ΑΠΟΨΕΙΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΡΗΓΙΝΙΩΤΗΣ

Ποια είναι τα παραδοσιακά κρητικά πνευστά μουσικά όργανα; [φώτο-βίντεο]

Στον Πελοπίδα Σαριδάκη, το Ζαριανό χαμπιολάτορα,
που πέθανε κατά τη διάρκεια  της σύνταξης του παρόντος άρθρου.

Το άρθρο αυτό γράφτηκε με την ευκαιρία της έκδοσης του ψηφιακού δίσκου «Αγρίμι και κοράσο» του π. Στεφανή Νίκα (2010), στον οποίο κυριαρχεί το σφυροχάμπιολο (παίζει ο εξαιρετικός χαμπιολάτορας Νίκος Κατριτζιδάκης). Στο συνοδευτικό ένθετο του δίσκου, μαζί με πολλές λαογραφικές και γλωσσικές πληροφορίες, δημοσιεύθηκαν αποσπάσματα του παρόντος.

Οι τρεις μεγάλες οικογένειες μουσικών οργάνων, τα κρουστά, τα πνευστά και τα έγχορδα, εμφανίζονται σε όλη την  επιφάνεια της γης, όπου έζησαν ή ζουν άνθρωποι, σε μιαν απίστευτη ποικιλία από παραλλαγές, που οδηγούν όμως, στην κοινή βάση τους, σε ένα αξιοπρόσεχτο συμπέρασμα: όλοι οι αρχαίοι λαοί, από τις  φυλές των σπηλαίων ώς τα οργανωμένα βασίλεια, ακολούθησαν την  ίδια πορεία για να αναπαραγάγουν τους  ήχους της φύσης, εξυπηρετώντας σκοπούς μαγικούς ή πραχτικούς και αργότερα (ή μήπως πρωταρχικά;) αναζητώντας διέξοδο στην  ανάγκη να  εκφράσουν τους πόθους και  τις αγωνίες τους κι έτσι να τις διώξουν από μέσα τους και να λυτρωθουν απ’ αυτές.

Στην Κρήτη, που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, παρά την εισοδο των εγχόρδων (που συντελέστηκε προοδευτικά ώς τις αρχές του 20ού αιώνα, αν και δεν έχει μελετηθεί ακόμη σε ικανοποιητικό βαθμό), τα κρουστα και τα πνευστα μουσικά όργανα  διατήρησαν το χαρακτήρα τους και  τον  καλλιτεχνικό και κοινωνικό τους ρόλο περίπου ώς τα μέσα του 20ού αιώνα. Από τότε εκτοπίζονται με γρήγορους ρυθμούς, μαζί με πολλά άλλα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού της κρητικής υπαίθρου, και σήμερα διατηρούνται απ’ αυτά μόνο ελάχιστα κατάλοιπα.

Ενώ το κρητικό κρουστό, το νταουλάκι, εντοπίζεται αποκλειστικά στο χώρο του νομού Λασηθίου (κι αυτό όμως έχει ουσιαστικά εξαφανιστει), τα πνευστα γνώρισαν ευρύτατη χρήση σε όλες τις περιοχές του νησιού (πρόκειται μάλλον για παράλληλη γέννηση και  όχι για διάδοση). Είναι τρία μουσικά όργανα, το χαμπιόλι, η μπαντούρα και η ασκομπαντούρα, χωρίς να συμπεριλάβουμε διάφορα ηχητικά αντικειμενα, όπως η νουνούρα [τρυπημένο καπάκι χοχλιου (κέλυφος σαλιγκαριου) σκεπασμένο με μεμβράνη] και  η σφυρίχτρα, και  τή μπουκόλυρα (μίμηση του ηχου της λύρας με το  στόμα).

Φυσικά τα όργανα  αυτά, όπως και τα τοπικά έγχορδα, εντάσσονται στην οικογένεια των μουσικών  οργάνων του ευρύτερου ελληνικού χώρου και  ιδιαίτερα του νησιωτικού (αιγαιακού), με τις προεκτάσεις της στην περιοχή της ανατολικης Μεσογείου και της πάλαι βυζαντινής ανατολής.

