Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (20ο)
φλεγαρίδι,το: μικρή πηγή, φρ. «και φλεγαρίδι είχενε, που πότιζε τσ’ ελιές του».
χακίκι,το: ποικιλία σταφυλιού, φρ. «στ’ αμπέλια μέσα εγώ θα μπω, σταφύλια για να κόψω, χακίκι, ροζακί, πλυτό, μοσχάτο, κοτσυφάλι».
χαμολόϊ,το: μάζεμα πεσμένων ελιών, φρ. «παλιά απού δεν είχαμε τσι ευκολίες γυρίζαμε ούλη μέρα στο χαμολόϊ».
χάρκωμα,το: χάλκινο σκεύος, φρ. «πολλά χαρτώματα έει στη προίκα τση η θυγατέρα μου».
χιλιάδελφος,ο: τσιχλογέρακας, φρ. «βιτσίλες και χιλιάδεφοι, γεράκια τριγυρίζουν».
χλοΐζω: βγάζω χόρτα, φρ. ‘ άμε μπρε να χλοΐσης μια ουλιά το σώχωρο να φυτέψωμε τσι ντομάτες».
χοιρόπουλο,το: γουρουνόπουλο, φρ. «η σκρόφα μας έκαμε μπόλικα χοιρόπουλα».
χοντρόκρασο,το: κατώτερης ποιότητας κρασί, φρ. «βάλε μου από το καλό κρασί να πιώ κι όι από το χοντρόκρασο απού κερνάς τον ένα και τον άλλο».
χουρδός-α: αχτένιστος, με ανακατωμένα μαλλιά, φρ. « ετσά χούρδος απού πορίζεις θα σε παίζη ο κόσμος».
χρονιάρης-ισσα-ικο: ηλικίας ενός χρόνου, φρ. «τούτονε το χρονιάρικο ρίφι θέλω να μου δώσης σύντεκνε».
ψαρουλιά-ψαριά,η: ψαρίλα, φρ. « ίντα είναι τούτηνε η ψαρουλιά απού βγαίνει;».
ψαρωμένος-η-ο: ψαρομάλλης, φρ. «ψαρωμένος είναι ο γαμπρός απού προξενεύγεις στη θυγατέρα μου σύντεκνε».
ψαχνάτος-η-ο: καλοθρεμμένος, φρ. «τα παλαϊνά ρεγότανε τσι ψαχνάτες κοπελιές».
ψηλορανίτα,η: πέταγμα προς τον ουρανό, φρ. «ξανοίγετε μωρέ κοπέλια τσι ψηλορανίτες μη μου ρθουνε στη κεφαλή».
ψίδι,το: μαξιλαροθήκη, φρ. «η μάνα μου μου δώσε πολλά όμορφοκεντημένα ψίδια».
ψιμικό,το: όψιμος καρπός, φρ. «άμε μπρε να θερίσης τα ψίμικα, ίντα ανημένεις μπλιό;»
ψιμίδα,η: γλιστρίδα, φρ. «΄με να μαζώξης κάμποση ψιμίδα να βάλω στη σαλάτα».
ψιμοκαίρι,το: μεγάλη και αχρείαστη διάρκεια του καλοκαιριού, φρ. « με τούτονε το ψιμοκαίρι απού έχομε οφέτος στέγνωσε η γης».
ψιμοκόπελο-στερνοβύζι,το: τελευταίο παιδί, φρ. «ξάνοιξε το ψιμοκόπελο μας ίντα προκομένο βγήκε».
ψυχνιός-η-ο: ψυχρός, φρ. «τούτοσες ο Απρίλης βγήκε ψυχνιός και παλουκοκαύτης».
ώρες (και) βολές: μερικές φορές, καμμιά φορά, φρ «ώρες βολές δε θέλω ούτε να σε ξανοίγω ετσά απού ντύνεσαι».
ώρες είναι δα: είναι δυνατό, δεν αποκλείεται, φρ. «ώρες είναι δα να πης πως πολέμησες τσοι Γερμανούς όντεν είσουνα κοπέλι».
ωριόθωρος-η-ο: εμφανισιακά ωραίος, φρ. « ξάνοιξε τηνε τη κοπελιά πού είναι ωραιόθωρη».