Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (18ο)
στίμα,η: 1.εκτίμηση(ιταλ.), φρ. «φέρε το πρόεδρο να κάμη στίμα του χωραφιού απού θα πάρω». 2.σύνολο εκτιμωμένων πραγμάτων, φρ. «η στίμα των χωραφιών είναι μικρή και δε με συφέρνει να τα δώσω».
συγκλίνομαι: δέχομαι, φρ. «συγκλίνομαι κουμπάρε να πάρη η θυγατέρα μου το κοπέλι απού μασε προξενεύγεις».
συνεπαίρνω: εγκαθίσταμαι, φρ. «πήρα τη γυναίκα μου και τα κοπέλια μου και συνεπαρθήκαμε στη χώρα».
συνήθι,το: έθιμο, συνήθεια, φρ, «το συνήθι στο τόπο μας είναι να κάνωμε πανηγύρια του Άι Γιώργη».
συνηθικός-η-ο: συνήθης, φρ. «ο σύντεκνος μου είναι συνηθικός μουσαφίρης και βαρέθηκα να τονε ταΐζωμε»
συνοριάζω: συνορεύω, οριοθετώ, φρ. « θέλω ν’ αγοράσω το σώχωρο απού συνοριάζομε ξάδερφε».
σύ(ε)ρνω: 1.παίρνω, διαλέγω, φρ. «άμε μέσα στο μαγαζί να σύρης ότι θέλεις να στο πλερώσω». 2.έχω μαζί μου, φρ. «σέρνω τα χαρτιά απού μου ζήτηξες για τα συμβόλαια». 3.χρησιμοποιώ, φρ. «τούτανε τα χαλιά τα σέρνω κάθε μέρα στο σπίτι μας».
συρτό,το: μικρό ζώο που ακολουθεί τη μάνα του, φρ. «ξάνοιξε το συρτό τση αίγας μας ίντα όμορφο απού είναι».
σώνω: αρκώ, φρ. «σώνει το φαϊ απού μου βάνεις θα σκάσω μπλιό» .
σωστός-η-ο: πλήρης, φρ. «σωστές είναι οι χαρτές απού ‘καμα στη πρέφα».
σωχωριάζω: περιφράσω, φρ. «άντε να πας να σωχωριάσης το περβόλι να μη μπαίνουνε τα ωζά του καθενούς να το τρώνε».
σώχωρο,το-σωχώρα,η: περιφραγμένο χωράφι μέσα στο χωριό, φρ. «άμε μωρέ στο σώχωρο να ποτίσης τσι ντομάτες».
τραβάγια,η: φασαρία, ταλαιπωρία(ιταλ.), φρ. «πολύ τραβάγια είχε οψάργας στο σπίτι με ούλους αυτούς που αναμαζωχτήκανε».
τελάρο,ο: αργαλειός, φρ. «έβαλα ομπρός το τελάρο για να φάνω κάμποσες πατανίες».
τελαρόντυμα,το: στρώμα, φρ. «βάλε το καινούργιο τελαρόντυμα στο κρεβάτι».
τεσσαραϊτής,ο: τετράχρονος, φρ. «τεσσαραϊτής είανι ογυιός μου και δε πάει ακόμη στο σκολειό».
τινάς: κανένας, φρ. «τινάς δεν ήρθενε ακόμης στο καφέ οψάργας».
τοιχίδα,η: μικρός τοίχος, φρ. «ξάνοιξε τη τοιχίδα απου σάξαμε γυρω-γύρω απού το σπίτι».
τοντίνι,το: μικρή χάντρα(ιταλ.), φρ. «ξάνοιξε ίντα όμορφα τοντίνια έει το κομπολόϊ μου».
τεχνίζομαι: σκέφτομαι-εφαρμόζω κάποιο τέχνασμα, φρ. «τεχνίζεται και παίρνει πραμάτειες κ εγύριζε σαν τον πραματευτή».