Ασκομπαντούρα. Φώτο Αντώνης Στεφανάκης
Ασκομπαντούρα. Φώτο Αντώνης Στεφανάκης

Πρόκειται για ποιμενικά όργανα  και στην εξάπλωσή τους συνέβαλαν καθοριστικά οι ατέλειωτες ώρες στη μοναξιά του βουνού: «Η μπαντούρα είναι η διασκέδαση του βοσκού, προ πάντων του στειρονόμου γή γιτσικονόμου, όντεν είναι το καλοκαίρι ξαπλωμένος κάτω στο σκιανιό και σκοτώνει την ώρα του σα σταλίσουν τα οζά του… το  μπαμπιόλι βγάνει σκοπό γλυκιό και λυπητερό και το παίζουν οι βοσκοί κατά τα βραδιάσματα, ώρα που γη κι ουρανός γρινιάζουν».

Εξυπακούεται ότι όλοι οι μουσικοί που τα χρησιμοποίησαν ήταν ερασιτέχνες, αυτοδίδακτοι και εμπειρικοί, δηλαδή λαϊκοί μουσικοί, χωρίς θεωρητικές μουσικές γνώσεις, και ως επί το πλειστον τα κατασκεύαζαν μόνοι τους (το ίδιο ίσχυε και για  τους λυράρηδες). Στην  εξαφάνισή τους  συνέτειναν αφενός η εξάπλωση της λύρας κατ’ αρχάς και αργότερα του μαντολίνου, που με τις  τεχνικές τους δυνατότητες κέρδισαν και τελικά μονοπώλησαν το ενδιαφέρον του κτηνοτροφικου πληθυσμου της Κρήτης, και αφετέρου το πέρασμα προοδευτικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 της κρητικής παραδοσιακής μουσικής στα χέρια των επαγγελματιων μουσικών [που, κάνοντάς την πολυπλοκότερη και εντυπωσιακότερη (αν και όχι πάντα ουσιαστικότερη), δεν ενδιαφέρθηκαν για πνευστα στα γλέντια τους] σε συνδυασμό με την αλλαγή στον τρόπο ζωης του Κρητικού βοσκού: το αυτοκίνητο επιτρέπει πλέον τη διαμονή στο χωριό, ενώ το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και τελικά η κασσέτα και το CD σχεδόν συρρίκνωσαν την ερασιτεχνική ενασχόληση με τη μουσική στο επίπεδο της ακρόασης.

Μαντούρα [πηγή wikiwand.com]
Μαντούρα [πηγή wikiwand.com]

Η μπαντούρα.

Η λέξη χαμπιόλι στην Κρήτη σημαίνει γενικότερα τον αυλό. Έτσι, χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει δύο μουσικά όργανα το ένα ονομάζεται ειδικά χαμπιόλι (θ’ αναφερθούμε παρακάτω σ’ αυτό) και το άλλο είναι η μπαντούρα ή μαντούρα, πνευστό από λιανό καλάμι (κλειστό στη μία ακρη με τον κόμπο του και ανοιχτό από την άλλη), που ανήκει στην κατηγορία του κλαρινέττου διαθέτει επικρουστικό γλωσσίδι, φτιαγμένο με σχίσιμο στη μεριά της κλειστής άκρης με τη βοήθεια μαχαιριού, που μπαίνει ολόκληρο στο στόμα και παλλόμενο με το φύσημα παράγει τον ηχο, και «πέντε τρύπες καυτές, για να μολογά καλά». Το  μέγεθός της συνήθως κυμαίνεται από 20 ώς 30 εκ., ενώ κάποτε φτιάχνεται από δύο κομμάτια καλάμι: το ένα έχει τις τρύπες για τα δάχτυλα και το άλλο, το μικρότερο, έχει το γλωσσίδι, πράγμα που δίνει την ευχέρεια στο μπαντουράρη να αντικαταστήσει μόνο το τμημα αυτό αν καταστραφει το  γλωσσίδι του οργάνου. Ο ήχος της είναι λεπτός, οξύτερος από του χαμπιολιου, γιατί το καλάμι είναι λεπτότερο. Οι δυνατότητές της περιορίζονται σε μερικές κοντυλιές (μουσικές φράσεις) και αυτοσχεδιασμούς.

Η λέξη λυρομπάντουρα και η φράση λύρες κα  μπαντουρες έφθασαν μέχρι τα τελευταία χρόνια να σημαίνουν τη μουσική γενικά. Μπαντούρες (ή χαμπιόλια, όπως συχνά τις  ονόμαζαν) κατασκεύαζαν πρόχειρα τα παιδιά στα χωριά με το σουγιά τους  και έπαιζαν απλές κοντυλιές χάριν παιδιάς.

Δυο μπαντουρες μαζί, που η μια κρατεί το ίσο και η άλλη παίζει το σκοπό στα χείλη του ίδιου μπαντουράρη, συνιστουν τη τζιμπραγιά μπαντούρα (δίδυμη) ή διπλομπαντούρα. Συνήθως η μία από τις δύο μπαντούρες, αυτή που χρησιμεύει για ισοκράτημα, έχει μόνο μία τρύπα ο Ανωγειανάκης όμως αναφέρει τζιμπραγιά μπαντούρα με όλες τις τρύπες και στα δύο σκέλη από την περιοχή του Πρινέ Μυλοποτάμου ν. Ρεθύμνης τα τελευταια χρόνια του μεσοπολέμου σ’ αυτήν «έχουμε ένα απλό δυνάμωμα του ήχου: αντί μια έπαιζαν δυο μαντούρες μαζί τη μελωδία». Στο όργανο αυτό, «όταν, παρ’ όλη την προσοχή στην κατασκευή, οι δυο μαντούρες δε “μολογούσαν”, χρησιμοποιούσαν διάφορους τρόπους …για να συντονίσουν ηχητικά τις  δυο μαντούρες:  έξυναν μ’ ένα μαχαιράκι, δηλαδή ελέπτυναν περισσότερο το ένα από τα δύο γλωσσίδια ή στη μια από τις δυο μαντούρες έχωναν κάτω από το γλωσσίδι της μια λεπτή κλωστή ή τύλιγαν τρεις και τέσσερις φορές τη ρίζα του γλωσσιδιού με μια λεπτή κλωστή, που έδεναν μετά κόμπο (και οι δυο αυτοί τρόποι επηρέαζαν, όπως είναι φανερό, την παλμική κίνηση του γλωσσιδιού και συνεπώς το  ύψος του ήχου). Άλλοτε πάλι άνοιγαν περισσότερο ή έκλειναν λίγο, με κερί, όποια από τις τρύπες δε συνταιριαζόταν ηχητικά με τη  αντίστοιχη τρύπα στην άλλη μαντούρα κτλ.».

Η ασκομπαντούρα.

Η τζιμπραγιά μπαντούρα αρμοσμένη σε ξύλινο θηκάρι και προσαρμοσμένη με κατάλληλο τρόπο σε δέρμα από αρνί ή ρίφι (κατσικάκι) μας δίνει στην Κρήτη την ασκομπαντούρα ή ασκομαντούρα και φλασκομπαντούρα, που είναι η γνωστή νησιώτικη τσαμπούνα και διαφέρει από τον άλλο τύπο ελληνικού άσκαυλου, τη γκάιντα.

«Η ασκομπαντούρα γίνεται από λιανό καλάμι διπλό. Το  κάθε καλάμι έχει το καπάκι στον κόντυλο και μια σειρά τρύπες, όλες 5, όσα είναι και τα δάχτυλα της μιας χέρας. τις  τρύπες τις καινε με αφτούμενο κάρβουνο για να γίνουν στρογγυλές. τις δυο καλαμένιες μπαντουρες κάνουν να ταιριάζουν στη φωνή και τσοι βάνουν μέσα σ’ ένα ξύλο σκαλισμένο κούφιο σα σωλήνα από σφάκα γή ασφένταμο. Επειδής χαλούν τα καπάκια εύκολα, είναι χωριστά γινωμένα και ταιριάζουν ύστερα στο σωλήνα του καλαμιού που ’χει τσοι τρύπες. …Η ασκομαντούρα βγάνει βοή πολλή και δίδει ζωή στους χορευτές, μα ταιριάζει σε γλέντι μεθυσιού και όχι σε γλέντι σοβαρό και ευγενικό. για κείνο δεν την  πολυμεταχειρίζονται στο χορό και στο τραγούδι καθόλου. Ο μπαντουράρης φράσει τες δύο πρώτες τρύπες της μπαντούρας με το πρώτο και δεύτερο δαχτύλι του δεξιού χεριού και τσοι άλλες τρεις προς τον πόρο τση μπαντούρας με τα τρία πρώτα δαχτύλια της ζερβής χέρας».

