Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (26ο)
λαβουρδανίζω: φουντώνω, βγάζω μεγάλες φλόγες, φρ. «ξάνοιξε να λαβουρδανίση καλά η φωθιά αν σάξω το υνί που μασε παραγγείλανε».
λιβανό,το: με μάτια ούτε μαύρα ούτε άσπρα, φρ. «το λιβανό αρνί ‘ναι το πλιά καλό να μου το δώσης ξάδερφε».
λιμπίζομαι: μου αρέσει πολύ, φρ. «τούρκοι να μην την λιμπιστούν-την κοπελιά-και ζήσει στο χαρέμι».
μάνι-μάνι: γρήγορα-γρήγορα, φρ. «Για να ποτίζουνε καλά, μάλιστα μάνι-μάνι».
μαξελάτη,η: αίγα με κόκκινα μάγουλα, φρ. «ξάνοιξε οι πλιά αίγες είναι μαξελάτες».
μαρόλιπος-μαλλόρυπος,ο: ακαθαρσία τριχώματος προβάτου, φρ. «κι έβγαναν το μαρόλιπο κι επάστρευγε η κουρά ντως».
μαυρόματο,το: πρόβατο με μαύρα μάτια, φρ. «ξάνοιξε τούτονε το μαυρόματο ωζό ίντα όμορφο απού ‘ναι».
μπας και: μήπως, φρ. «και στις αρχές πηγαίνουνε μπας και δικαιωθούνε».
μπεγεντισμνένος-η-ο: άξιος θαυμασμού, φρ. «μπεγεντισμένη- η κοπελιά- στο χωριό κι είχε περίσσια χάρη».
μποκάρι-κοκάρι,το: μαλλιά ενός προβάτου, φρ. «πήγα και σύδραμα τον κουμπάρο μου στη κουρά κι έδωκε μου ένα μποκάρι».
νιζάμι,το: τάξη(τουρκ.), φρ. «ολά τα λησμονήξανε οι γενίτσαροι, δεν είχανε νιζάμι , όλα τα ιταϊτια(υπακοή)τους και τα εχλιριζλίκια (τιμιότητα) τους».
ντανταλοβίζα,η: με κρεμασμένα βυζιά, φρ. «ξάνοιξε τούτεσες τσι αίγες απού ‘ναι ναντανταλοβίζες, άμε να τσι αρμέξης».
ντερμιτζής,ο: σιδεράς, φρ. «άμε στο ντερμιτζή να πάρεις το σκαπέτι απου του πα να μασε σάξη».
ντομπέτι,το: σειρά, φρ. «κι ο μυλωνάς κρατεί σειρά, όπως το λεν νομπέτι».
ντις και ντάι: συχνά πυκνά, κάθε λίγο και λιγάκι, φρ. «περαστικό δροσίζανε το κάθα ντις και ντάι».
ξαμώνω: σημαδεύω, φρ. «του Πιλαβά η τουφεκιά ξαμώνει του στα ίσια».
ξαρέσκι,το: λιχουδιά, φρ. «ίντα ξαρέσκια θα μασε βγάλεις μπρε γυνάικα να πιούμε μιά ρακή».
ξεπασουλιστήρι,το: ξυλάκι για τη ρύθμιση του φυτιλιού στο λυχνάρι, φρ. «μα στην ομπρός μεριά κρατεί ο λύχνος με το φτύλι και σέρνει κι από πίσω του το ξεπασουλιστήρι».
ορτάς,ο: στράτευμα(τουρκ.),φρ. «ήτανε ο Μεμέτακας ουστάς για τους ορτάδες».
ουστάς,ο: αρχιμάστορας(τουρκ.), αξιωματικός, φρ. «ήτανε ο Μεμέτακας ουστάς για τους ορτάδες (στρατεύματα)».
παλαιινός-η-ο: παλαιός, φρ. «έτσι γροικούσα να το λεν παλαιινοί αθρώποι».
παλάμη, η: φτυάρι, φρ. «και θα κρατει στα χέρια του παλάμη σιδερένια».