Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (25ο)
κασκακιό,το: μικροκαμωμένος(τουρκ.), φρ. «το κασκακιό απού αγαπάς δε σου ταιριάζει πούρι και μοιάζεις εσύ με άρδαχτο και κείνος με μασούρι».
καστίζω-κουστίζω: ζορίζω(τουρκ.), φρ. «καστίζει τη φοράδα και πάει σένα κάρτο (τέταρτο)».
κατσαπροβέρνω: κρυφοπροβάλλω(τουρκ.), φρ. «κάθε τόσο κατσαπροβέρνει απού το μικιό παραθυράκι και ξανοίγει ποιοί έρχουνται στο σπίτι μας».
κατσιρντίζω: αφήνω κάποιον να δραπετεύσει(τουρκ.), φρ. «θαρρώ πως στο Γιόφυρο κοντά κατσίρντισε ο Τούρκος που τον έφερε το Δημήτρη μας».
κατσομπαίνω-κοτσομπαίνω: παρεμβαίνω χωρία να μου πέφτει λόγος(τουρκ.), φρ. «ίντα θέλεις και κατσομπαίνεις σ τσι δουλειές των άλλω».
κατωκαύκαλο,το: κάτω μέρος του παξιμαδιού (ντάκου), φρ. ποκάτω κατωκαύκαλο το σπάζει το δοντάκι».
καφάσι-καφέσι,το: ξύλινο δικτυωτό πλέγμα παραθύρων(τουρκ.), φρ. «και η χανούμη απού το καφάσι και ξάνοιγε το καυγά».
καψαλό,το: με μαύρη μούρη, φρ. «άμε να μου φέρης το καψαλό αρνί να του δώσωμε του σάντολου σου».
κεμπάμπ-κιαμπάμπι,το: ψητό κρέας(τουρκ.), φρ. «μηδέ η σούβλα να καή μηδέ και το κιαμπάμπι».
κεμπίρ χάιρης,ο: αγαθοεργός(τουρκ.), φρ. που ‘ν’ οι κεμπίρ χαΐρι απού χανε ντοβλέτι, που η μεγάλη η τουρκιά ήκαμε ραγμπέτι(Σεβόταν)».
κερέμι κάνω: κάνω χάρη, φρ. «Αλή! σε βάνομε ομπρός εις τα δεξιά μας μέρη, σύρε το ζουλφικάρι (ξίφος) σου και κάμε μας κερέμι».
κερεστελίδικο,το: με παραγγελία, φρ. «τα παπούτσια απού φορώ είναι κερεστελίδικα κι όι ζημοπουλίτικα(αγοραστά)».
κεσέμι,το: πορτοφόλι, φρ. «Άσπρα θέλει το κεσέμι και τα θέλει και πεσίνι (μετρητά)».
κεσίμι,το: 1.περιουσία, φρ. «ο γαμπρός απού προξενεύγω τση θυγατέρας σου έει πολύ κεσίμι». 2.παρουσιαστικό, φρ. «Δάσκαλε Γιάννη τω Σφακιώ με το πολύ κεσίμι».
κεσκέκι στο ξύλο (κάνω): δέρνω άγρια, μαυρίζω το ξύλο, φρ. «μωρέ συ ποιός σε καμε κεσκέκι στο ξύλο οψάργας».
κέσφι κάνω: διαπιστώνω, φρ. «επήγε ο αγά και έκαμε κέσφι πως σκοτώσανε εκείνονα απού κλεψε τα ωζά του ξαδέρφου μου».
κλετένι,το: είδος χαλβά, φρ. «Ελάστε για να πάρετε γλυκά-γλυκά κετένια απου είν’ όλα μερακλίδικα κι είν’ όλα ζαχαρένια».
κηπουλικό,το: κηπευτικό, φρ. «κι ύστερα τα κηπουλικά όλα να τα ποτίσει».
κιοφτέρι,το: ξεραμένη μουσταλευριά, φρ. «φέρε μπρε γυναίκα κιοφτέρια να κεράσουμε τα κοπέλια απού μας είπανε τα κάλαντα».
κουρουπόβιζα,η: με κουρουπωτό βυζί, φρ. άμε να αρμέξης παιδί μου τη κουρουποβίζα αίγα μας να μου φέρης το γάλα να το πήξω».