρίζουμε από τα τέλη του 6ου αιώνα την πρώτη εκτεταμένη καταγραφή, από τον επίσκοπο Θεσσαλονίκης Ιωάννη, θαυμάτων του αγίου που συνέβησαν στα προηγούμενα χρόνια. Στην καταγραφή αυτή κέντρο της απόδοσης τιμής προς τον άγιο είναι το ασημένιο κιβώριο των λειψάνων του.
Το συμπέρασμα των ανωτέρω είναι ότι ο άγιος Δημήτριος ως ιστορικό πρόσωπο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ασχέτως από το βαθμό αποδοχής ή αμφισβήτησης που θα δείξει κάποιος για τις λεπτομέρειες της παραδεδομένης βιογραφίας του ή τις διηγήσεις των θαυμάτων του.
Εκτός όμως των παραπάνω, τα λείψανα του αγίου, τα οποία για αιώνες αγνοούνταν, ανακαλύφθηκαν στην Ιταλία και μάλιστα μελετήθηκαν ανθρωπολογικά με ενδιαφέροντα συμπεράσματα (και το μεγαλύτερο μέρος τους επιστράφηκε στη Θεσσαλονίκη τα έτη 1978-1980). Για το θέμα αναδημοσιεύουμε μερικά αποσπάσματα από το άρθρο της βυζαντινολόγου και αρχαιολόγου κυρίας Μαρίας Θεοχάρη «Ανακάλυψη των λειψάνων του αγίου Δημητρίου στο Σαν Λορέντζο της Ιταλίας», που δημοσιεύεται εδώ:
«Είναι γνωστό από τους “Βίους” και τα “Θαύματα” του Μυροβλύτη, που αποτελούν μεγάλης σημασίας ιστορικές πηγές για το μεσαιωνικό βίο της Θεσσαλονίκης, ότι ο άγιος “λόγχαις κατεσφάγη” στο δημόσιο λουτρώνα της πόλεως, στις αρχές του 4ου αι., κατά τη διάρκεια των μεγάλων διωγμών των Χριστιανών, επί Διοκλητιανού. Την ίδια νύχτα, κρυφά, οι Χριστιανοί έσκαψαν τάφο στον τόπο του μαρτυρίου του και έθαψαν το εγκαταλειμμένο σώμα του μάρτυρα. Το 313, μετά το διάταγμα περί ανεξιθρησκίας, χτίζεται ένας μικρός “οικίσκος” πάνω από τον τάφο του. Στα μέσα του 5ου αι., ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος, που γιατρεύεται με θαύμα του αγίου από βαριά αρρώστια, χτίζει μία μεγάλη βασιλική στα ερείπια του ρωμαϊκού λουτρού. Τότε μεταφέρεται κι ο τάφος από το μικρό “οικίσκο” μέσα στην εκκλησία. “Κατά μέσον του ναού, προς τοις λαιoίς πλευροίς”, ιδρύθηκε το περίφημο ασημένιο Κιβώριο που περιείχε τη λάρνακα του αγίου.
Οι ανασκαφές του αειμνήστου Γ. Σωτηρίου, μετά την πυρκαϊά του 1917, έφεραν στο φως την εξάγωνη βάση του. Εξ άλλου η εξαιρετικής σημασίας μελέτη του καθηγητή κ. Ανδρέα Ξυγγόπουλου μας αποκάλυψε ποιο ήταν το σχήμα του Κιβωρίου και της λάρνακας και έθεσε τα προβλήματα τα σχετικά με το μαρτύριο και την εικονογράφησή του. Επρόκειτο για ένα κενοτάφιο που περιείχε την ασημένια λάρνακα με την ανάγλυφη εικόνα του αγίου, που προσκυνούσαν οι πιστοί ενώ “έκειτο υπό γην το πανάγιον αυτού λείψανον” από το οποίον έρεε το μύρο. Το λείψανο αυτό οι πιστοί το ’βλεπαν στα όνειρά τους. Κι η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης το φρουρούσε άγρυπνα, αφού είχε αρνηθεί σε δύο αυτοκράτορες, τον Ιουστινιανό και τον Μαυρίκιο, να τους δώσει τεμάχιο».
