Η απόφαση του δικαστηρίου της 13/4 για τον θάνατο του μικρού Διονύση, η καταδίκη της συναδέλφου που κατά κοινή ομολογία έκανε ευσυνείδητα το λειτούργημά της, εφάρμοσε με ακρίβεια όλα τα προβλεπόμενα ιατρικά πρωτόκολλα, δικαιολογημένα έχει δημιουργήσει μια άνευ προηγουμένου αναστάτωση και ανασφάλεια σε όλους τους γιατρούς.

Όλοι νιώθουμε ότι είναι θέμα τύχης και μόνο να βρεθούμε στην ίδια θέση και να καταδικαστούμε με πολύ βαριές κατηγορίες, ενώ ασκούμε με αίσθημα ευθύνης το λειτούργημά μας.

Προφανώς και δεν διεκδικούμε να είμαστε στο απυρόβλητο. Προφανώς και υπήρξαν και θα υπάρξουν περιστατικά αμέλειας όπου ο γιατρός πρέπει να κριθεί και με βάση τα δεδομένα της ιατρικής επιστήμης και να λογοδοτήσει. Όμως εδώ δεν μιλάμε για αυτό.

Το αρχικό κατηγορητήριο αποδομήθηκε πλήρως από πραγματογνώμονες και καθηγητές ιατρικής από όλη την Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία και με τη γνώμη όλων των ειδικών, οι γιατροί έπραξαν ως όφειλαν και δεν προκύπτει αμέλεια ή κακή άσκηση της ιατρικής πράξης που να οδήγησε στο θάνατο. Σύμφωνα με όλους τους ειδικούς δε θα μπορούσε να είχε γίνει τίποτε άλλο πέρα από αυτά που έγιναν για να αποφευχθεί η μοιραία εξέλιξη.

Αφού λοιπόν όλες οι διατυπωμένες μέχρι σήμερα αιτιάσεις ανατράπηκαν με τον πιο επίσημο αναμφισβήτητο και κατηγορηματικό τρόπο, το δικαστήριο, υποκαθιστώντας την ιατρική επιστήμη, αποφάσισε ότι το παιδί πέθανε από αφυδάτωση!!! Κανένα απολύτως στοιχείο δεν συνηγορεί στην εκδοχή αυτή. Αντιθέτως , αποδεικνύεται από το φύλλο νοσηλείας ότι το παιδί λάμβανε ενδοφλέβια υγρά και υπάρχουν εργαστηριακές εξετάσεις που αποδεικνύουν την καλή νεφρική λειτουργία. Κι όμως αυτή η αυθαίρετη και αντίθετη με τα πραγματικά περιστατικά κατηγορία, που διατυπώθηκε την ύστατη στιγμή και μάλιστα από ανθρώπους παντελώς άσχετους με την ιατρική επιστήμη, στάθηκε ικανή για να καταδικαστεί μια γιατρός για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Ανεξάρτητα από τον ανασταλτικό χαρακτήρα της ποινής είναι πολύ βαριά κατηγορία, που για ένα γιατρό γίνεται αβάσταχτη.

Μπορούμε να αντιληφθούμε την επιθυμία του δικαστηρίου να κατευνάσει τον ανθρώπινο πόνο των γονιών. Τις πιέσεις, τις απλουστεύσεις και τους λαϊκισμούς των τηλεπαραθύρων. Η τελική κρίση όμως του δικαστηρίου δεν μπορεί να υποτάσσεται σε αυτά. Δεν μπορεί να αγνοεί τόσο επιδεικτικά όλα τα πραγματικά περιστατικά. Με αυτό τον τρόπο όχι μόνο δεν αποδίδεται δικαιοσύνη αλλά δεν διαπαιδαγωγείται και η κοινή γνώμη σε μια πιο ολοκληρωμένη και επιστημονική προσέγγιση των ζητημάτων αυτών.

Δυστυχώς πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως δεν είναι πάντα δυνατό να αποφευχθεί ο θάνατος. Ο ρόλος του γιατρού είναι να κάνει ότι έχει διδαχθεί , με όσα μέσα του παρέχονται ώστε να ωφελήσει όσο το δυνατό περισσότερο τον ασθενή. Κάποιες φορές όμως η κατάληξη δεν είναι δυνατό να αποφευχθεί. Ευτυχώς η πρόοδος της επιστήμης έχει περιορίσει πολύ αυτές τις περιπτώσεις όμως δυστυχώς δεν τις έχει εκμηδενίσει. Δεν μπορούμε λοιπόν σε κάθε τέτοια περίπτωση να ποινικοποιούμε την ιατρική επιστήμη επειδή δεν θέλουμε να δεχτούμε την πραγματικότητα.

Το υπόβαθρο για την ποινικοποίηση της ιατρικής έχει ήδη καλλιεργηθεί από αυτούς που ευθύνονται για την διαλυτική κατάσταση στα νοσοκομεία. Αυτοί έχουν κάθε λόγο να υποσκάπτουν την σχέση γιατρού ασθενούς. Τους συμφέρει η κοινωνία να στρέφεται ενάντια στον ιατρικό κλάδο , να τον απαξιώνει, να θεωρεί τους γιατρούς υπεύθυνους για την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας. Η κοινή γνώμη έχει εκπαιδευθεί με πολύ μεθοδευμένο τρόπο να θεωρεί προσωπική ευθύνη του κάθε γιατρού την σωστή άσκηση της ιατρικής και να κατηγορεί τον ιατρικό κλάδο για οποιαδήποτε κακή εξέλιξη.

Όλα τα παραπάνω έρχεται να επιβεβαιώσει και η απόφαση του δικαστηρίου, που δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Μόνο στο Ρέθυμνο εκκρεμούν 2 παρόμοιες δικαστικές υποθέσεις.

Το αποτέλεσμα αυτών των αποφάσεων και των συνεχών ποινικών διώξεων, θα είναι γιατροί που θα δουλεύουν υπό το φόβο καταδίκης και δεν θα ασκούν σωστά την ιατρική και ασθενείς που θα στέκονται καχύποπτα απέναντι στους θεράποντες τους.

Είναι επείγουσα ανάγκη η συγκεκριμένη απόφαση το συντομότερο δυνατόν να επανεξεταστεί και να ανατραπεί.

Είναι ανάγκη η κοινή γνώμη να αποκτήσει μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση για την ιατρική και τις δυνατότητές της.

Είναι ανάγκη να ξαναοικοδομήσουμε τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον γιατρό και τον ασθενή.

Και τέλος είναι ανάγκη, παρά το ότι δεν υπήρξε τέτοιο θέμα στο συγκεκριμένο περιστατικό, να διεκδικήσουμε σύγχρονους όρους για την άσκηση του λειτουργήματός μας. Γιατί όσο αυξάνονται οι ελλείψεις στα υλικά και στο προσωπικό, όσο παγιώνονται και διευρύνονται τα εξαντλητικά ωράρια, καταλαβαίνει κανείς ότι με τα σημερινά μέτρα και σταθμά όλο και περισσότεροι γιατροί θα βρίσκονται στο εδώλιο στη θέση των πραγματικών υπευθύνων.

Μπάτζιου Ιωάννα,
Ειδικευόμενη παιδιατρικής στο Γ.Ν.Ρ