Του παπά Στεφανή του Νίκα
ΠΩΣ ΕΠHΡΕΑΣΕ Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Κ. ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ ΤΟΝ Κ. ΜΟΥΝΤΑΚΗ
Δύο «μεγάλους Κωνσταντίνους» γέννησε η Κρήτη τον αιώνα που πέρασε: τον Κωστή Φραγκούλη ή Ανταίο (1905) και τον Κώστα Μουντάκη (1926-1991). Ο πρώτος είναι ο δημιουργός των «Διφόρων» και ο δεύτερος ο λυράρης με την ογκωδέστερη παρουσία απ’ όλους τους μουσικούς καλλιτέχνες στο χώρο της Κρητικής μουσικής.
Και οι δύο τους ανήκουν στα ρηξικέλευθα πνεύματα της μουσικοποιητικής ιστορίας της Κρήτης, που κυριολεκτικά δημιουργούν ιστορία και την ορίζουν.
Βίωσαν ή γνώρισαν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής του Κρητικού σ’ όλες του τις εκφάνσεις και με την πέννα ο ένας και με τη λύρα και το τραγούδι ο άλλος, κατέθεσαν για τη γενιά τους και για πολλές γενιές ακόμη έργο πολυσήμαντο και αναντικατάστατο
Ο Ανταίος με το Μουντόκωστα ήταν (ο Ανταίος είναι ακόμα) μεγάλα μυαλά και χαρισματικές προσωπικότητες. Το έργο τους επηρέασε και επηρεάζει καταλυτικά πολλούς ανθρώπους. Οι γνώστες του έργου τους τούς τίμησαν και εν ζωή επανειλημμένα και μετά θάνατον (το Μουντόκωστα)
Θεωρούμε τον Κ. Φραγκούλη ως τον κορυφαίο ποιητή στο χώρο της κρητικής ποίησης του 20ου αι. Αν και δεν έγραψε κάποιο ιδιαίτερα μεγάλο στιχούργημα, όπως τον «Ερωτόκριτο» του Β. Κορνάρου ή τον «Τρόχαλο» του Μ. Καυκαλά, αλλά ήταν τα πονήματά του σχετικά ολόστιχα, εν τούτοις η ποιότητα του ύφους του, ο χειρισμός του λόγου, η χρήση της κρητικής διαλέκτου (ιδίωμα ανατολικής Κρήτης), το πλουσιότατο λεξιλόγιο και οι άπειρες γνώσεις γύρω από τον παλιό παραδοσιακό τρόπό ζωής στην Κρήτη, είναι υποδειγματικά. Οι δύο μεγάλες του ποιητικές συλλογές, «τα Δίφορα» είναι εκδόσεις – μουσεία του παλαιού τρόπου ζωής των Κρητικών.
Θεωρούμε και τον Κ. Μουντάκη κορυφαίο κρητικό λυράρη και τραγουδιστή. Συνέθεσε σημαντικές μελωδίες. Πάν’ απ’ όλα όμως ήταν ο πιο δόκιμος διασκευαστής παραδοσιακών μελωδιών. Αλλά και οι στίχοι πού επέλεγε να τραγουδήσει ήταν ποιοτικοί και ειπωμένοι κατά το μάξιμουμ – στην κρητική διάλεκτο. Αρκετά στιχουργήματα – επώνυμα ή παραδοσιακά ανώνυμα -τα τραγούδησε, αφού προηγουμένως τα διασκεύασε επιτυχημένα. Γνώριζε την ύπαρξη του πρώτου βιβλίου των «Διφόρων» του Κ. Φραγκούλη και το χρησιμοποίησε, απ’ όσο γνωρίζουμε οκτώ φορές. Άλλους στίχους τους τραγούδησε απαράλλακτους, άλλους διασκευασμένους, ενώ από κάποια άλλα στιχουργήματα διάλεξε λέξεις ή εκφράσεις. Όλα πάντως έγιναν επιτυχίες και κλασικά. Αυτό το αλισβερίσι – είναι απόλυτα φυσικό – βοήθησε και το στιχουργό, αφού τα στιχουργήματά του έγιναν γνωστά σε πολύ κόσμο, και το λυράρη, λόγω της υψηλής τους ποιότητας.
