ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΛΑΤΑΚΗΣ

Κατευόδιο στον Πατριάρχη της παράδοσης Λευτέρη Δρανδακη, στον σεμνό Δάσκαλο που έδωσε αγάπη και πήρε άλλη τόση!

Δεκάδες παιδιά, μαθητές του, ντυμένα με τις παραδοσιακές ενδυμασίες απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας, που πάντα φρόντιζε ο ίδιος ο Λευτέρης, τον συνόδευσαν  στην τελευταία του κατοικία, στο Νεκροταφείο Αθηνών, το Σάββατο 03-2-2024, κλείνοντας την ύστατη παράσταση της αυθεντικής παράδοσης, όπως ο ίδιος μοναδικά ήξερε να σκηνοθετεί και άριστα να εκτελεί.

Γεώργιος Βλατάκης, πρόεδρος ιστορικού συλλόγου Ρεθυμνίων Αττικής «ΤΟ ΑΡΚΑΔΙ»

Ακόμη και στην τελευταία του στιγμή κατάφερε άγνωστο πώς να αφήσει το στίγμα του, το αποτύπωμα του με όλο αυτό το συγκινητικό τελετουργικό που ουδείς έμεινε ασυγκίνητος.

Παλικάρια  και κορίτσια  ενδεδυμένα  με τις παραδοσιακές ενδυμασίες  ανά τη Ελλάδα, με δάκρυα στα μάτια και το χαρακτηριστικό βασιλικό στο πέτο ή στ’ αυτί τους, το λατρεμένο φυτό του Λευτέρη,  σήκωσαν τον αγαπημένο τους δάσκαλο τραγουδώντας το στερνό τραγούδι. Το κλαρίνο ήχησε σαν λυπητερό αηδόνι  τη στιγμή που έμπαινε στην αττική γη ενώ μια κοπέλα τον μοιρολόγησε τόσο συγκινητικά  με ένα ηπειρωτικό που ανατρίχιασε την πλάση και όλους τους παρευρισκόμενους.

Δε νομίζω ότι άλλος δάσκαλος έχει δεχθεί τέτοια τιμή και αγάπη από τους μαθητές του, ωσάν να ήταν τα παιδιά του  που ποτέ δεν απόκτησε. Κι όμως, έδωσε αγάπη και πήρε άλλη τόση.

Ο μεγάλος απών όπως πάντα οι τοπικοί Άρχοντες του Ρεθεμνους, που ίσως κάτι διέβλεπε ο μακαριστός ,για αυτό κράταγε την απόσταση του ωστόσο βγήκε αληθινός. Όπως απόντες ήσαν  και τα εν Αττική κρητικά λαογραφικά  σωματεία με τα οποία είχε συνεργαστεί!!      

 Ο ιστορικός σύλλογος των αποδήμων Ρεθυμνίων της Αττικής «ΤΟ ΑΡΚΑΔΙ»με βαθιά συγκίνηση συμμετείχε και συνόδευσε το επίτιμο μέλος του και μέλος του ΔΣ στην τελευταία κατοικία του. Μεταξύ των άλλων παρευρέθησαν σύσσωμο το Διοικητικό Συμβούλιο με επικεφαλή το πρόεδρο Γεώργιο Βλατακη και επιστήθιο φίλο του  , ο κ. Άκης Λιναράς επιστήθιος φίλος του Λευτερη εκ μέρους του Λυκείου Ελληνιδων Αθ, ο Γιωργος Κουμεντάκης διευθ. της Λυρικής,ο Δημήτρης Παπαιωάννου σκηνοθετης χορογραφος συνεργατης στην Ολυμπιάδα με το Λευτερη, ο χορογράφος Φωκάς Ευαγγελινός, ο καθηγ. – τ. υφυπ. Άγγελος Συριγος  , η Μίρκα Γόντικα κόρη της Βιργινίας Τσουδερου , ο συλλέκτης Δημητρης Τσίτουρας,η Ελένη Τζιφακη Μισιρλή εξαδελφη του , ο Χρήστος Τζιφακης ,η Μαρίκα Λιαναντωνακη, η Αριστεα Βερναρδου, η δικαστής Αγαπη Χαλκιαδακη –Γαλενιανου, η κα Τρουλινού, η Θάλεια Κατσιμπρακη , η Ελένη Σταμαθιουδακη, η Ελένη Λιαναντωνακη και εκατοντάδες κόσμου ,    

