ΑΠΟΨΕΙΣ

«Κουβέντα για τις ανισότητες από τη Νέα Δημοκρατία!»

Νίκος Χριστοδουλάκης*

Στην Ελλάδα, το μερίδιο των μισθών στο εθνικό εισόδημα το 2019 έφτανε μόλις το 59% του ΑΕΠ, αισθητά πιο πίσω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα χειρότερα, όμως, ήρθαν πρόσφατα, όταν το μερίδιο κατρακύλησε πέρυσι στο 55% του ΑΕΠ, ένα από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε. Για την επόμενη χρονιά προβλέπεται μάλιστα ότι θα χειροτερεύσει κι άλλο και θα μειωθεί στο 52% του ΑΕΠ!

Επειδή πρόσφατα ο πρόεδρος της Ν.Δ. διακήρυξε ότι προτεραιότητα της επερχόμενης κυβερνητικής θητείας θα είναι η μείωση των ανισοτήτων, καλό θα είναι να γνωρίζουμε ότι τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια οι εισοδηματικές ανισότητες αυξήθηκαν ραγδαία και τίποτα δεν έκανε για να τις μετριάσει.

Έχουμε λοιπόν και λέμε:

Οταν ξέσπασε η ευρωπαϊκή κρίση χρέους και η Ελλάδα έπρεπε να εφαρμόσει τρία μνημόνια, για να αποφύγει μία επίσημη χρεοκοπία, ήταν πολλοί αυτοί που προφήτευαν ότι μετά την κρίση η οικονομία θα αναπτυσσόταν πιο στέρεα, γιατί θα είχαν διορθωθεί οι παθογένειες, οι ανισότητες θα περιορίζονταν, αφού όλοι θα είχαν υποστεί περικοπές ανάλογα με τα προνόμια που είχαν αποκομίσει στο παρελθόν, οι θεσμοί θα λειτουργούσαν καλύτερα, γιατί θα αναβάθμιζαν τον ρόλο τους στην επίλυση διαφορών και την επίτευξη συνεννόησης.

Μια δεκαετία αργότερα, ξέρουμε ότι αυτά δεν συνέβησαν και πολλά προβλήματα συνεχίζουν ακάθεκτα, με πιο σημαντικό και ακανθώδες τις οξυμμένες διαφορές στα εισοδήματα και τον πλούτο.

Οταν ξέσπασε η πανδημία, πολλοί στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες πίστευαν ότι, μπροστά στον φόβο και τις αθρόες απώλειες που έσπειρε ο κορονοϊός, θα αναπτυσσόταν μεγαλύτερη συνοχή και αλληλεγγύη, οι πιο αδύναμοι δεν θα αφήνονταν στο περιθώριο και «βροχή» θα ξεφύτρωναν οι πρωτοβουλίες για μια συνύπαρξη με λιγότερη βία, χωρίς αποκλεισμούς και μια κοινωνία περισσότερο συμπεριληπτική.

Τώρα που η πανδημία αποσύρεται (τουλάχιστον προς το παρόν), βλέπουμε τις μεν εκδηλώσεις βίας σε όλα τα επίπεδα να πολλαπλασιάζονται και τις ανισότητες να μεγαλώνουν. Στη διάρκεια της πανδημίας, οι αγορές εργασίας σε πολλές περιπτώσεις πιέστηκαν ή/και κατέρρευσαν ολότελα, με αποτέλεσμα οι λιγότερο απαραίτητοι και χαμηλότερο καταρτισμένοι εργαζόμενοι να αποκοπούν εντελώς, να χάσουν εισοδήματα και να κινδυνεύουν με μόνιμο αποκλεισμό από τις προοπτικές απασχόλησης.

Και άλλοι όμως που είτε ακόμα σπούδαζαν είτε συμμετείχαν σε προγράμματα κατάρτισης δεν είχαν επαρκή αναπλήρωση με τις διαδικασίες τηλεκπαίδευσης, τη μία επειδή οι δημόσιες υποδομές ήταν ελλιπείς, την άλλη οι οικογένειές τους δεν μπορούσαν να τους εφοδιάσουν με τα κατάλληλα λάπτοπ για τη διασύνδεση, την παράλλη επειδή έπρεπε να κάνουν καμιά πρόχειρη δουλειά για επιβίωση.

Ακόμα και μεγάλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, είδαν τα φτωχότερα στρώματα της νεολαίας να χάνουν πρακτικά μία χρονιά μάθησης, που δύσκολα θα αναπληρώσουν στο εγγύς μέλλον. Σε κοινωνίες όπως η δική μας, οι απώλειες μπορεί να είναι και μεγαλύτερες, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το σύστημα τηλεκπαίδευσης έπεφτε πολύ συχνά, άλλες φορές το εκπαιδευτικό υλικό δεν είχε ετοιμαστεί και άλλες τόσες οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί μπλοκάρισαν τη διαδικασία για να την «πέσουν» στο υπουργείο. Πάλι το αποτέλεσμα θα είναι λιγότερες γνώσεις, λιγότερες ευκαιρίες απασχόλησης και –αναπόφευκτα– χαμηλότεροι μισθοί.

