Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη
Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (3ο)
αχιουρές, ο:
1.χυλός από σταρι με σταφίδες, ξηρούς καρπούς, κανέλα κ.λ.π(αραβ.), φρ. «σήκω μπρε γυνάικα να φτιάξης μια ουλιά αχιουρέ και νηστεία έχομε»
2.πράγμα-πρόσωπο χωρίς αξία, φρ. «ποιος προξενεύγει τη θυγατέρα σου τούτονε τον αχιουρέ».
3.κακοτεχνία, φρ. «ο Μάστορας απού βάλετε στη δουλειά σας θα σασε κάμει πολλούς αχιουρέδες».
4.απερίσκεπτα λόγια, φρ. «άχι μωρέ κοπέλι μου αχιουρέδες απού μασε λες».
αχιουρετζής,ο: κατασκευαστής-πωλητής αχιουρέ(αραβ.), φρ. «αχιουρετζής έγινε ο γυιός μου συντέκνισσα και αρέσει ντου η δουλειά ντου, θαρρώ πως θα πάη ομπρός».
αχι(ύ)ρι,το: αχούρι, σταύλος(περσ.), φρ. «αμέτε να βάλετε α άχερα στο αχίρι μα χωρεί τα».
αχλάκι,το: ήθος, χαρακτήρας(τουρκ.), φρ. «τ’ αχλάκι κείνουνα απού σου φέρανε στη δούλεψη σου είναι καλό και να του ης εμπιστοσύνη».
αχτάρης,ο: αρωματοπώλης, πωλητής μυρωδικών, ψιλικατζής(λατιν.), φρ. «αχτάρης έπιασα δουλεία μάνα και θαρρώ πως μ’ αρέσει».
αχτάρικο,το: μυροπωλείο(λατιν.), φρ. «ο δρόμος απού περπατούμε είναι γεμάτος αχτάρικα και μοσκοβολά ο τόπος».
δοκριά,η: σαϊτιά, τόξευμα, παγίδα, φρ. “και του δαιμόνου τσι δοκριές να στέση (συγκρατώ) δεν κατέχει».
δούλεψη,η: εξυπηρέτηση, φρ. «τη δούλεψη απού μού κάνες σύντεκνε θα στη ναι χρωστώ σε ούλη του τη ζήση».
δυό: λίγα, κάμποσα, μερικά φρ. «φέρε δυό ελές να φάμε το ψωμί».
δυσικά: δυτικά, φρ. «απού δυσικά φυσά τούτοσες ο αγέρας».
εγγαρικός,ο: υποχρεωτική εργασία χωρίς ημερομίσθιο, φρ. «παλιά μασε βάζανε στον εγγαρικό στη κοινότητα στανικώς».
εγκούσατος-η-ο: απαλλαγμένος από υποχρεώσεις, φρ. «θωρείς τούτονε μουδέ παιδιά μουδέ σκυλιά έει εγκουσάτος είναι!»
εδικότης,η: συγγένεια, φρ. ‘κατές το πώς έουμε εδικότητα απού τον αφέντη μου και τη μάνα σου».
ελεντζέρω: εκλέγω(ιταλ.), φρ. «τούτονε το Μιχελή είναι πρεπό να ελεντζέρομαι πρόεδρο για να πάη ομπρός το χωριό μας».
ελετός-η-ο: εκλεγμένος(ιταλ.), φρ. «ελετός είναι ο πρόεδρο μας και πρέπει να εί ο σέβας μας».
εντριτεία,η: φεουδαλικός φόρος, φρ. « σαν την εντριτεία είναι οι φόροι που μασε βάλανε, θα μασε ξεκάνουνε θέλει».
εξώπορτο,το-βούργος,ο: περιοχή εκτός τειχών, φρ. «πνευματικού κυρού Νικολάου οικών είς το εξώπορτον του Χάνδακος».
επασεδά: τώρα εδώ, εδώ είσαι τώρα φρ. «θα σ’ ορμηνέψω επασεδά».
ερεντές,ο: κληρονόμος(ιταλ.), φρ. «τούτοσες απού θωρείς είναι ο ερεντές του έχη των μπαρμπάδω ντου».
ετότεσο: τότε, φρ. «άμα σου φωνιάξω ετότεσο μοναχά θα μπης μέσα».