Ο Ανωγειανάκης καταγράφει ασκομπαντούρα με 6 τρύπες και αυλακωτή βάση με τρεις αυλούς ο τρίτος αυλός, χωρίς τρύπες, χρησιμεύει για ισοκράτημα (Άγιοι Δέκα Ηρακλείου).

Το δέρμα με το πιο κατάλληλο μέγεθος για την κατασκευή της, όπως λέει ο χαμπιολάτορας, ασκομπαντουριέρης και κατασκευαστής Μανώλης Φαραγκουλιτάκης ή Μπαξές από τα Βορίζια Ηρακλείου, είναι του ζώου («γ-ή αρνί γ-ή ρίφι, ό,τι νά ’ναι») που «θα βγει το κρέας του 7-8 κιλά κι εννιά κιλά να  βγει, καλό είναι», ώστε να μπορεί ο παίχτης «ν’ αγκαλιάσει τ’ ασκί». Φυσικά το δέρμα αυτό δεν πρέπει να είναι σκισμένο στο λαιμό, όπως γίνεται όταν το ζώο σφάζεται για το κρέας του.

Η εξωτερική πλευρά του δέρματος είναι εσωτερική του οργάνου. «Τα πιο πολλά μαλλιά έχουνε κουρευτεί κι έχει μισό πόντο μαλλί από μέσα» (αν ξυρίσουν την τρίχα οι πόροι του δέρματος ανοίγουν με το παίξιμο και τ’ ασκί ξεθυμαίνει γρήγορα εξάλλου το  κοντό μαλλί συγκρατεί το χνότο και το σάλιο, που μαζεύονται σιγά σιγά μέσα στο ασκί με το φύσημα, και τα εμποδίζουν να προχωρήσουν και να «ξεκουρντίσουν» τα γλωσσίδια μαλακώνοντάς τα με την  υγρασία).

Η κατασκευή γίνεται «ότι να (αφότου) ξεραθει τ’ ασκί. Εγώ τση βάνω αλάτσι γιατί, όσο νά ’ναι, δέρματά ’ναι, και θέλει πολύ αλάτσι να τη μ-ψήνει (…). Έκειέ ’χω και κάτι κόλλα που είναι δερματόκολλα άμα χάνει αέρα, να του βάλομε λιγάκι, ίσως να σταθεί.»

Ενώ τα μπαντουράκια είναι, φυσικά, από καλάμι, το στόμιο είναι κοκκάλινο. Εκεί «δε γ-κάνει να βάλεις καλάμι το καλάμι θα το κάμ’ αυτό ντελόγο τ’ αδόντι… και ξύλινο νά ’ναι θα το σπάσει. Αλλά τούτο ’δώ είναι αμετάβλητο». Το στόμιο λέγεται φουσκωτάρι (Λασήθι), μπούζουνας (Σητεία) κλπ.

Κατά το παίξιμο «πετάς τη γλώσσα και φράζεις το κόκκαλο ύστερα πάλι ξεφράζεις και μπαίνει αέρας στ’ ασκί σιγά σιγά, δώσ’ του δώσ’ του. Δε θέλει να πάρεις πολύ αέρα, γιατί κλειούνε τα χαμπιολάκια μέτρια».

«Τ’ ασκί είναι για να μη γ-κάνει διακοπή. Γιατ’ η μαντούρα, άμα λείπει τ’ ασκί, παίζει κι ετσά το  ιδιο, αλλά κάνει διακοπές» (για ν’ αναπνεύσει ο παίχτης), «ενώ με τ’ ασκί δε γ-κανει» (γιατί συγκρατει τον αέρα στο εσωτερικό του, είναι δηλαδή αεροθάλαμος).

χαμπιόλι - μαντούρες
χαμπιόλι – μαντούρες [πηγή users.sch.gr/chetzogian]

Το χαμπιόλι.

Το χαμπιόλι είναι καλαμένιο πνευστό που ανήκει στην κατηγορία του φλάουτου και συγγενεύει με το φλάουτο με ράμφος. Ονομάζεται κατά περιοχές θιαμπόλι, μπαμπιόλι, φθιαμπόλι, σφυροχάμπιολο και πειροχάμπιολο και πρόκειται για το γνωστό από την υπόλοιπη νησιωτική (κυρίως) Ελλάδα σουραύλι.