Η συγγραφέας αναφέρει στη συνέχεια την απώλεια του ιερού λειψάνου από τη Θεσσαλονίκη («Στο ναό της Θεσσαλονίκης το λείψανο του αγίου δεν υπάρχει πια. Οι ανασκαφές του Σωτηρίου έφεραν στο φως μόνον ένα φιαλίδιο με το αίμα του μάρτυρα») και εξιστορεί την ανακάλυψή του στη δύση και συγκεκριμένα στο αββαείο του Σαν Λορέντζο της Ιταλίας, το οποίο ιδρύθηκε γύρω στο 1000 μ.Χ. «Στις 20 Ιουνίου του 1520, ενώ γίνονταν εργασίες αναστηλώσεως στο ναό από τον Επίσκοπο Μάρκο Βιγέριο τον Β΄, επίτροπο του αββαείου, βρέθηκε κάτω από το κεντρικό ιερό βήμα του ναού, εντοιχισμένη ξύλινη λάρνακα χρωματισμένη με κόκκινο. Την άνοιξαν και είδαν ότι περιείχε άγια λείψανα καθώς και μία μολύβδινη πλάκα, που διατηρείται μέχρι σήμερα και φέρει σε συντομογραφία μία λατινική επιγραφή. (…) Η επιγραφή πρέπει να διαβαστεί “Ενθάδε αναπαύεται το σώμα του Αγίου Δημητρίου” (Ηic Requiescit Corpus Sancti Demetrii). Οι επιγραφολόγοι την χρονολογούν στο τέλος του 12ου – αρχές 13ου αιώνα».
Αφού αναφέρεται στις γραπτές πηγές, από το 16ο αιώνα, που συμφωνούν ότι η ανακάλυψη θεωρήθηκε πάντοτε ότι αφορά στα λείψανα του αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης, καταλήγει: «Το ότι μάλιστα οι Ιταλοί, που δεν έχουν ιδιαίτερη ευλάβεια για τον άγιο Δημήτριο, εξέδωκαν κατά καιρούς θεσπίσματα και Ακολουθίες για τον πανηγυρικό εορτασμό της μνήμης του, δείχνει ότι επρόκειτο για ένα σεβάσμιο λείψανο και τέτοια ήσαν εκείνα που είχαν έρθει από την Ανατολή».
Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία για το θέμα του δικού μας άρθρου είναι η επόμενη αναφορά: «Τέλος, η πρόσφατη αναγνώριση των λειψάνων, που έγινε με σύγχρονα επιστημονικά μέσα, απέδειξε, όπως βεβαιώνουν οι μάρτυρες – επίσκοποι και ιερείς, καθώς και τρεις διακεκριμένοι γιατροί – ότι τα οστά ανήκουν σε νεαρό άτομο που υπέστη βίαιο θάνατο, στις αρχές του 4ου αιώνα».
Όσον αφορά στη μυροβλυσία και στα θαύματα, που αποδίδονται στον άγιο Δημήτριο, παραπέμπουμε στα άρθρα:
«Είναι μυροβλύτης ο άγιος Δημήτριος (εδώ), με καταγραφές περιστατικών μυροβλυσίας του στην εποχή μας (γνωρίζω κι άλλο περιστατικό, μη καταγεγραμμένο), Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Θεοδωρή, «Η ιστορία του αγίου μύρου», εδώ. Αρχιμανδρίτου Δοσιθέου Κανέλλου, «Ο άγιος Δημήτριος θαυματουργεί και στους Τούρκους», εδώ, με περιγραφή της τιμής του αγίου Δημητρίου στην Κωνσταντινούπολη από μουσουλμάνους όλης της Τουρκίας, λόγω των εμφανίσεων και θαυμάτων που, κατά τις μαρτυρίες τους, επιτελεί σε αυτούς…