ΑΠΟΨΕΙΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ι ΤΣΙΡΙΜΟΝΑΚΗΣ

Κρήσσες Λέξεις (6)

Του Ματθαίου Ιωάν. Τσιριμονάκη

Συλλογή από Κρήσσες Λέξεις (6ο)

κότα,η: πανωφόρι(ιταλ.), φρ. «βάλε παιδί μου τη κότα σου και κάνει κρυγιώτη».

κοτσυφάλι,το: είδος σταφυλιού, φρ. «έχω οφέτος ένα κοτσυφάλι απού θα κάνη το καλύτερο κρασί του τόπου».

κουβερτόπλεκτο,το: πλεκτό σκέπασμα, φρ. «πάρε το κουβερτόπλεκτο να σκεπαστής και κάνει κρυγιώτη και θα σηκωθής ολοπάγωτος».

κουγίτης,ο: τοπική ονομασία του καστρινού χορού (Μυλοπόταμος), φρ. «χόρευγε κατσαμπαδιανό (χορός κατσαμπαδιανών) χόρευγε και κουγίτη απού ομορφύτερος χορός δεν βρίχνεται στην Κρήτη».

κουκλώνομαι: σκεπάζομαι, φρ. «ίντα κουκλώνεσαι μπρε θαρείς πως δε σε θωρώ;».

κουκουλάρικος-η-ο: υφασμένος από μετάξι δεύτερης ποιότητας, φρ. «γιάντα πουσούνισες τούτονε το ρούχο δε θωρείς απού είναι κουκουλάρικο;».

κουκουράς,ο: φαρετροποιός, φρ. «ο προσπάππος μου ήτονε κουκουράς και έσαχνε τσι καλύτερες φαρέτρες στη Μεσαρά».

κουκούρης-κουκουρίτης,ο: βουνίσιος, αγροίκος, φρ. «ξάνοιξε τούτουσες σα τσοι κουκουρίτες φέρνουντε κοντό και δεν έουνε θωρώντας αθρώπους στη ζήση ντωνε».

κουκουριθιά,η: ορεινός χωριό-τόπος, φρ. «πότες κατέβηκες απού τη κουκουριθιά ξάδερφε».

κουκουρίτικος,ο: αδέξιος, φρ. «παίζει το σβούρο κουκουρίτικο».

κούπα,η: ποτήρι(ιταλ.), φρ. «βάλε μπρε γυναίκα μια κούπα κρασί τα τηνε πιώ να πάη η καρδιά μ ου στο τόπο τση».

κουποπούλα,η: μικρό ποτήρι, φρ. « μωρέ σε κουπελοπούλα έβαλες το κρασί να κεράσεις το σύντεκνο και δε ντρέπεσαι;»

κουρτέλα,η: μαχαίρι με φαρδιά και μεγάλη λεπίδα(ιταλ.), φρ. «από πού πουσούνισες τούτηνε τη κουρτέλα να πάρω κι εγώ μια;».

κούρτη,η: δικαστήριο(ιταλ.), φρ. «μη τσακώνεστε μωρέ μόνο να πάτε στη κούρτη να σασε λύσει τη διαφορά».

κουτσοποδίζω: κουτσένω κάποιον, φρ. «κάτσετε ήσυχοι για θα σασε κουτσοποδίσω».

κουτσουρολίδι,το: κουτσουράκι ελιάς, φρ. « φέρε κάμποσα κουτσουρολίδια να τα βάλω στη ξυλόσομπα».

κόφανος,ο: σεντούκι(ιταλ.), φρ. «άμε να βγάλεις τα ρούχα απού το κόφανο να αεριστούνε μια ουλιά».

κοφινοπούλα,η: καλαθάκι, φρ. «πάρε τη κοφινοπούλα σου κοπελιά μου να πας να μαζώξης κάμποσα σύκα απού τη συκέ».

κοφτός-η-ο: σκαλιστός, φρ. «όμορφο απού ναι τούτονε το κοφτό σκαμνί».

κοχλός-η-ο: κουτός, φρ. «τούτηνε τη κοχλή μου φερες για νύφη;».

κράζω: αποκαλούμαι, προσκαλώ, ονομάζω, θεωρώ, φρ. «τούτουσες τα’ αθρώπους τσοι κράζω ντεμπέληδες».