Αποχαιρετισμό  στον Ι. Ναό του Νεκροταφείου Αθηνών απηύθυναν  η πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων Αθηνων κα Ελένη  Τσαλδάρη, και ο πρόεδρος του ιστορικού συλλόγου των αποδήμων Ρεθυμνιων της Αττικής κ. Γεώργιος Βλατάκης και επιστήθιος φίλος του, ενώ διαβάστηκε μήνυμα της υπουργού Πολιτισμού κας Λίνας Μενδώνη.

Αποχαιρετισμός  στο Λευτέρη Δρανδακη από τον Γ. Βλατακη

«Ο μερακλής ο άθρωπος την ώρα που ποθαίνει
στον Άδη σμίγει λυρατζή και χοροστάσι στένει.»

Λευτέρη μου ,θα είμαι λιτός, όπως εσύ ήθελες.

Μίσεψες ακριβέ  μου φίλε και δεν το είχαμε βάλει στο νου μας ότι θα ακολουθουσες τέτοια στραθιά.

Είναι η πρώτη φορά που με στενοχώρησες κι όχι μονον εμένα αλλά και την οικογένεια μου .

Στενοχώρησες όμως και όλα τα μέλη του ιστορικού συλλόγου των Ρεθεμνιων Αττικής «ΤΟ ΑΡΚΑΔΙ» , με τον οποίο τόσο πολύ συνδέθηκες τα τελευταία χρόνια.  Αισθανόμαστε ότι  χάνουμε το στήριγμα μας , χάνουμε το πολύτιμο συνεργάτη μας , το μέλος του Δ.Σ.  και το συμπατριώτη μας.

Το Ρέθυμνο πάντα σε πλήγωνε και  ταυτόχρονα σε έλκυε όπως μου έλεγες στα πρωινά που με επισκεπτόσουν τακτικά για το  καφεδάκι  στο δικηγορικό μου γραφείο. 

«Όποιος γεννιέται μερακλής ξέρει να ξεχωρίζει
γι΄αυτό και την παράδοση παντοτινά στηρίζει»

Εγώ Λευτέρη μου ήμουν το αίτιο που σε επανασύνδεσα με το Ρέθυμνο ύστερα από την άρνηση σου να το επισκέπτεσαι όταν έχασες τον αδελφό σου το Βαγγέλη. Και αυτό το διέδιδες παντού και με πολύ συγκίνηση το  κατέθεσες στην τελευταία τιμητική που σου έκανε το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθυμνου.

Ήσουν αβάρετο κοπέλι όπως λέμε στη Κρήτη μέχρι σήμερα .

Οραματιζόσουν, παθιαζόσουν , αυτοσχεδίαζες , εμπνεόσουν τολμούσες , πετυχαινες ,ποτέ για σένα δεν υπήρχε ολοκλήρωση αλλά μόλις τελείωνες κάτι που είχε σχέση με την παράδοση , ήδη το μυαλό σου είχε οργανώσει το επόμενο καλλιτεχνικό δρώμενο  κι όλα αυτά για την μουσική για το χορό για την ενδυμασία της δημοτικής παράδοσης

Ότι και να καταθέσω για εσένα θα είναι μικρό και λίγο.

Παινέματα έχω να σου πω , μαντινάδες να σε στολίσω κατιφέ μου.

Και πώς θα σ’ αποχωριστώ
Και πώς θα σου μακρύνω Λευτέρη μου !

Ήσουν και θα είσαι μοναδική Αξία . Φίλος μπιστικός

«Ο αντρας που χει αρετές

Όπου κι αν είναι αξίζει,

Σαν το σγουρό βασιλικό

Που και ξερός μυρίζει»

Η ματιά σου , το βλέμμα, η χαρακτηριστική βραχνή φωνή σου , το ταπεραμέντο σου , έχουν αποτυπωθεί μέσα μας .

«Δε πρέπουνε του δάκρυα, του μερακλή που φεύγει

μόνο τραγούδια πέτε του, να τα γροικά ν΄αρνεύγει.»