Εκείνες βέβαια τις δεκαετίες – μέχρι το 1980 περίπου, οι τραγουδιστές συνήθιζαν να μην αναφέρουν το όνομα του στιχουργού ή του συνθέτη και γενικά τις πηγές του τραγουδιού τους. Έτσι φαίνονταν εκείνοι μοναδικοί δημιουργοί των τραγουδιών, αποκομίζοντας και τα ανάλογα οφέλη σε χρήματα και δόξα. Ο κόσμος πάντως, ούτε ρωτούσε, ούτε τον ενδιέφερε το θέμα της πνευματικής ιδιοκτησίας των τραγουδιών που άκουγε.


Εκείνο που μετρούσε ήταν αν του άρεσαν τα τραγούδια. Οι στιχουργοί έδιναν τους στίχους τους στους τραγουδιστές, χωρίς να ζητούν να αναφέρεται τ’ όνομά τους. Τους αρκούσε ή ηθική ικανοποίηση να τραγουδηθούν τα δημιουργήματά τους. Στην περίπτωση ωστόσο του Κ. Μουντάκη και του Κ. Φραγκούλη, ο πρώτος έκανε χρήση των στίχων του δεύτερου αυτοβούλως. Και παρά το αντικανονικό αυτής της ενέργειας, ωφελήθηκαν και οι δύο: ο λυράρης βραχυπρόθεσμα, κι ο στιχουργός μακροπρόθεσμα. Σε τελική ανάλυση ωφελήθηκαν οι Κρητικοί και το στοκ της τραγουδιστικής μας παράδοσης.
Παρέχουμε την ευκαιρία, παρακάτω, στους αναγνώστες, να γνωρίσουν το πως ακριβώς επηρέασε η ποίηση του Ανταίου το Μουντόκωστα, χωρίς περικοπές. Στα στιχουργήματα, όπου υπάρχουν δύο στήλες, η αριστερή έχει τους στίχους στην αρχική τους μορφή ενώ η δεξιά στήλη τους έχει όπως τους διασκεύασε ο Κ. Μουντάκης.
Αγάπη απού ’ρθει πάρωρα, σα μήλο δίφορο ’ναι,
απού πομένει στο κλαδί και τα πουλιά το τρώνε
(Μαντινάδα του Κ.Φ. που τραγούδησε ο Κ.Μ. σε σούστα)
Τ’ ΑΜΟΝΑΧΟ (Κ.Φ.)
Εζευγαρώσαν τα πουλιά
κι ένα δεν ζευγαρώνει,
Μόνο πομένει αταίριαχτο
κι αμοναχό γυρίζει.
δεντρί δεν βρίσκει να σταθεί,
κλωνί να ξεμουδιάσει,
μηδέ και νεροκόλυμπο
να βρέξει το φτερό ντου
και τρέχει μεσ’ στην ερημιά
κι ολοχρονίς το τρώνε
οι σαύρες του καλοκαιριού
κι οι πάχνες του Χειμώνα.
-Πανάθεμάσε κυνηγέ,
που σκότωσες το ένα
και δεν το σκότωνες κι αυτό
να ’χεις μιστό μεγάλο,
να μη γυρίζει μοναχό
στο κόσμο, δίχως ταίρι
γιατί καλλιά από θάνατο
η γι αρφανιά λογάται!
ΕΖΕΥΓΑΡΩΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ (Κ. Μ.)