Οταν μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ξέσπασε και η τρίτη κρίση με τον πληθωρισμό στην ενέργεια και την ακρίβεια σε όλα τα βασικά είδη που ακολούθησε, πάλι τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και οι πιο χαμηλόμισθοι είχαν τις αναλογικά μεγαλύτερες απώλειες.

Αντίθετα, όσοι έχουν εισοδήματα που παράγονται από περιουσιακά στοιχεία (π.χ. ακίνητα), από ελεύθερες υπηρεσίες και επαγγέλματα ή από εμπορευματική δραστηριότητα (π.χ. εισαγωγές, καταστήματα, κ.λπ.), έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα προσαρμογής των αμοιβών τους και εξισορροπούν ή ακόμα και υπερφαλαγγίζουν τον πληθωρισμό. Καμία έκπληξη ότι και μετά την κρίση ακρίβειας πάλι τα εισοδήματα των πολλών βρέθηκαν σε συγκριτικά χειρότερη μοίρα, την οποία καθόλου δεν ανέτρεψαν οι γλίσχρες αυξήσεις και ενισχύσεις που δόθηκαν.

Ολα αυτά τα φαινόμενα και οι κρίσεις που σημειώθηκαν στην Ελλάδα είχαν ως κοινό αποτέλεσμα να μειωθεί αισθητά το μερίδιο των μισθών στο παραγόμενο εθνικό εισόδημα. Προσοχή: Αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι οι μισθοί έμειναν παγωμένοι, όπως συνθηματολογεί ο μαρμαρωμένος λόγος μερικών κομμάτων, ούτε ότι ανάπτυξη δεν υπήρξε στη χώρα, όπως παρουσιάζουν μερικοί την οικονομία, υποτιμώντας την όραση του μέσου πολίτη. Αλλά σημαίνει ότι οι εξελίξεις ήταν τρομερά άνισες σε βάρος των πολλών και προς μεγαλύτερο όφελος των πιο ευνοούμενων.

Ο πλέον χαρακτηριστικός δείκτης που αποκαλύπτει αυτή την επιδείνωση είναι το μερίδιο μισθών στο εθνικό εισόδημα και το πώς μεταβλήθηκε τα τελευταία χρόνια. Ως βάση σύγκρισης ας σημειωθεί ότι στο σύνολο της ευρωζώνης το μερίδιο μισθών κατά την περίοδο 2019-2022 παρέμεινε σχεδόν σταθερό γύρω από το επίπεδο του 64%. Δηλαδή δύο τρίτα αμοιβές εργασίας και ένα τρίτο αμοιβές κεφαλαίου, λίγο πολύ η παραδοσιακή αναλογία που επικρατεί εδώ και αρκετές δεκαετίες.

Αντιθέτως, στην Ελλάδα, το μερίδιο των μισθών ήταν εξαρχής χαμηλότερο και το 2019 έφτανε μόλις το 59% του ΑΕΠ, αισθητά πιο πίσω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα χειρότερα, όμως, ήρθαν πρόσφατα, όταν το μερίδιο -όπως δείχνει και το Διάγραμμα- κατρακύλησε πέρυσι στο 55% του ΑΕΠ, ένα από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε. Για την επόμενη χρονιά, προβλέπεται μάλιστα ότι θα χειροτερεύσει κι άλλο και θα μειωθεί στο 52% του ΑΕΠ. Δηλαδή όσα είναι τα κέρδη των επιχειρήσεων θα έχουν φτάσει περίπου τα ίδια με το σύνολο των εισοδημάτων των μισθωτών, πολύ μακριά από την αναλογία 1/3 προς 2/3 που απαντάται στις ανεπτυγμένες χώρες.

Η έντονα καθοδική πορεία στο μερίδιο μισθών δείχνει την αύξουσα ανισότητα που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία και θα έπρεπε να κινητοποιήσει τις πολιτικές δυνάμεις να καταθέσουν προτάσεις για το πώς θεωρούν ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί. Και αυτό θα απαιτήσει όχι μόνο αυξήσεις μισθών, τους οποίους και πάλι μπορεί να καταπιεί ο πληθωρισμός, αλλά κυρίως προγράμματα επενδύσεων και απασχόλησης που θα οδηγήσουν σε μονιμότερες και καλύτερες αποδοχές και, σε συνδυασμό με μια δικαιότερη κατανομή του φορολογικού βάρους, θα μείωναν σταδιακά τις ανισότητες.

Η Ν.Δ. μέχρι τώρα έδειξε ότι φοβάται τη συζήτηση για τις ανισότητες και προτιμά απλώς να δίνει κάθε τόσο νούμερα για τους μελλοντικούς μισθούς αποκομμένα από την εξέλιξη του πληθωρισμού και χωρίς καμιά συσχέτιση με την εξέλιξη των κερδών και της παραγωγικότητας. Ετσι, όμως, το μερίδιο των μισθών κινδυνεύει να συνεχίσει κανονικά και οι ανισότητες στο άμεσο μέλλον να οξυνθούν ακόμα περισσότερο.

*Επικεφαλής Ινστιτούτου «In Social», υπεύθυνος ομάδας σύνταξης Οικονομικού Προγράμματος ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ.