Κρήτη αγαπημένη μου και ήντα λόγια να βρω…
Θα πω πως είσαι αγαπητή σε όσους σε γνωρίζουν
Μα και σ’ αυτούς που μοναχά το νάμι σου γροικούνε
Κουκίδα μέσα στο γιαλό κυματοχτυπημένη,
αντέχεις μπόρες των πολλών που θέλησαν να’ ρθούνε
ν’αλλάξουν τη σημαία σου, τα κάστρα σου δικά τους.
Για το λαό σου, σκέφτομαι, τον ταλαιπωρημένο
που και παλιά μα και εδά τον γυροτριγυρίζουν
να τόνε κάνουν σκλάβο τους, αν όχι με ντουφέκια,
με τσι παράδες μάχουντε εδά να τον ξεκάμουν.
Δε μάθανε πως τα λεφτά νομίσματα τα λένε.
Νομίζουν όσοι τά ‘χουνε, ψυχές πως θ’ αγοράσουν.
Μα πρέπει ο καλός Θεός νά ‘ναι με τη μεριά σου
και βλέπει, πρέπει, τ’ άδικο και το καταδικάζει
και ευλογά τσ’ αθρώπους σου να στέκουντε μπεντένια.
Δε θα γενούμε όπως αλλού φυγάδες απ’τον τόπο,
τον τόπο που ευλόγησε, θέλει να κατοικούμε.
Και αν χαράκια έχομε, αρόλιθοι μαζώνουν
νερό να ξεδιψάει η γης και να καρποφορήσει
το λίγο χώμα πού ‘χομε, φτάνει αν το δουλέψουν
με όρεξη και θέληση ψωμί να μας ποδώσει
και με τ’ ασημοπράσινα δεντρά τα βλογημένα
λάδι κι ελές θα δώσουνε σ’ άξιους δουλευτάδες
και με τ’ αμπέλια πού ‘χωμε σ’ απόκρημνες πεζούλες
νάμα να μεταλάβομε, κρασί ν’ αντριωθούμε.
Να παίξουν λυρομπάντουρα όμορφες μελωδίες
κι άμα δεν είναι όργανα ριζίτικα θα λέμε.
Παρέες θα ξετρέχομε γιατί ‘χει μερακλήδες !!!!
ότι ευλόγησε ο Θεός, έχει αυτός ο τόπος!!!!
Γαγάνης Γιώργης (Ατσιπόπουλο Ρέθεμνος)