Εζευγαρώσαν τα πουλιά
ταιριάσανε τ’ αγρίμια
μα το δικό μου ριζικό
μηδέ πουλί δεν ντο ’χει
μηδέ τ’ αγρίμι του βουνού
στη μοίρα δεν μου μοιάζει,
π’ ανάθεμά σε, χωρισμέ,
και γιάειντα με πληγώνεις
και εμένα με το ταίρι μου,
γιάειντα δεν μ’ ανταμώνεις;
ΤΣΗ ΤΑΒΛΑΣ (Κ. Φ.)
Αητός σε χώμα δεν πατεί
σε δέντρη δε φωλεύγει,
στα χαμηλά δεν κάθεται,
στον κάμπο δε βιγλίζει,
κι α διαφαλάξει αρά και που,
περαστικός, δεν πράσσει.
Τόπο δεν βρίσκει αμάλαγο,
μερά να του χερώνει,
μηδέ χαράκι ριζιμιό
γη πέτρα να θρονιάσει,
αδερφοχτό να πορευτεί,
σύντεκνο να κονέψει,
μήδέ και πρωτοξάδερφο
γη ορτάκη να δειπνήσει.
Κι απού την πρίκα την πολλή
κλωθοπετά και φεύγει
κι έρχεται πίσω στα ψηλά
στσ’ ανταριασμένες ρίζες
να βρει λιθάρι να σταθεί,
γκρεμό για να φωλέψει,
να βρει ’ψιμόριφο θροφή
κι αγρίμι για προσφάγι,
κουτσουναράκι ολόδροσο
να σπιθοκρουσταλιάζει,
ν’ ακούσει πέρδικας λαλιά
κι ασκορδαλού σφυρίχτρα,
και πάνω απ’ το συνάφουρο,
στην ξαστεριά, σα ρήγας
να δει ριτζά στα πόδια ντου
τη γης, τον κόσμο όλο.
ΑΗΤΟΣ ΣΕ ΧΩΜΑ ΔΕΝ ΠΑΤΕΙ (Κ. Μ.)
Αητός σε χώμα δεν πατεί
στον κάμπο δεν φωλεύει
μόνο γυρίζει στα βουνά
στσ’ ανταριασμένες ρίζες,
γιατί τ’ αρέσει η λευτεριά.
ΑΠΟΘΥΜΙΑ (Κ. Φ.)
Στην εξοχή να σ’ έβρισκα
μια μέρα που να βρέχει
και να ‘ναι ο τόπος άβολος
σπηλιάρι να μη βρίσκεις,
μήτε δεντρό για να σταθείς
γη δέτη ν’ αποσκιάσεις.
Ν’ αστράφτει ο Θιός και να βροντά
να ρίχνει αστροπελέκι
και να φοβάσαι αμοναχή
για να ’ρθω από κοντά σου
ν’ απλώσω το ρασίδι μου
τσοι δυό μας να τυλίξει,
να βγάλω το μαντήλι μου
στον ώμο σου να ρίξω
και το μεϊντανογέλεκο
ζιπόνι να το βάλεις.
Να σ’ αγκαλιάσω μην εργάς
κρυάδα μη σε πιάσει
κι τραχηλιά σου μη γραθεί
κι ο κόρφος σ’ ανεδώσει.
Και μέσα στ’ αστραπόβροντο
και τη βοή τ’ αέρα
η αναπνιά μας να σμιχτεί
κι η εμιλιά να τρέμει.
Κι αν βλαστημήξω τον καιρό
να μη μου το πιστεύψεις
καντήλια τάσσω των αγιώ,
μέσα μου, να μη βριάσει…
ΒΟΣΚΑΔΟΥΡΑΚΙ ΑΜΟΥΣΤΑΚΟ (Κ.Μ.)
Βοσκαδουράκι αμούστακο
στ’ αόρη απού γυρίζω,
με το σεβντά σου, αγάπη μου,
στέκω και ντουσουντίζω…
Να σ’ εύρισκα στην ερημιά
μια μέρα που να βρέχει
μα να ’ν’ τόπος άβολος,
σπηλιάρι να μην έχει.Να ’ρχεται μπόρα δυνατή
να μη μπορ’ αποσκιάσεις
και να φοβάσαι αμοναχή
μη φύγω και με χάσεις.