Στη δυτική Κρητη (Ομαλός Χανίων) ο αυλός ονομάζεται χαμπιόλι και μπαμπιόλι, στην επαρχία Σελίνου θιαμπόλι, στον Κρουσώνα (Ηρακλείου) πειροχάμπουλο, «γιατί του βάζομε πείρο από σφάκα», στα Βορίζα (Ηρακλείου) γλωσσοχάμπουλο και σφυροχάμπουλο κ.τ.λ.

«Το παμπιόλι (φθιαμπόλι) είναι (κι αυτό) βοσκίτικο όργανο. Γίνεται από χοντρό καλάμι πού ’χει στη μια μεριά κόντυλο. Από κει που του φυσούν και παίζει είναι καλάμι κομμένο ξυράφτικα (λοξά) και είναι στουμπωμένο με πείρο από σφάκα. Ο πείρος ταιριάζει καλά και μόνον από την ακρα τση κοπης έχει μια πελεκιά κι αφήνει διάστεμα να μπαίνει η αναπνιά μέσα στο καλάμι. Ίσα ποκάτω στη στενή αυτή τρύπα είναι ανοιγμένη στο καλάμι τρύπα τετράγωνη, πού ’χει το κάτω χείλι τση κοφτερά ξυσμένο, για να σφυρίζει η φυσά (το φύσημα) περνώντας από κει. Από κει και κάτω έχει 5 τρύπες στρογγυλές το καλάμι και μια από πίσω που τη φράζει ο δάχτυλος τση δεξιάς χέρας. και  στον κόντυλο κάτω είναι μια μικρή τρύπα καμωμένη με το σουβλί.»

Ο λυράρης Κ. Ανυφαντάκης, ετών 79, περιέγραψε την κατασκευή του χαμπιολιου έτσι: «Τα χαμπιόλια τα κάνουνε από καλάμι ξερό. Πρέπει ο κόντυλός του νά ’ναι μακρύς και ψιλός, για να βάζεις πολλές τρύπες. Με το μαχαίρι στην απάνω μπάντα του κόντυλα του σάζομε μια γλώσσα και τήνε φτεναίνεις με το μαχαίρι και του κάνεις πέντε τρύπες και τσοι καις να γίνουνε στρογγυλές».

«Το θιαμπόλι το κάνομε από καλάμι και σφάκα. το τρυπώ το καλάμι με μαχαίρι και απόι τσοι κάβω τσοι τρύπες με κάρβουνο, αλλιώς δεν παίζει. νά ’ναι ξερό, χοντρό και μακρύς ο κόντυλας του καλαμιου και η σφάκα ξερή».

Το σφυροχάμπιολο κατά παράδοσιν έχει πέντε τρύπες μπροστα και μία πίσω, για τον  αντίχειρα.

Ο Μανώλης Φαραγκουλιτάκης θυμάται: «Τα παλιά είχανε πέντε τρύπες. Εγώ ήμαθα με πέντε. Αλλά τη γ-Κατοχή μέσα ήταν ένα μ-παιδί απ’ τη Μιαμού, απ’ τ’ Αστερούσια, και έπαιζε. Το γνώρισα στ’ αεροδρόμιο απού φτιάχνανε οι Γερμανοί στο Ντυμπάκι. Ήταν εκειά χιλιάδες κόσμος κι εδούλευγε. Ήτανε στα σύρματα. Κι εγλεντίζανε κάθ’ αργά οι γι-αθρώποι, είντα ’θελα κάμουνε; και τον είδα εκειά και τον άκουσα μια φορά κι έπαιζε⋅ κι έπαιζε με εφτά τρύπες, όπως είν’ αυτό ακριβώς.

Εγώ εβάστουν ένα με πέντε. Και  μου λέει: “Κουμπάρε Μανώλη, να σάξεις ένα με εφτά που ’χει πιο πολλά πατήματα και παίζεις άνετα ότι δήποτε κοντυλιά και νά ’ναι”. Αυτός ήτανε πιο μεγάλος από μένα λεγότανε Χαρίδημος Γερμανάκης.»

Η Μαρία Λιουδάκη γράφει πως στο Λασίθι καλά θιαμπόλια γίνονται από κόκκαλο «τση βιτσίλας» (σταυραετού). Και στην Αση Γωνιά (Ν. Χανίων), όπως μας πληροφορει ο Γ. Αικατερινίδης, κατασκευάζονταν αυλοί από κόκκαλο: «Παλιά παίρνανε από τσοι καναβούς (γύπες) κόκκαλο και κάνανε μπαμπιόλι. Παίζανε και χορεύανε οι βοσκοί με του καναβου το  κόκκαλο».

