Σε Ελλάδα και Ευρώπη, το κράτος – πατερούλης που πρέπει να δίνει λύσεις για τα πάντα και ταυτόχρονα να παριστάνει και τον επιχειρηματία, ιδίως μέσω κρατικών μονοπωλίων, έχει βρει τη θέση του στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ποια, όμως, θα έπρεπε να ήταν η εναλλακτική απάντηση, ιδίως των προοδευτικών πολιτικών σχηματισμών; Ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση η αντικατάσταση των κρατικών μονοπωλίων με ιδιωτικά; Ήταν δόκιμη η «απουσία της παρουσίας» του κράτους από τομείς που ο ανταγωνισμός δεν λειτουργούσε; Ήταν σκόπιμη για το δημόσιο συμφέρον η πλήρης αποχή του κράτους;
Οι αποκρατικοποιήσεις, ιδίως στη χώρα μας, έτυχαν ευρύτατης λαϊκής συναίνεσης, ιδίως στις αρχές της περασμένης δεκαετίας. Στις δημοσκοπήσεις του 2011 συμφωνούσαν με ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων περίπου το 78% των Ελλήνων. Τούτο ήταν εύλογο όταν στις απαρχές της κρίσης έβλεπες το μέσο φορολογούμενο να πρέπει να χρηματοδοτεί τα τεράστια ελλείμματα των δημοσίων επιχειρήσεων, τη στιγμή που ορισμένα διοικητικά και συνδικαλιστικά στελέχη απολάμβαναν προκλητικές αποδοχές και προνόμια. Την ίδια ώρα το επίπεδο παροχής υπηρεσιών ήταν απογοητευτικό.
Οι πέντε βασικές υποσχέσεις των εκτεταμένων αποκρατικοποιήσεων ήταν η αύξηση του ανταγωνισμού, η μείωση των τιμών πώλησης των αγαθών, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, η βελτίωση των υποδομών και η προστασία του περιβάλλοντος. Η ιστορία απέδειξε ότι σε κανέναν από τους ανωτέρω τομείς οι προσδοκίες δεν επαληθεύθηκαν σε όλες τις περιπτώσεις. Τούτο συνέβη όχι μόνον στη χώρα μας, αλλά και στην κοιτίδα του νεοφιλελευθερισμού, τη Μεγάλη Βρετανία.
Στη χώρα μας χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τραπεζικός τομέας. Στα τέλη του 2023 οι ίδιες οι τράπεζες συνομολόγησαν συνθήκες καρτέλ στις προμήθειες και στα λοιπά έξοδα τραπεζικών συναλλαγών, ο αριθμός τραπεζοϋπαλλήλων μέσα σε μια δεκαετία μειώθηκε δραστικά, οι παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους πολίτες υποβαθμίστηκαν (μολονότι, στο μεσοδιάστημα, υπήρξε τεράστια τεχνολογική πρόοδος) και το κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών για τους πολίτες εκτοξεύτηκε στα ύψη (τόσο λόγω των υψηλών προμηθειών και λοιπών εξόδων συναλλαγής όσο και εξαιτίας της διατήρησης χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων).