Ν’ αστράφτει, να κουφοβρoντά,
να ρίχνει κουκοσάλι
και ξεπαπούτσωτη να ’ρθεις
στην εδική μου αγκάλη.
Ν’ ανοίξω το ρασούλι μου
να σε σφυχταγκαλιάσω
την αναπνιά σου να γροικώ,
τη μέση σου να πιάσω.
Να σου σκεπάσω από κορφής
τα κατσαρά μαλλιά σου.
Να σε κρατώ και να γροικώ
τσοι χτύπους τση καρδιάς σου.
Να λέω, Παναγία μου,
ποτέ μην ξαστεριάσει
κι μπόρα να ξημερωθεί
και να ξαναβραδιάσει
ποιος βρίχνει τέτοιο θησαυρό
και αφήνει να τον χάσει!
Ήλιος ποτέ μην ξαναβγεί,
φεγγάρι μην απλώσει,
το μυστικό τσ’ αγάπης μας
μην το ξεφανερώσει.
ΤΟΥ ΖΕΒΝΤΑ (Κ. Φ)
Τα μαύρα ρούχα του ζεβντά,
πλύσιμο δεν τα πιάνει,
μηδέ σαπούνι τα φελά,
μηδ’ αλουσά τ’ ασπρίζει
Σε ποταμό δεν πλύνουνται,
βρύση δεν τα ξεπλύνει,
γιατί στερεύγει ο ποταμός,
γιατί ξαγλιέται η βρύση.
Κι ανέ ν-τ’ απλώσουν σε σκοινί
κομποθελιά και λιώνει,
αν ανέ ν-τ’ απλώσουν σε δεντρί,
μαραίνουνται τα φύλλα.
Κι ανέ ν-τ’ απλώσουνε στη γη,
ξεραίνονται τα χόρτα!
ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΡΟΥΧΑ (Κ. Μ.)
Τα μαύρα ρούχα του ζεβντά
πλύσιμο δεν τα πιάνει,
γιατί τα τρώνε οι στεναγμοί
εκείνου που τα βάνει.
Ο ΖΕΥΓΑΡΟΚΑΙΡΟΣ (Κ. Φ.)
Έρχετ’ ο ζευγαρόκαιρος,
κοντοσιμώνει Οχτώβρης,
που πιάνει μπόρα στο βουνό,
στον κάμπο πρωτοβρόχι
να σηκωθεί ο νιόπαντρος
με τη νοικοκερά ντου.
να πάρει τα ζυγάλετρα,
πρώτη σπορά να κάμει.
Στην αυλακιά ξωπίσω ντου,
να του ’κλουθά η γυναίκα,
να στρώνει, να βολοκοπά
κι αγίδα να του κάνει.
Ο ζευγολάτης να λαλεί
να πηαίνουν τα ματζέτια
και να πατεί την έχερη,
τα ζευτικά να δρώνουν.
Στο έσω να τη γλυκοθωρεί,
στο άνω να τση γνέφει,
και αυτή να του χαμογελά
κι ο τόπος να μορφαίνει.
Να γυροπεταρίζουνε
μαδέρια οι σουσουράδες
που συντροφιά χαρούμενη
βαστούνε τω ζευγάδων
και να περνούν οι γι-εδικοί
κι οι ξένοι ευκές να δίδουν:
-Να ’ναι καλά τα σπέρνετε
κι ο κόπος του διαφόρου,
να βγάλει αστάχυ πιθαμή
και εννιά αδερφούς το στάρι,
να βρέξει ο Μάρτης το βλαστό
κι Απρίλης ν’ ασκελώσει
κι ο Μάης να δροσολογά
να το καλόμεστώσει.
