Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (13ο)
γεμενί,το: λευκό μεταξωτό κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών, φρ. « φέρε μου το γεμενί να το βάλω να πάω στο σπερνό και κτύπησε η καμπάνα».
γεμοντρουβάς,ο: τσάντα που βάζουν τροφή για τα ζώα(τουρκ.), φρ. «βάλε μια ουλιά γέμι στο γεμοντρουβά να ταΐσης το γάϊδαρο».
γεντέκι,το: δοχείο συνεχούς βρασίματος νερού στα καφενεία(τουρκ.), φρ. «γέμισε νερό το γεντέκι και σταλέ δεν έει, πως θα σάξουμε σε λιγάκι τσοι καφέδες».
γεραντίζω-γιαραντίζω: 1.ευδοκιμώ(τουρκ.), φρ. «ευδοκιμήσανε τα δεντρά απού φύτεψα στο σώχωρα και ντρακάρανε να βγάνουνε καρπούς». 2.φανερώνω, φρ. «έτσα μου ‘ρχεται να γεραντίσω τσι πομπές του και δεν θα ει μούτρα να φαίνεται στο τόπο μας». 3.δημιουργώ, γεννώ, φρ. «το σπιτικό απού γεράντισε ο σύντεκνος μου είναι το πρώτο του χωριού».
γεραντισμένος,ο: γεννημένος, φανερωμένος(τουρκ.), φρ. «άθρωπος γεραντισμένος δε φαίνεται επαέ και φαντάσει ο τόπος».
γερνέ: ακριβώς όπως(τουρκ.), φρ. «δε δίνεις τ’ αγγέλου σου νερό γερνέ ο λάλος σου είσαι».
γερονοντοσεβντάς,o: γεροντικός έρωτας(τουρκ.), φρ. «εδά απού γέρασε ο αφέντης μου και χήρεψε τονε πιάσανε γεροντοσεβντάδες».
γιαγκίνι,το: 1.πυρκαγιά(τουρκ.), φρ. «το γιαγκίνι απού πιασε το τόπο μας έκαψε ούλες τσ’ ελές». 2. μεγάλη στενοχώρια, φρ. « τέτοιο γιαγκίνι που μου καμε ο γυιός μου ,με τα καμώματα ντου δε περιγράφουνται». 3.αδυναμία, φρ. μεγάλο γιαγκίνι έχω για τον εγγονό μου και δε γατέω ίντα θα κάμω με τσι διαολιές του». 4.έρωτας, φρ. «το γιαγκίνι απού χω για τη γειτονοπούλα δε μ’ αφήνει να κοιμηθώ τσι νύχτες».
γιγούμι,το: δοχείο με βρυσάκι για να διατηρείται ζεστό το νερό στα καφενεία, φρ. «άμε να βάλης κάμποσο νερό στο γιγούμι και θαρρώ πως δεν έει».
γκαλόμαλο,το: μαλλί από πρόβατα που θηλάζουν, φρ. «πάρε τούτονε το γκαλόμαλο να πλέξης του κοπελιού ένα σκούφο».
γιογλάρισμα,το: 1.φευγιό(τουρκ.), φρ, «το γιογλάρισμα του κοπελιού μας από το σπίτι μασε στενοχώρησε ούλους». 2.διώξιμο, φρ. «το γιογλάριοσμα τούτουνε του άχρηστου άργησες να το κάμεις».
γιογλάρω-γιογλέρνω: διώχνω(τουρκ.), φρ. «γιόγλαρε ούλους τσ’ άχρηστους απού εις στη δούλεψη σου».
γιοργαλίδικο,το: γοργοκίνητο ιπποειδές(τουρκ.), φρ. «καβαλίκεψε το γιοργαλίδικο ντου και έσυρε οθέ τον κάμπο».
γιορντάνι,το: περιδέραιο, κόσμημα λαιμού(τουρκ.), φρ. «ίντα ναι τούτονε το όμορφο γιορντάνι απού φορείς κοπελιά μου».
γιότσα,η-γιότσος,ο: μεγάλο κακό, συμφορά(τουρκ.), φρ. «γιότσα να σού ρθη εκειά απού πορπατείς».
γκιούλ μπαξές,ο: κήπος με τριανταφυλλιές(τουρκ.), φρ. «άμε στο γκιούλ μπαξέ να μου κόψεις κάμποσα τριαντάφυλλα να τα πάω στο μνήμα τα’ αφέντη σου».