ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Λέξεις (29)

Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη

Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (29ο)

αποδιαλέγουρο,το: άχρηστο απομεινάρι, φρ. «σαφή τ’ αποδιαλέγουρα απού τη σταφίδα μ’ άφηκες να πάρω».

ατζαμοδένω: δένω αδέξια, φρ. «έσπασε τη χέρα ντου και ο πραχτικός γιατρός του το ατζαμόδεσε».

αχαμνισμένος,-η-ο: λασκαρισμένος, φρ. «σκλαβιά τουρκική, μα με τα σκοινιά κάπως αχαμνισμένα».

γρόμπος,ο: εξόγκωμα, καρούμπαλο, φρ. «που βάρηκες κι έκαμες τέτοιο γρόμπο;».

καραμπουτζές-ας,ο: 1.κακής ποιότητας σταφίδα(τουρκ.), φρ. «τούτονε το καραμπουτζέ  ξανοίγεις να πουλήσης σύντεκνε, ίντα παράδες θαρείς πως θα πάρης». 2.ανθρωπος χωρίς ηθική αξία, φρ. «τούτονα το καραμπουτζέ ξανοίγεις να κάνης γαμπρό σου;».

κιαφίρης-ισσα1.αχάριστος(τουρκ.), φρ. «τοσανά τούκαμα του κιαφίρη του ανιψιού μου κι εδά δε μου μιλεί». 2.άπιστος, φρ. «αναμάζωξε ούλους τους κιαφίρηδες ο πασάς μπας και τωνε βάλει μυαλό».

κιναργι(λ)άζω: βάφω με κίνα(τουρκ.), φρ. «Ανοίξετε, σφαλίξετε τα δέκα παραθύρια, στη χέρα κιναργιάζουνε της νύφης τα δαχτύλια».

κιόρκια,η: άχρηστη σφαίρα(τουρκ.), φρ. «Τρεις του έπαιξα μα εβγήκανε και οι τρεις κιόρκες και μού ’φυγε ο παντέρμος- ο λαγός».

κιούρκι,το: γούνα(τουρκ.), φρ. «για κιούρκι μ’ έχω το κοντό ράσο».

κίτι γκέλ: πήγαινε έλα(τουρκ.), φρ. «Ντα αφήνει σε το κίτι γκέλ να ξανοίξεις το σχολειό και τα χαρθιά σου!».

κοζαλής,ο: έχει τα μέσα, του περνά(τουρκ.), φρ. «βάλε μωρέ το  ξάδερφό σου να κάμη το σασμό μα κοζαλής είναι».

κολυμπηθρόξυλο,το: μακρύ ξύλο σαν στειλιάρι με το όποιο μετέφεραν την κολυμπήθρα, φρ. «δεν επόμεινε μουδέ κολυμπηθρόξυλο».

κοντζές-κοτζές-κοντσές,ο: μπουμπούκι(τουρκ.), φρ. ξάνοιξε το κοντζέ τση Πηνελιάς που γυρίζει ουλημερνής στο κουμάρι».

κόντυλο-κόνδυλο-κοντήλι,το-κόντυλος,ο: χοντρά άχυρα που συνήθως μένουν μετά το λίχνισμα και το μάζεμα των αχύρων, φρ. «βάλε μωρέ κάμποσα κόντυλα  του γαϊδάρου να τα φάη».

κοπρισά,η: λίπανση, φρ. «του Γενάρη τα αυλάκια, πάρα λίγο κοπρισά».

κοτζάμου-κοτζάμ-κοτζά: πελώριος(τουρκ.), φρ. «ξάνοιξε το κοπέλι μας κοτζάμου άντρας έγινε».

κουζουλόσογο,το: οικογένεια που γεννά κουζουλούς(τουρκ.), φρ. Ξάνοιξε ξάνοιξε τούτονε το κουζουλόσογο τόσουνας παράουρους απού βγαλε».

κουζουλοχρονέ-μπουταλοχρονέ,η: χρονιά που έχουν γεννηθεί πολλοί κουζουλοί, φρ. «τη χρονέ απού γεννήθηκα βγήκανε πολλοί κουζουλοί, μπουταλοχρονέ μαθώς».

κουλούκι, το: αστυνομία(τουρκ.), φρ. «Κι ευθύς προστάζει ο πασάς να πάγει στο κουλούκι να γίνει ανακάτωσις, πολύ καλά παλούκι(φασαρία)».