Να ’ναι ο Πρωτόλης καψερός,
να ’ρθει ο καιρός του θέρου,
να κάνει κείνη τσ’ αγκαλιές
κι εκείνος τα δεμάτια,
να τα σωρεύγουν θεμωνιά
παρέκει στην απλάδα.
Να τραγουδεί ο κουβαλητής,
να του βουηθά ή θερίστρα
και να κλουθούν τα ζούμπερα
να τρώνε τ’ αποθέρι
ν’ ανεχατάσσουνε ύστερα
μπραγά στην ασκενιάδα.
Κι απήτις ’ποθερίσουνε,
στ’ αλώνι να το ρίξουν.
Εκείνη στο βολόσυρο
κι εκείνος να συμπαίνει.
και σα γενεί το μάλαμα
και σα το σωροστέσουν,
ο γεις από τη μια μεριά
και ο άλλος από την άλλη,
εκείνή με το κόσκινο
κι αυτός με το θρινάκι,
να ξεχοντρίζουν τ’ άχερο
να βγάνουν τσι κοντύλους.
Βουηθά ο καιρός το λύχνισμα,
σαλεύγει ανεμολόγος,
πέφτει χρυσάφι στο σωρό
και μάλαμα στσοι γύρους
το στάρι το μοσκόβικο
το καλομεστωμένο.
-«χίλια μουζούρια, ώρα καλή»!
-«Καλώς τσοι, δυό χιλιάδες»!
-«Να’στε καλά να χαίρεστε,
να φάτε τον καρπό σας,
το σόδι και τσοι κόπους σας
σε γέννες και βαπτίσα»!
Κι αυτοί να καμαρώνουνε
και λειτρογιές να τάσσουν.
Να κουβαλιούνε ολημερίς
το σπίτι να γεμίσουν
πιθάρια, παραπίθαρα,
κουρούπια, κοφινίδες.
Κι απάνω στ’ ανεσάκιασμα
η νιόπαντρη να σκύφτει
να πει με χαμηλή φωνή
και ντροπαλή τ’ αντρούς τση
-Σε καλήν ώρα σάλεψε
κοπέλι στην κοιλιά μου!
ΖΕΥΓΑΡΟΚΑΙΡΟΣ (Κ. Μ.)
Έφταξ’ ο ζευγαρόκαιρος
και μπήκε πρωτοβρόχι
και μ’ έπιασενε νιόπαντρο
και μένα εις το μετόχι.
Και παίρνω τα ζυγάλετρα,
το ζεύτη και το σπόρο
και πρωτοσπόρι έκαμα
στου κάτου Δρυ το πόρο.
Στην αυλακιά ξοπίσω μου
ακλούθιενε η γυναίκα
Και στρώνει και βολοκοπά
κι ούλα μου πάνε ντρέτα.
Στο έσω τη γλυκοθώρουνε
στο άνω μου κρυφογέλα
και γυροπαραβόλιαζεν
ο μόσκος την κανέλα.
Κι ήβρεξ’ ο Μάρτης το βλαστό
κι Απρίλης τ’ ασκελώνει
κι ο Μάης το δροσολογά
και το καλομεστώνει.
Κι ο Πρωτογούλης καψερός
ήρθε καιρός να δούμε
εκείνανά που σπείραμε
στα φανερά να βγούνε.
Ήρθε ν-το θέρος κι ο κάθ’ είς
δρώνει και ψιλοδρώνει,
και βάλαμε ν-τα ’δα κι εμείς
τα βούγια εις τ’ αλώνι.
Εκείνη στο βολόσυρο
και γω εσύμπαινά το
κι ανάπιανα το μάλαμα
κι αποκαμάρωνά το.
Κι απής τ’ απαλωνέψαμε
πιάνει το μελτεμάκι
και πιάνει το βολίστ’ αυτή
κι εγώ με το θρινάκι.
