Για δίχτυ ή για δίκτυα να πω θα προσπαθήσω,
αυτά που λεν κοινωνικά, μα από που θ’αρχίσω…
Ν’αρχίσω από τα παλιά, που όσο ζω θυμούμαι,
να φτάξω ως τσι μέρες μας, που βλέπω και λυπούμαι.
Πριν έρθει ρεύμα στα χωριά, είναι η εποχή μου,
δύσκολα χρόνια, έλεγα, πως είχε η ζωή μου.
Δύσκολα από κούραση, γιατί δουλεύαν χέρια,
με τσι σκαλίδες σκάφτανε και κυνηγούσαν λέρια.
Από το πρώτο φως τσ’αυγής δουλειές ‘σαμε το βράδυ,
να πιείς νερό ή να πλυθείς, σέρνεις απ’το πηγάδι.
Μα σαν η μέρα έσβηνε και θελα πας στο σπίτι,
θελα δειπνήσεις ό’τι βρεις, χωρίς να’ρθεί στη μύτη.
Μετά το δείπνο καθ’αργά αρχίζαν οι βεγγέρες,
στα σπίθια αθρώποι σμήγανε εκείνεσας τσι μέρες.
Ο γης θελα βαστά ρακή, ο άλλος αστραγάλια,
δε θέλαν κόκκινα χαλιά, προσκλήσεις, παρακάλια.
Τα γέλια, τα πειράγματα είχανε τα πρωτεία,
τση ζήσης κατορθώματα πλέκαν για ιστορία.
Κι αν στη βεγγέρα είχανε και μερακλή λυράρη,
ξεχνούσαν την επαύριο για τση παρέας χάρη.
Αυτά το άγχος έδιωχνε, το ξόρκιζε τ’αέρα
και το πρωί με όρεξη παλεύανε τη μέρα.
Το μόνο άγχος είχανε αν ο Θεός θα βρέξει,
για να μη πω πως στσι πολλούς ήταν άγνωστη λέξη.
Και φτάνομε στο σήμερο, σαν μηχανές γλακούμε,
φίλους, γειτόνους, συγγενείς καθόλου δε θωρούμε.
Κάμαμε κόσμο ψεύτικο, εικονικό τον λέμε
κι ούλοι γατέμε ψεύτικος πως είναι, μας τον θέμε.
Δεν σμήγουμε από κοντά τσι φίλους μας να δούμε,
στο Facebook γυρεύουμε αν είναι να τσι βρούμε.
Άθρωπος μπλιο την πόρτα μας δε λέει να χτυπήσει,
ούτ’αδερφός δεν έρχεται, α δε τηλεφωνήσει.
Πρέπει να έχουν ραντεβού στα σπίθια μας να μπούνε
και νά’χουνε στα χέρια τους δώρα να μας κρατούνε.
Με άδεια χέρια δε μπορεί κανείς να ξεπορτήσει
κι αν απ’το Νότο είμαστε, μοιάζομε από τη Δύση.
Κι εδά απού δεν έχομε παράδες να σκορπούμε,
με δόσεις πέρνομε PC για να δικτυωθούμε.
Τη λύρα για να δούμενε με στο YouTube θα βρούμε
κι ετσά δε θέλει έξοδα για να μερακλωθούμε
Νά’χεις γνωστό στην Αμερκή, γείτονα τον λογιάζεις,
στο Skype κάνεις ένα κλικ κι αμέσως κουβεντιάζεις.
Δε λέω ότι άχρηστη είναι η τεχνολογία,
μα χάνονται η ζεστασιά, πολιτισμός κι αξία
Άλλο’ναι εις στο Facebook μάθια να σε διαβάζουν
κι άλλο δυο μάθια δίπλα σου ζεστά να σε κοιτάζουν.
Ψεύτικο κόσμο εικονικό δείχνομε στα παιδιά μας
κι εύχομαι καλά ξέτελα νά’χουν τα γεραθιά μας.
Γιώργης Γαγάνης
Ατσιπόπουλο 11-12-2013