Άλλοι αφήνουν απογόνους , εσύ όμως αφήνεις μια μοναδική παρακαταθήκη στις νέες γενιές που ως αστείρευτη πηγή θα ξεδιψούν από το έργο σου και θα ιχνηλατούν στα βήματα σου στα μονοπάτια της παράδοσης .

«μεράκι τέχνη και ψυχή ο χορευτής σα βάζει

Η κάθε μια φιγούρα του σαν έργο τέχνης μοιάζει»

Πολλές φορές με απορία σε ρωτούσα  γιατί δεν συμπεριλαμβάνεις και τη Κρήτη , το Ρέθυμνο στις δουλειές σου. Μου απαντούσες χαριτολογώντας ,εσύ παιδί μου είσαι πιο Ρεθεμνιωτης από μένα, αφήνοντας  να αιωρείται  το υπονοούμενο ότι  το Ρέθυμνο πάντα  πληγώνει   !

«πηγή ζωής ειν’  ο χορός στου χορευτή το σώμα

Βάζει φτερά στα πόδια του και δεν πατεί στο χώμα»

Και  τώρα ακριβέ  μου φίλε  ,θέλω να σε πάρω να σε σεργιανίσω στο αγαπημένο σου Ρεθεμνος ,ως η τελευταία φορά με ένα ποίημα από τον πατριάρχη της κρητικής διαλέκτου το Μιχάλη Καυκαλά με τίτλο «του ξενιτεμένου Ρεθεμνιώτη» που σε αντιπροσωπεύει ακριβώς  :

«Σαράντα χρόνοι  ΄ναι πλιά που μπήκα στο βαρκάκι

Κι εις το καράβι επήγε με κι εκείνο εξόρισε με

Και μ΄έφερε στην ξενιθιά κι ήμου γ-κοπέλι ακόμη,

Ρεθεμνιωτακι αμάλαγο και μοσκαναθρεμμένο

Κι ίσαμε ΄δα που γέρασα τη βλαστημώ την ώρα

Κι ουλημερίς κι ολοχρονίς χτυπώ τη γ-κεφαλή μου

Πως από τη μ-παράδεισο ευρέθηκα στη μπίσσα,

Στην ξενιθιά την άπονη, τη μητρυγιά τη σκύλα………..

Κι εχασα ΄γω τη μ-πάρτε μου απού το Ρεθυμνακι

Τη χώρα τη μ-παινάμικη και τη μπεγεντισμένη……..

Αποξαρχής και σαμε δα και καθ΄αργά στα ξένα

Τα πεθυμώ ΄νειρευγομαι κι αζωντανά θωρώ τα .

Τη μια πως είμαι αητός και κάνω αναγυρίδες

Μεσούρανα και σοντηρώ την ώρια πολιτεία

Να τη χαιδεύει ο γιαλός, να τη φιλεί το κύμα

Μακρύφυλλη ως κείτεται, γοργόνα κι ανεράιδα,

Αρχοντοπούλα του νοθιά, ίδια στο γυρογιάλι,

Την άλλη Σαρανταπηχος, στου βρύσινα το πλάι

Και μ΄ένα ζάλο βρίχνομαι στου ευλυγιά τη ν-τρούλα

Και μ΄αλλον ένα ΄πο κειδά στω μ-Περιβολιώ τον άμμο,

Και φτανω ως το μ-Πλάτανο κιαπός αντιγιαέρνω

Μ΄ένα γ-κλαδί βασιλικό πλατύγυλλο στ’ αφτί μου.

Και παίζω μια γιαλό γιαλό και στο Γκουμπέ αποσώνω

Και πίνω κρούσταλλο νερό τση ντρούμπας μαργωμένο

Κι απ’ το Γκουμπέ μιαν ασκελέ κάνω κι ανηφορίζω

Και βγαίνω στ΄Ατσιποπουλιανα και στου Πρινέ τη μπάντα

Και μ΄άλλες τρεις κορφή κορφή , παπούρι και παπούρι

Περνώ απ’ του Γάλλου τη μεριά κι αντίδειρα στα΄Αρμένους

Και κάνω ακόμη δυο ζαλιές και πηαίνω εις τα΄Ανώγεια

Και μ΄ένα μ-πήδο απόγειρα κάτω στ΄Αδελοπήγια.

