ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Λέξεις (28)

Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη

Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (28ο)

αθοθήκη,η: θήκη του φούρνου για τη συγκέντρωση στάχτης και κάρβουνων, φρ. «στην αθοθήκη πέφτουνε στάχτες και καρβουνάκια».

αμπαλέτης,ο: πελάτης του αλευρόμυλου, φρ. «ξάνοιξε πόσοι αμπαλέτες ανειμένουνε, μουδέ αύριο δεν αλέθουμε».

αναγέρνω: φουσκώνω, βράζω, φρ. «το  γάλα στο καζάνι αναγέρνει».

αναπιάνω: ξανακάνω, φρ. «νοικοκυρά αποβραδίς προζύμι αναπιάνει».

ανεβαίνει το ψωμί: φουσκώνει, φρ. «ξανασκεπάζει το ψωμί, πρέπει ν’ ανέβει πάλι».

ανηφοράς,ο: καπνοδόχος του φούρνου, φρ. «άμε να μετακουνίσης τη πλάκα του ανηφορά να σάξη η ζέστα του φούρνου».

αξαγιάτικο,το: αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά, φρ. με καμπανό ζυγίζει- τα τσουβάλια- να πάρει τ’ αξαγιάτικα όπως αυτός γνωρίζει».

αροδαμός,ο: τρυφερός βλαστός φυτού, φρ. “ξάνοιξε τα ρίφια απού τρώνε τσ’ αροδαμούς».

αφανταξά,η: φάντασμα, φρ. «ακούγαμε διηγήσεις για νεράιδες, στοιχειά, τελώνια και αφανταξές».

βουρλιά,η: φτιαγμένο με βούρλα, φρ. «πιάσε τούτονε το χοντρό σκοινί τη βουρλιά».

ζημοπουλίτικο,το: έτοιματζήδικο φρ. «τα παπούτσια απού φορώ είναι κερεστελίδικα (με παραγγελία) κι όι ζημοπουλίτικα».

ζουλφικάρι,το: Ξίφος, φρ. «Αλή! σε βάνομε ομπρός εις τα δεξιά μας μέρη, σύρε το ζουλφικάρι  σου και κάμε μας κερέμι (χάρη)».

θρουλαρά,η: πίτα από σταρένιο αλεύρι στο τηγάνι, την ανακάτευαν και γινόταν κομματάκια. φρ. «άμε μπερ γυναίκα να σάξης μια σταλέ θρουλάρα να φάμε».

κανιάζει ο κόρακας: βγάζει τα πρώτα φτερά, φρ. «άσπρος γεννάται ο κόρακας και κόκκινος κανιάζει».

κάσα,η: σύννεφα, φρ. «όντε ο ήλιος βασιλεύγει μέσα σε κάσσα  θάχει την επαύριο βροχές».

κατσιμπουρλίδα-μπασουμάδα-φοράδα,η: σημάδια που δημιοργούσε η φωθιά του τζακιού ή του μαγκαλιού στα γυμνάο πόδια, φρ. «ξάνοιξε κοπελιά μη σιμώνης στο μαγκάλι να μη γεμίσουνε κατσιμπουρλίδες τα πόδια σου».

κερασελένη,η: ουράνιο τόξο, φρ. «άνε περάσεις κάτω από τη κερασελένη θα αλλάξεις φύλο».

κεφίλης,ο: εγγυητής(τουρκ.), φρ. «Και εις την προθεσμίαν αν δεν τα προπληρώση κι αυτόν και τσοι κεφίληδες σ’ τη φυλακή τσοι χώνει».

κιαμέτι-κιγιαμέτι,το: 1.μεγάλη φασαρία(τουρκ.), φρ. «ίντα τονε το κιαμέτι οψάργας στο καβέ του Αντωνιού. 2. Δευτέρα Παρουσία, φρ. «Δεν θέλω ψεύτικη φιλιά να θέλει μερεμέτι, μα τηνε θέλω μπιστικιά να ’ν’ ώς το κιαμέτι». 3.προκοπή, φρ. «Δε δα κάμει κιαμέτι ετσά που λαλιεται (βαδίζει)».κι αρ(λ)τίκ: και τι στο κόσμο, φρ. «Ας εθώρου γαμπρό τον Αντρέα μου με νύφη τη Δεσποινιά του Κωστή κι αρτίκ».