ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Λέξεις (30)

Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη

Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (30ο)

αμπάσα,η: μικροδουλειά, θέλημα, φρ. «έεις κιαμιά αμπάσα να σου κάμω σύντεκνε».

άμοχρος-η-ο: αμέστωτος, αγνός, τρυφερός, φρ. «άμοχρος εγεννήθηκα και άμοχρος θα αποθάνω».

αμπούμπουτρα: μπρούμυτα, φρ. «να είναι αμπούμπουρα το φεγγάρι θα βγεί αγόρι».

αναβάλωμα,το: βάζουν λόγια, συκοφαντούν, φρ. «εκάμαντος αναβαλώματα και δεν εγίνηκε ο γάμος των κοπελιώ».

ανα(ε)ρουφώ: ρουφώ ένα υγρό που άρχισε να ρέει, φρ. «ανερουφας τσι μύξες σου μα άλλες κατεβαίνουν».

αναλώνω: μπερδεύω, εμποδίζω, συγχίζω, φρ. «γιάντα μωρέ με αναλώνεις και θα κάμω λάθος στη πρέφα».

ανελωμή,η-ανάλωμα,το: ξεσηκωμός, ενόχληση, ανακάτεμα, σαματάς, φρ. «καινούργια αναλώματα θωρώ στο σπιτικό σου κι ίντα θα κάμης εδά».

βαρικό,το: υγρό(έδαφος), φρ. «τούτονε το σώχωρο απού αγόρασα είναι βαρικό».

γούλα,η: αμυγδαλή, φρ. «χάσκε μωρέ να δω τσι γούλες σου και θαρρώ πως είναι ολόπριστες».

ιμπρέτι,το: συνήθεια, φρ. «ο γείς τον άλλο βοηθά, ως είναι το ιμπρέτι».

κουκουμυλήθρα,η: σπόρος του χαρουπιού, φρ. «ξανοίξετε ετσά που δαγκάνετε τα χαρούπια μη σπάσετε τα δόντια σας με τσι κουκουμυλήθρες».

κιουκιουρίζω: μουρμουρίζω κόντα στο αυτί του άλλου, φρ. «δεν βαρέθηκες να κιουκιουρίζης και μου κάνες τη κεφαλή καζάνι».

κισκίντι,το: πεντόβολο, φρ. άμε με το ξάδερφο σου να παίξετε κίσκιντα να περάση η ώρα σας».

κολοβελονίδι,το: λιακόνι, φρ. «ένα κολοβελονίδι πετάχτηκε από τσοι βάτους και χέστικα».

κούπα,η: βεντούζα, φρ. «άμε μπρε γυναίκα να βάλης κούπες στο σύντεκνο μας γιατί είναι πονθιασμένος».

κουρκουζάνης,ο: 1. δειλός(τουρκ.), φρ. «πολλά κουρκουζάνης είναι ο σύντεκνος μου κι όπου δει φασαρία σηκώνεται και φεύγει. 2.αεριτζής, φρ. «τούτονε μωρέ το κουρκουζάνη έκανες ορτάκη; θα ρίξη όξω τη δουλεία σου». 3.ξεροκέφαλος, φρ. «ίντα κουρκουζάνης είσαι μωρέ ξάδερφε και δεν ακούεις ίντα σου λέει ο άλλος».

λαχουρί,το: πλουμιστό υφασμα(τουρκ.), φόρεμα πολυτελείας, φρ. «Μού ’βαλες πάλι σήμερο το λαχουρί φουστάνι, να μην το ξαναβάλεις μπλιό και δα με κουζουλάνει».

λεμονατζής,ο: ο παρασκευαστής αναψυκτικών(τουρκ.), φρ. ο λεμονατζής απού χαμε στο τόπο μας έκανε γαζόζες πρώτο πράμα».

λουχτουκώ: κλαίω γοερά, φρ. «ξάνοιξε ίντα ει το κοπέλι και λουχτουκά».

λιόχεντρα,η: οχιά, φρ. «ξάνοιξε εδά που θα πας στο σώχωρο μη σε δαγκάσει κιαμιά λιόχεντρα.