Απ’ τη Σωχώρα αρχίνιξα απού μ΄αναθρεμμένος

Κι αναστορήθηκα ΄κειδά ούλα μου τα μικράτα

Και τα παιγνίδια απού΄παιζα , τσέρουκλα και ξυλίκια

Πατίνια κι υποδήλατα και σβούρους και γαιτάνια

Πανένια τόπια και χωστό, κλέφτες χωροφυλάκους.

Κι εβγήκα στου Γκιουλμπαση κιαπός εις τη Φορτετζα

Κι εκατηφόρησα από ΄κεια εις τη Μικρή Εκκλησία

Κι εβούρκωσα γιατί ηρθανε στο νου μου εορταδες

Χριστούγεννα αλλοτεσινά, Λαμπρόσκολα και Φώτα

Απού ΄τον ούλα ανθρωπινά και ΄δα δεν είναι πράμα.

Εμπήκα στο Μακρύ  Στενό, δεξά ζερβά σοκάκια

Κι εκειά ΄τον απού το ΄νιωσα το Ρέθεμνος ποιον είναι

Σα γ-και στα Σομαραδικα και στην Αγιά Βαρβάρα

Και στο παλιό Δεσποτικό κι όσα ΄ναι ΄κεια στενάκια

Μα και στα Μπιτσαξίδικα να πάει στο Μειντανι

Στο μ-πλάτανο , στσι βρύσες του κι ούλα γυρού τριγύρου.

Ύστερα εκατηφόρησα κι έφτιαξα στο λιμάνι

Κι είπα να κάτσω μια ρακή να πιω να συνεφέρω

Μα ΄μουνε πούρι βιαστικός πως μ΄ανημένει ο χάρος

Να  μη μανίσει πως αργιώ να με πατσαουρίσει

Και παίζω μια, σηκώνομαι μπαίνω στη προκυμαία

Κι επά ΄ναι δα που έπιασε τούρτουρο και σικλέτι

Γιατί ήρθανε στο μονομιας χίλια παλιά στο νού μου

Σουρταφερίσματα , φιλιές, αγάπες και σεβντάδες

Και καρδιοχτύπια και χαρές κι όσα ΄χει αθός τση νιότης.

Στην υστεριά επορπάτουνε κλιτά κι αναγκασμένα

Κι επήγα ως τον Αγνωστο κιαπός στου Συνατσακη

Κι επέρσα κι απ΄τη Βιό ίσαμε του Τσουρλάκη

Από ΄κειδά αντιγιάειρα κι απόξω στου Λυράκη

Ίντα πάλι στα σύγκρυγια στη Λεωφόρο απάνω

Για τα ντελικανίστικα και τα παλαιινα μου,

Ωστ΄απού γύρισα ζερβά απού το Καμαράκι

Κι εβγήκα ως το Ματαμπά κι ως το παλιό  σκολειό μου

Κι απής τα΄αποκαμάρωσα παίρνω λοξά όθε γ-κάτω

Κι αποκολώνω στου Σφηνιά στο γ-κήπο αποπίσω

Στον Αγιοβασιλιώτικο και στη Μεγάλη μ-Πόρτα.

Στο δρόμο μου παντήξανε μπόλικοι Ρεθεμνιωτες

Άλλοι απ’ τση ακόμη ζωντανούς κι άλλοι απ’ τσ΄αποθαμένους

Κι ήτονε φίλοι κι εδικοί , σύντεκνοι και γειτόνοι,

Μ΄ άνθρωπος δε μου μίλησε μηδ΄εχαιρετηξε με.

Και στένομαι στην εκκλησιά , στσι Τέσσερις Μαρτύρους

Κι ασκιάχτηκα το γ-κύρη μου να με μισοξανοίγει

Το ποθαμένο αδέρφι μου κι επικρογέλαξε μου…..»

Καλή στραθιά αγαπημένε μας Λευτέρη , συνέχισε τα ζάλα της παράδοσης στον επάνω κόσμο και μην λησμονάς να μας στέλνεις το αισιόδοξο χαμόγελο σου και να σκορπάς την μοναδική μυρωδιά του βασιλικού σου.