Συγκινητική η στιγμή στη συναυλία στο αρχαιολογικό μουσείο της Ελεύθερνας όταν ο Δ. Καταλειφός απήγγειλε τους παραπάνω στίχους του Τάσου Λειβαδίτη. Λίγο πριν, είχαν σηκωθεί απέναντι από τη σκηνή, ήσυχα και απλά, δυο πανό στο βάθος. Το ένα αναφερόταν στον βιαστή ανηλίκων Λιγνάδη και έγραφε «ΒΙΑΣΤΗΣ ΕΙΝΑΙ» και το δεύτερο «ΔΗΚΕΟΣΗΝΙ», καθόλου τυχαία ανορθόγραφα. Η ιστορία με τον βιαστή ανηλίκων και προστατευόμενο της κυβέρνησης Λιγνάδη είναι πλέον γνωστή και θέλαμε να βάλουμε ένα λιθαράκι στο κύμα οργής που αγκάλιασε τη χώρα μετά την απόφαση για απελευθέρωση του και μια υπόσχεση ότι όσο και να τον ξεπλένει όλο το μιντιακό και οικονομικό κατεστημένο, η κοινωνία γνωρίζει, εμπιστεύεται τα θύματα και δεν θα αφήσει την αδικία να περάσει έτσι απλά.
Η λέξη «Δηκεοσήνι» είναι εμπνευσμένη από ένα πρόχειρο πανό με τόνους νοημάτων πάνω του, της οικογένειας του Ρομά, Νίκου Σαμπάνη, που δολοφονήθηκε ψυχρά μετά από καταδίωξη από αστυνομικούς.
Η επιλογή μας να βάλουμε αυτή τη λέξη δηλώνει αρχικά ότι σε αυτή τη χώρα η «Δικαιοσύνη» είναι ζητούμενο και όχι μια παγιωμένη συνθήκη. Αποτελεί ένα πανανθρώπινο αίτημα για ίση διαχείριση των ανθρώπων απέναντι στο νόμο. Στη χώρα μας η Δικαιοσύνη αιμορραγεί, πονάει, τρώει τις σάρκες της μόνο και μόνο για να στηρίξει ένα άδικο σύστημα. Μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας. Ποιος δεν γνωρίζει ότι αν έχεις χρήματα και άκρες, έχεις προνομιακή μεταχείριση από την υπόλοιπη κοινωνία που συνθλίβεται μεταξύ γραφειοκρατίας και οικονομικής αφαίμαξης.
Αρα, «ΔΗΚΕΟΣΗΝΙ», για τους μη προνομιούχους, για τις φτωχές, τους αδικημένους αυτού του τόπου. Για όλες και όλους μας που δεν είμαστε «αυλικοί» καμίας εξουσίας. Ανορθόγραφα και χύμα ενάντια στην κουλτούρα της γενικευμένης υποκρισίας στις εποχές της νεοφιλελεύθερης παρακμής.
Στη συναυλία χθες, οι στίχοι των ποιητών που επιλέχθηκαν, συμπυκνώνουν τους αγώνες, τους πόνους, τα συναισθήματα, τις ήττες και τις νίκες των ανθρώπων του τόπου μας. Μπροστά μπροστά, στις πρώτες σειρές μαζεμένη όλη η πολιτική, θρησκευτική και οικονομική εξουσία, να συγκινείται με αυτούς τους στίχους, να χειροκροτεί, να δέχεται περήφανα τις προσωπικές αφιερώσεις της κας Φαραντούρη.
Να σιγοτραγουδάμε τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου αλλά να βγάζουμε τσιμουδιά για τις σύγχρονες δολοφονίες παιδιών και εργατών/τριών από την αστυνομική και εργοδοτική αυθαιρεσία. Να συγκινούμαστε με τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης» του Γκάτσου, έναν ύμνο για την ύβρη που διαπράττει ο άνθρωπος απέναντι στο φυσικό και πολιτισμικό του περιβάλλον, αλλά να βγάζουμε τσιμουδιά για τα περιβαλλοντικά εγκλήματα που νομοθετούνται πλέον συνεχώς. Πάλι από τον Γκάτσο, να ανατριχιάζουμε με τον «Κεμάλ», αλλά να βγάζουμε τσιμουδιά στους πνιγμένους ανθρώπους από της «ανατολής τα μέρη». Να τραγουδάμε για «Δικαιοσύνη» και «Ελευθερία» του Τ. Λειβαδίτη και του Μ. Αναγνωστάκη αλλά όποιος κ όποια τις αναζητάει στις μέρες μας να είναι λαϊκιστής και παρακολουθούμενη από την κρατική καταστολή.
Η τσιμουδιά δεν είναι μη-θέση. Είναι ξεκάθαρη θέση. Εμείς μείναμε με τα χειροκροτήματα των σειρών πίσω από τους επισήμους και τα ενθαρρυντικά μηνύματα από τον απλό κόσμο που νιώθει τη δυσωδία να ανεβαίνει επικίνδυνα στα ρουθούνια του.
Νομίζουμε, ότι:
“Καταλαβαινόμαστε τώρα — δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος σ’ όλες
τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη, έτσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα, και τη σκάφη- σκάφη”
Οι άνθρωποι που σήκωσαν τα πανό στο Μουσείο της Ελεύθερνας.