ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

Μαρουλάς Ρεθύμνου – του Ηλία Κοπανάκη

Ο Μαρουλάς Ρεθύμνου βρίσκεται σε απόσταση 10 περίπου χιλιομέτρων από την πόλη του Ρεθύμνου, σε νοτιοανατολική κατεύθυνση και σε υψόμετρο περίπου 240 μέτρων (210 – 245 μ.) από το επίπεδο της θάλασσας. Το χωριό με τον σημερινό οικιστικό και πολεοδομικό κορμό πιθανολογείται ότι χτίστηκε στις αρχές του 13ου μ.Χ. αιώνα. Το σύνολο του οικισμού έχει ανακηρυχθεί διατηρητέος.

Ο παραδοσιακός οικισμός έχει έντονα βενετσιάνικα και τουρκικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Ωστόσο η αξιολόγηση των αρχιτεκτονικών και αρχαιολογικών στοιχείων του συνόλου των καταλοίπων του Μαρουλά καθώς και των γεωπεριβαλλοντικών δεδομένων του χώρου, οδηγούν τους επιστήμονες στη θεώρηση ότι ο Μαρουλάς μπορεί να θεωρηθεί μινωικό χωριό. Ωστόσο, και ενώ στην περιοχή έχει αποκαλυφθεί Υστερομινωϊκό νεκροταφείο με θαλαμοειδείς λαξευτούς τάφους με διάδρομο, ευρήματα του οποίου εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο Ρεθύμνης, εν τούτοις ο μινωικός οικισμός δεν έχει εντοπιστεί ακόμη. Ίσως το γεγονός αυτό να υποδηλώνει ότι και ο μινωικός οικισμός βρισκόταν στην ίδια θέση με τη σημερινή.

Πέρα από τους θαλαμωτούς τάφους και τον απέραντο ελαιώνα, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει πλήθος άλλων εικόνων, να οσφρηθεί το άρωμα βοτάνων και λουλουδιών, αρωμάτων σπάνιων και μοναδικών, να ταξιδέψει πίσω στον χρόνο σε εποχές πολύ διαφορετικές από τις δικές μας, να περπατήσει τα στενά δρομάκια και να περάσει κάτω από τις καμάρες. Να δει τις αψιδωτές πόρτες, τις πορτάρες όπως λέγονται, που σύμφωνα με τον θρύλο του χωριού ήταν 12 και αντιστοιχούσαν μία σε κάθε ένα από τα 12 «αρχοντόσπιτα» του χωριού, των δώδεκα αρχοντικών οικογενειών. Μαζί με τις απλές και φτωχικές αψιδωτές πόρτες, ο αριθμός τους είναι πολύ μεγαλύτερος, δύσκολο να τον υπολογίσει κανείς. Το καλοκαίρι ο περιηγητής μπορεί να αναζητήσει λίγη δροσιά στο δασάκι της φυσικής πηγής του νερού με τους γιγαντιαίους πλατάνους, πηγής ξακουστής σε όλο το Κατωμέρι για το νερό με τις χωνευτικές ιδιότητες.

H μακραίωνη πορεία του Μαρουλά διαφαίνεται στα τοπωνύμια της αγροτικής περιφέρειας του. Αν θέλαμε να προχωρήσουμε στο δύσκολο κομμάτι του χρονικού εύρους της ύπαρξης των ονομάτων αυτών θα μπορούσαμε σε γενικές γραμμές να πούμε τα εξής: το μεγαλύτερο ποσοστό των ονομάτων αυτών έχει βυζαντινή (Λιοφύτα, Μαραθόλακας, Κορακιάς, Άσπρος Πόρος, Μετόχια, Βίγλες, Φώτες, Σαράτσης, Αμπέλα, Καστρί κ.ά.) ή ενετική (Σκουτζοτζανής, Λαγκός, Νταβαλίδικα, Σκαπεταρέ, Ξεράμπελο, Αντριγιάννας, Τσατσαλής, Γρομπολέ, Πάντιμου, Φυλλαδιανά κ.ά.) προέλευση. Λιγότερα σε αριθμό είναι τα μεταγενέστερα τοπωνύμια, εκείνα της οθωμανικής περιόδου (Μεζάρια, Κουμέσος, Μπαϊράμης, Καντινάκι την ελέ κ.ά.). Τέλος ορισμένα τοπωνύμια είτε προέρχονται από πολύ μακριά και η καταγωγή τους χάνεται στο βάθος των αιώνων και των χιλιετιών (π.χ. Ζάμαρος), είτε δεν είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε με ακρίβεια την ηλικία του τοπωνυμίου (Βρουλέ, Κανίτσος, Σόχωρα, Γρεδιά, Γυριστό, Φραχτό κ.ά.).