Κι οι χωριανοί περνούσανε
μπαρμπάδες μας και θειάδες
-«Χίλια μουζούρια, ώρα καλή»!
-«Καλώς τσοι, δυο χιλιάδες!
Να ’στε καλά να χαίρεστε
τσοι κόπους σας περίσσια
κι όλα να τα ξοδιάσετε
σε γέννες και βαφτίσια».
Κι απάνω στ’ ανασάκιασμα
ήρθ’ η κερά κοντά μου
και λέει μου: «εδά σαλεψε
κοπέλι στην κοιλιά μου».
Ο ΜΟΥΛΤΕΖΙΜΗΣ (Κ. Φ.)
Να βάνανε τον έρωντα
κουμέρκι να πλερώνει
να τονε τελαλίζουνε
το πάχτος να ντιρντίσω
και να γενώ μουκατατζής
στη Χώρα μουλτεζίμής!
Να πάρω αράδα τα χωργιά,
γραμμή τα κοντοχώρια,
με τεραζί στη χέρα μου
με καμπανό στον ώμο.
Να βρώ ξαθές μελαχρινές
και ροδομαγουλάτες,
τον έρωντά τους να μετρώ,
να βαροκαμπανίζω
κι αντίς κουμέρκι για ματιά
στ’ αξάγιασμα να παίρνω
και δυο φιλάκια η καθεμιά
για μουκατά να δίδει.
Στσι χήρες θα ’χω τεραζί
να παίρνω απού τσι δέκα,
στσι παντρεμένες καμπανό
κι απόκου ν’ αξαγιάζω
στσι λεύτερες το βεζινέ,
στο ζύγι να μη σφαίρνω.
Κι όντε ζυάζω τσ’ αγαπώς
τον έρωντα χαρώ τη,
ξύγκικα δράμια θα βαστώ
να παίρνω δυό για το ’να.
Κι α νιώσει την αζιγανιά
να μαθευτεί η γι-απάτη,
όσα φιλιά κι α μου ’δωσε
τρίδιπλα τα γυρίζω.
Στην κρίση μη με δώσουνε
και κλέφτη μη με πούνε!
Ο ΜΟΥΛΤΕΖΙΜΗΣ (Κ. Μ.)
Οφέτος τον απάχτωσα
το μουκατά στσ’ αγάπες
και θα γυρίζω να ρωτώ
ξανθές και μαυρομάτες
πόσο καιρό ’χουνε σεβντά
κι είντα καράθια πιάνει
εγώ θα τονε ξεμετρώ
ανέ φτάνει γη α δε φτάνει.
Εγώ ’μαι κι ο μουκατατζής,
εγώ κι ο μουλτεζίμης
κι είμαι εις στα χάδια ακριβός
και στα φιλιά καρης.
Το μουκατά στον έρωτα
τον έχω παχτωμένο
κι όσα φιλιά μοιράζουνε
ένα στα δυο θα παίρνω.
Στσι χήρες θα ’χω τεραζί
να παίρνω απού τσι δέκα,
στσι παντρεμένες καμπανό
για να ξαγιάζω ντρέτα,
στσι λεύτερες θα ’μαι ακριβός
στο ζύγι να μη σφέλνω
κι όσα φιλιά μοιράζουνε
ένα στα δυο θα παίρνω.
Κι όντ θα φτάξω στσ’ αγαπώ
την πόρτα – ανάθεμά τη-
ξύγκινα δράμια θα βαστώ
και θα ζυγιάσω απάτη
τριάντα δυο χρονώ σεβντά
έχω για να ξαγιάσω
και θα βουτώ τη σέσολα
στα ίσα κι ό,τι πιάσω!
ΤΟΥ ΡΟΔΙΝΟΥ (Κ.Φ.)