Στη Μεγάλη Βρετανία από τα μακροοικονομικά οφέλη που υποσχόταν ο Άγγλος Υπ. Οικoνoμικών, Ν. Lawson, διακηρύσσοντας ότι η υγιής ανάπτυξη μπορεί να στηριχθεί μόνο στη βελτίωση της προσφοράς, σε αντίθεση με την Κευνσιανή πολιτική της τόνωσης της ζήτησης έφτασαν στην πλήρη αποτυχία του ιδιωτικού τομέα, στον κρίσιμο τομέα του νερού. Στη χώρα αυτή, ακόμη και το νερό ιδιωτικοποιήθηκε με το κράτος να διατηρεί έναν εποπτικό ρόλο (στην ουσία να επιβάλει πρόστιμα). Πριν μερικές ημέρες, η Ofwat, δηλαδή η ρυθμιστική αρχή Υπηρεσιών Ύδρευσης, αποφάσισε να επιβάλει πρόστιμο 168 εκατομμυρίων λιρών σε τρεις από τους μεγαλύτερους παρόχους της χώρας: στις ιδιωτικές εταιρίες Thames Water, Yorkshire Water και Northumbrian Water. Η αιτιολογία ήταν η «αποτυχία διαχείρισης έργων και δικτύων επεξεργασίας λυμάτων». Το κόστος για τους πολίτες είναι μεγάλο. Μέσα στην πενταετία η σχετική δαπάνη αυξήθηκε 75% και ζητείται να ανέβει σε αντίστοιχο ποσοστό τα επόμενα χρόνια. Την ίδια ώρα οι υποδομές καταρρέουν, τα 1500 βρετανικά ποτάμια θεωρούνται προβληματικά λόγω υπερχείλισης και διαρροής του αποχετευτικού δικτύου (και όχι λόγω ρύπανσης από λοιπές επιχειρήσεις). Οι μέτοχοι, όμως, των εταιριών αυτών μέχρι πρόσφατα δεν ήταν δυσαρεστημένοι, καθώς απολάμβαναν υψηλές αποδόσεις.
Για ποιο λόγο αναφέρουμε τα ανωτέρω; Γιατί η χρυσή τομή παραμένει ακόμη και σήμερα ζητούμενο τόσο για την Ελλάδα όσο και την Ευρώπη. Η εναλλακτική του υπερμεγέθους δημόσιου τομέα δεν είναι εκείνη του ανύπαρκτου. Ούτε ο ρόλος του κράτους είναι μόνον να κάνει τον τροχονόμο και να κόβει κλήσεις (αυτό που κάποιοι ονομάζουν σήμερα «εποπτεία»). Δουλειά του κράτους είναι τόσο να εποπτεύει και να ελέγχει όσο και να παρεμβαίνει εκεί που ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί επαρκώς προς όφελος των πολιτών και ουδέποτε να απεμπολεί φυσικά μονοπώλια.
Στη χώρα μας, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με αφορμή την προσπάθεια της «ιδιωτικοποίησης του νερού» με σειρά αποφάσεών του (ΣτΕ Ολομ 190/2022, 1906/2014) απέδειξε ότι παραμένει πιο προοδευτικό και φιλόδημο από τους ίδιους τους πολιτικούς και τα κόμματα. Επί λέξει έκρινε ότι «…η κατ’ ουσίαν μετατροπή της δημοσίας επιχειρήσεως σε ιδιωτική, που λειτουργεί με γνώμονα το κέρδος, καθιστά αβέβαιη τη συνέχεια της εκ μέρους της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας, και δη υψηλής ποιότητας, η οποία δεν εξασφαλίζεται πλήρως με την κρατική εποπτεία. οι υπηρεσίες της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. παρέχονται μονοπωλιακώς, σε μεγάλο πληθυσμό διαβιούντα υπό δυσμενείς οικιστικές συνθήκες στον περιορισμένο χώρο της Αττικής, από δίκτυα που είναι μοναδικά στην περιοχή και ανήκουν στα πάγια περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας. Συνίστανται δε οι υπηρεσίες αυτές στην ύδρευση και στην αποχέτευση που είναι αναγκαίες για την υγιεινή διαβίωση και, ιδίως, στην παροχή του πόσιμου ύδατος, φυσικού αγαθού απαραίτητου για την επιβίωση που καθίσταται σπανιότερο συν τω χρόνω. Αβεβαιότητα ως προς τη συνέχεια της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφελείας με αυτόν τον βαθμό αναγκαιότητας δε συγχωρείται από το άρθρο 5 του Συντάγματος, ειδικότερα δε από τη διάταξη της παραγράφου 5 που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην προστασία της υγείας, καθώς και από το άρθρο 21 παρ. 3 που ορίζει ότι το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών».
Με λίγες λέξεις μια μεγάλη αλήθεια που θα διακρίνει πάντα την πρόοδο από τη συντήρηση. Το Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας τη διατύπωσε με ευθύτητα πριν την ανακαλύψουν οδυνηρώς οι Άγγλοι.