Η Μαρία Λιουδάκη εξάλλου παραδίδει το σκωπτικό στίχο τα πόδια σου ’ν’ αχιμαδιάς, τ’ ατζά σου ’ναι θιαμπόλι, ο οποιος σατιρίζει τα πολύ λεπτά πόδια των γυναικών.

Οι κοντυλιές.

Οι μουσικές φράσεις που παίζονται με τα πνευστά ονομάζονται κοντυλιές η κοντυλέ (στο ρεθεμνιώτικο γλωσσικό ιδίωμα) ή κοντυλιά (στο ιδίωμα της ανατολικής Κρήτης). Η λέξη παράγεται από τον κόντυλα, στέλεχος καλαμιού ανάμεσα σε δύο κόμπους, με τον οποιο κατασκευάζονται τα συγκεκριμένα μουσικά όργανα .

«Ένα γ-κοντυλιδάκι» είναι ό,τι πρέπει για να παρεΐσουν οι μερακληδες και να εκτονώσουν το μεράκι τους τραγουδώντας μαντινάδες ή και χορεύοντας τους διάφορους σιγανούς και πηδηχτούς κρητικούς χορούς, οι οποιοι αποτελούνται από κοντυλιές, οι περισσότεροι όμως από τους οποίους, τοπικού χαρακτήρα, έχουν εκλείψει (ο τριζάλης, ο κατσαπαδιανός, ο πανωμερίτης, το  μικρό μικράκι, ο πρινιώτης, ο στειακός πηδηχτός, η ρουμαθιανή σούστα και πληθος άλλων).

Σήμερα η λέξη κοντυλιά προσδιορίζει τις μελωδίες του σιγανού πεντοζάλη, που παίζονται πλέον με λύρα ή μαντολίνο, και ενίοτε έχει και τη σημασία της μουσικής της λύρας γενικά (δηλαδή τση δοξαρές), με τον ιδιο τρόπο που η λέξη πεννιά σημαίνει τη μουσική των νυκτών εγχόρδων. Ωστόσο έχουν απομείνει πολλές κοντυλιές (πολλά γυρίσματα, δηλ. μελωδικές φράσεις) με χαρακτηριστικό μπαντουρίστικο ύφος, ενώ η μίμηση του ήχου της μπαντούρας με τη λύρα θεωρείται δείγμα εξαιρετικής δεξιοτεχνίας του λυράρη.

Παλαιότερα τοπικές κοντυλιές, όπως οι αμαριώτικες και οι στειακές κοντυλιές (επαρχίες Αμαρίου και Σητείας αντίστοιχα) ήταν ξακουστές για την ποικιλία και την ομορφιά τους. Κοντυλιές όμως μπορουσε να συνθέσει αυτοσχεδιάζοντας οποιοσδήποτε πολύ ή λίγο προικισμένος ερασιτέχνης μουσικός («κοντυλέ του τάδε») στο καφενειο, στο σπίτι του, στο χωράφι ή στ’ αόρι, στα πρόβατα, τις οποίες παραλαμβάνοντας η κοινότητα κατέτασσε με την ανάλογη επεξεργασία στο χωρο της παράδοσης.

Σύγχρονοι παίχτες πνευστών στην  Κρήτη.

Μετά την τελευταία γενιά Κρητικών χαμπιολατόρω (Μανώλη Φαραγκουλιτάκη, Αντώνη Στεφανάκη, Πελοπίδα Σαριδάκη, Παντελή Γουβεράκη κ.ά.) τα όργανα  πέρασαν, όπως ειπαμε, στο περιθώριο. Αρκετοί Κρητικοί λαϊκοί μουσικοί, που έπαιζαν για χρόνια κρητικά πνευστά, τα εγκατέλειψαν, είτε λόγω άλλων ενδιαφερόντων (όπως ο Θανάσης Σταυρακάκης) είτε, προκειμένου για επαγγελματίες μουσικούς, προτιμώντας άλλο όργανο (Νικηφόρος Αεράκης, λύρα). Ενώ ήδη συνέβαινε αυτό, διάφοροι Κρητικοί λαϊκοί μουσικοί προσπάθησαν να τα καταγράψουν, περιλαμβάνοντάς τα δειγματοληπτικά στους δίσκους τους.