Σ’ ενούς λυράρη την αυλή,
κονάκι κάνει ο Χάρος
και προσηκώθει ο λυρατζής,
παλιό κρασί να φέρει,
και ξεκρεμά τη λύρα ντου
γλυκύ σκοπό να παίξει.
-Αφησ’ το δίσκο, λυρατζή,
κι απόθεσε τη λύρα,
στέρεψε το δοξάρι σου
στο τοίχο κρέμασε το,
και πιάσε να χαζιρευτείς,
τα σκολινά σου βάλε,
γιατί σε παίρνω σύναυγα
και πας στον κάτω κόσμο.
-Χάρε α θέλεις άφησ’ με
τη λύρα μου να πάρω,
απού μιλιούνε οι κόρδες τση
και κλαίει ο καβαλάρης
και τα γερακοκούδουνα
του δοξαριού δηγούνται
τ’ Απάνω κόσμου τα καλά,
τση νιότης τα τσαλίμια,
τω γυναικώ την ομορφιά
και των αντρώς την πράξη.
-Δε σε αφήνω ζάβαλε,
καλλιά ’χω να τη σπάσεις
γιατί με το δοξάρι σου
σηκώνεις πεθαμένους
και θ’ αρχινήξεις κοντυλιές
να ταραχίσεις τσ’ άντρες,
να ξεμυαλίσεις κοπελιές,
να ξετρουμίσεις γέρους
και δα πλανέψεις τα μωρά,
να κλαίνε για κανάκια.
Και δα μισήσουν τα κελιά
του – ν – Αδη τα καστέλια,
κι όλοι δα θένε να ’ρθουνε
στον κόσμο τον Απάνω,
που ’χετε σκόλη κάθα οχτώ
και κάθε τρεις σεϊρι
και πάσα αργά ξεφάντωση
και ζεύκι κι αρρεβώνες.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΛΥΡΑΡΗ (Κ. Μ.)
Σε ενός λυράρη την αυλή
εκόνεψεν ο Χάρος
κι ανασηκώθει ο λυρατζής
παλιό κρασί να φέρει
λες κι ήτο φίλος του ακριβός
να τονε τραπεζώσει
και ξεκρεμά τη λύρα ντου
γλυκό σκοπό να παίξει
λες κι ήτονε κάνας γλετζές
να τονε ξεφαντώσει
-Άσε το δίσκο λυρατζή
και κρέμασε τη λύρα
φύλαξε το δοξάρι σου
για δε ντο ξαναπιάνεις
τα σκολινά σου έβαλε
γιατί σε παίρνω σύναυγα
και πας στον άλλο κόσμο.
-Χάρε, α θέλεις, άφησ’ με
τη λύρα μου να πάρω
απού μιλούν οι κόρδες τση
και κλαίει ο καβαλάρης
και τα γερακοκούδουνα
του δοξαριού μου, λένε
τσ’ απάνω κόσμου τσι χαρές,
τση νιότης τα τσαλίμια,
την ομορφιά των κοριτσιώ,
τση λεβεδιάς τη χάρη
και μιάς αγάπης μου παλιάς
το κάνω βασιγιέτι,
που μου διπλοπαράγγερνε
τη λύρα μη ξεχάσω
στον κάτω κόσμο όντε θα ’ρθω
-Δεν στην αφήνω ζάβαλε,
καλλιά ’χω να τη σπάσεις
γιατί με το δοξάρι σου
σηκώνεις ’ποθαμένους
και θ’ αρχινήξεις κοντυλιές
να ταραχίσεις τσ’ άντρες
να ξεμυαλίσεις κοπελιές
να ξετρουμίσεις γέρους
και θα πλανέψεις τα μωρά
να κλαίνε για κανάκια
και θα μισήσουν τα κελιά
του Νάδη τα καστέλια
κι ούλοι θα θένε να ’ρθουνε
στον κόσμο τον απάνω.
Πρώτη δημοσίευση στο Περιοδικό Κρητόπολις, Τεύχος 5ο







