Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (15ο)
διακόπι,το: σμήνος από μέλισσες που μαζί με τη βασίλισσα του διαχωρίζεται από την κυψέλη, φρ. «έσαξα μια κυψέλη να μπη μέσα το διακόπι απού κρέμεται στο δεντρό».
διασάκι,το: απαγόρευση(τουρκ.), φρ. ‘ έβγαλε διασάκι ο αγάς να μη πορίσει κιανείς τα βράδια πού το σπίτι ντου».
διόνυσος,ο: ξύλο σε σχήμα τα με πλατύ το κάτω μέρος εργαλείο του τυροκόμου, φρ. « πιάσε μωρέ το διόνυσο να ανατάραξης τη μυζήθρα να μη πιάσει».
διπλεύρι,το: χάλκινος λύχνος με δύο τρύπες για φυτίλι, φρ. «πάρε το διπλεύρι απού φέγγει καλιά να μπούμε στο μαγατζέ να γυρέψωμε τα εργαλεία απού θα πάρω τη ταχυνή στη δουλειά».
έμπολο,το: θηλυκό αρνί ή κατσίκι δώρο σε πληγέντες κτηνοτρόφους ή βαφτισιμιούς, φρ. «να μαζώξωμε κάμποσα έμπολα να δώσωμε στο σύντεκνο μου απού καταστράφηκε απού τι πλημύρες».
ζάρα,η: μεγάλο πτυχωτό πιθάρι, φρ. «αμέτε να αδειάσετε τα σακιά με το καρπό στη ζάρα απού ‘ναι στο μαγατζέ».
καιρικό,το: δοχείο για το λάδι καθημερινής χρήσης, φρ. «πιάσε το καιρικό μπρε γυναίκα να βάλω μια ουλιά λάδι στη σαλάτα».
καλ(λ)ιτσούνι,το: σπιτικό γλύκισμα, φρ. «φέρε ,μυζήθρα, κανέλα, ζάχαρι και αλεύρι να κάμω καλιτσούνια».
καμαρόπορτα,η: πόρτα με τόξο από πελέκια στο πάνω μέρος, φρ. «ξανοίξετε μια όμορφη καμαρόπορτα απού ‘χει τούτονε το σπίτι».
καπλοδέτης,ο: δερμάτινο λουρί του σαμαριού, φρ. «πάρε το σωμάρι να το πας στο σωμαρά να σου βάλει καινούργιο καπλοδέτη κι έσπασε ο παλιός».
καπατσινέλι,το: καύκαλο, πάνω μέρος κεφαλιού, φρ. «ήκοψε το καπατσινέλι τση κεφαλής του και τόκαμε τάσι για να πίνουνε νερό».
καραμπασάς,ο: αυτός που φτιάχνει καραμπάσι, φρ. «στο χωριό έχομε ένα καραμπασά πού δεν υπάρχει ποθές κιανείς άλλος καλύτερος».
κιοφτέρι,το: αποξεραμένη μουσταλευριά, φρ. «έσαξα και κάμποσα κιοφτέρια νάχωμε τα τρώμε το χειμώνα».
κοκάρι,το: σημάδι στο αυτί των αιγοπροβάτων, φρ. «ξάνοιξε το κοκάρι τση άιγας ούλες στο κοπάδι έχουνε το ίδιο».
κοντάδα,η: κοντάρι που κρεμάνε τις υφαντές κουβέρτες, φρ. «πάρε τσι κουβέρτες κοπελιά μου κι άμε να τσι κρεμάσης στη κοντάδα».
κουρούπα,η: μεγάλο πήλινο πιθάρι, φρ. «αμέτε να αδειάσετε τη ντενέκα με το λάδι στη κουρούπα πού ‘ναι στο μαγατζέ».
κουρούπι,το: μικρό πήλινο πιθάρι, φρ. «άμε να πάρης ένα κουρούπι να βάλωμε μέσα τα λαδοτύρια».
κουροψάλιδο,το: ψαλίδι κουράς προβάτων, φρ. «πάρε το κουροψάλιδο,το να τ’ ακονίσης να πάμε ταχυά στη κουρά».