Τα τελευταια χρόνια, με την ανακάλυψη της παράδοσης από πολλούς νέους ανθρώπους στην Ελλάδα (ακολουθώντας τον απόηχο του ανάλογου παγκόσμιου ρεύματος, που δεν πρέπει όμως, τουλάχιστον στην περίπτωση που συζητούμε, να το υποτιμήσουμε ως προς τη γνησιότητά του), τα πνευστά της Κρήτης άρχισαν δειλά δειλά να επανεμφανίζονται.

Ο Ιρλανδός μουσικός και μουσικολόγος Ross Daly, που ασχολείται χρόνια με την  παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας και  ιδιαίτερα της Κρήτης, μου απάντησε, όταν τον  ρώτησα αν πιστεύει ότι τα κρητικά πνευστά έχουν ελπίδα ν’ αναβιώσουν: «Αυτό θα  συμβει μόνο αν μία ισχυρή προσωπικότητα, που θ’ ασχολειται μ’ αυτά, προσελκύσει νέους μουσικούς στη χρήση τους».

Αναμφίβολα θα βοηθουσε σε μια προσπάθεια αναβίωσής τους η ένταξη της διδασκαλίας τους στα Ωδεια, στα πλαίσια της διδασκαλίας παραδοσιακών μουσικών  οργάνων (αυτό βέβαια προϋποθέτει συστηματικό προγραμματισμό στη διδασκαλία της παραδοσιακής μουσικής, με «υποχρεωτικά» μαθήματα και μαθήματα ιστορίας της μουσικής μας, βυζαντινής μουσικής κ.λ.π.), με τη χρησιμοποίηση όμως πλέον, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο του κλασικού κρητικού χαμπιολιού με τις πέντε τρύπες αλλά και συγγενικών καλαμένιων πνευστών με περισσότερες τεχνικές δυνατότητες από άλλες περιοχές.

Βέβαια μια πιθανή αναβίωση των κρητικών πνευστών, κατά τη γνώμη μου, θα έχει νόημα μόνο αν μας βοηθήσει να ανακτήσουμε το ομαδικό πνεύμα που χαρακτήριζε την  παλιά κρητική παρέα (συμποσιακή σύναξη φίλων) και το γλέντι (που ήταν μια μεγάλη παρέα) και επαναφέρει τους μερακλήδες της Κρήτης (δηλαδή τους ευαίσθητους ανθρώπους που αγαπούν την τέχνη) στην ερασιτεχνική ενασχόληση με τη μουσική παράδοση του τόπου τους και  τον  πολιτισμό που η παράδοση αυτή εκφράζει.

Σημείωση, 2 του Σεπτέμβρη 2017:
Σήμερα, επτά χρόνια μετά τη σύνταξη των παραπάνω, με το έργο σύγχρονων αποφασισμένων Κρητικών μουσικών, όπως ο Γιάννης Ρομπογιαννάκης και ο Αλέξανδρος Παπαδάκης, αλλά και με τη συμβολή εμπνευσμένων ερευνητών, όπως ο Γιώργης Λαγκαδινός (διοργανωτής σειράς εκδηλώσεων με συναντήσεις πνευστών οργάνων στη Γέργερη), τουλάχιστον η ασκομαντούρα έχει επανέλθει δυναμικά στο κρητικό μουσικό στερέωμα. Πολλά κρητικά μουσικά συγκροτήματα την εντάσσουν στο πρόγραμμά τους (σε λίγους σκοπούς) και υπάρχουν αρκετοί νέοι παίχτες. Οι περισσότεροι βέβαια τη χειρίζονται ως δεύτερο όργανο και στα πλαίσια ενός μεγαλύτερου συνόλου οργάνων, όλης της κομπανίας, που ακούγονται κατά τη διάρκεια ενός γλεντιού ή μιας μουσικής εκδήλωσης.

Η χρήση της προσδίδει στην κρητική μουσική ένα αρχέγονο ηχόχρωμα, που ταράζει και αφυπνίζει, οδηγώντας το νου του σημερινού ακροατή στα μονοπάτια της θύμησης, εκεί όπου βάδισαν οι πρόγονοί μας.

Εύχομαι να βρούμε μαζί και τα όμορφα στοιχεία της κρητικής μας ταυτότητας, που χρειαζόμαστε ακόμη για να ξαναγίνουμε και να μείνουμε αληθινά ελεύθεροι!…