Προς το παρόν δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν πριν από την Μινωική Εποχή ο χώρος του Μαρουλά είχε κατοικηθεί ή αν είχε χτιστεί κάποιος οικισμός στη σημερινή ή άλλη θέση. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι αυτό είχε συμβεί, αλλά δε γνωρίζουμε που και πότε, υπό ποιες συνθήκες και τι πολιτισμός και κοινωνία είχαν διαμορφωθεί. Στις θέσεις Πλακωτή, Πλατάνι, Αμυγδαλέ, Καστρί, Μαραθόλακα και Μεζάρια, από τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα χιλιάδες κεραμικά θραύσματα (βύσαλα) και τις λαξευμένες πέτρες, μπορεί εύκολα να συμπεράνει κανείς την μακροχρόνια κατοίκηση της ευρύτερης περιοχής με την οποία ασχολούμαστε. Στις αγροτικές καλλιεργήσιμες εκτάσεις της ευρύτερης περιοχής της θέσης Πριναρές, στο σύνολο της έκτασης της Πλακωτής και σε πολλά άλλα σημεία, διακρίνει κανείς με μεγάλη ευκολία ακόμη και σήμερα εκατοντάδες κομμάτια ψημένου πυλού. Πέραν αυτών δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου εντοπίζονται διάσπαρτα μινωικά όστρακα και αντικείμενα (τριποδικά αγγεία, κύπελλα, βαρίδια αργαλειού κτλ.) από τους κατοίκους, ενώ υπάρχουν και αναφορές για εγχυτρισμούς πιθαριών. Όλα τα παραπάνω, αποτελούν αυταπόδεικτα δείγματα μιας κοινότητας πολυπληθούς με έντονα τα στοιχεία της παραγωγικής και εμπορικής δραστηριότητας. Επιπλέον, στα νότια της θέσης Πριναρές εντοπίζονται σημεία αρχαίας λατόμησης. Παρά ταύτα, και ενώ το Νοέμβριο του 1982 πραγματοποιήθηκε επιφανειακή έρευνα σε περιοχή του Πριναρέ και επιβεβαιώθηκαν για μια ακόμη φορά τα παραπάνω, δόθηκε η άδεια για την ίδρυση οικισμού σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων από το υστερομινωικό νεκροταφείο του Μαρουλά. Η ίδρυση του οικισμού αυτού είχε ως συνέπεια την καταστροφή της φυσιογνωμίας της περιοχής και της μορφολογίας του εδάφους.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα υστερομινωικά απομεινάρια στην περιοχή του Μαρουλά, που έρχονται κατά καιρούς στο φως από λαθρανασκαφές ή εντατικές ανασκαφικές δραστηριότητες της επίσημης Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Στις θέσεις Μεζάρια/Πριναρές, 1000 μέτρα περίπου δυτικά του οικισμού του σημερινού Μαρουλά και εντός ρεματιάς με υψομετρικές διαφορές, έχουν, τις τελευταίες δεκαετίες από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 μέχρι σήμερα, εντοπιστεί, συληθεί ή ανασκαφεί αρκετοί θολωτοί τάφοι λαξευμένοι στον μαλακό άσπρο βράχο, που χρονολογούνται από την Υστερομινωική Εποχή (τελική Ανακτορική Περίοδο). Ωστόσο η σύληση των τάφων φαίνεται να ξεκινά πολύ παλιότερα, σε άγνωστο σε εμάς χρόνο. Βεβαιωμένο γεγονός είναι η σύληση μινωικού τάφου το 1925, όταν με πρωτοβουλία του τότε Επισκόπου της περιοχής Τιμοθέου Βενέρη και παραθεριστή με οικία στο χωριό, χαράχθηκε και διανοίχτηκε ο πρώτος αμαξωτός δρόμος για τον Μαρουλά. Τότε βρέθηκε λαξευτός τάφος ο οποίος προφανώς συλήθηκε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τάφος αυτός βρίσκεται σε απόσταση 100 μ. νότια των τάφων που θα εντοπίζονταν μετά από 3,5 δεκαετίες.

Τα ενετικά μέγαρα του Μαρουλά και οι Πύργοι, σκιαγραφούν ικανοποιητικά στον επισκέπτη μια εικόνα για τον ενετικό Μαρουλά. Ο Μαρουλάς είναι σαφές ότι υπήρξε προορισμός είτε για μόνιμη κατοίκηση των ενετών αρχόντων του Ρεθύμνου, είτε χώρος παραθερισμού.

Κατά την επόμενη, οθωμανική περίοδο, ξεχωριστή θέση στις μάχες και τις επαναστάσεις του ρεθυμνιακού χώρου κατέχει ο παπά-Μαρουλιανός. Ο παπά-Μαρουλιανός πήρε ενεργό μέρος σε όλες τις επαναστατικές κινήσεις του νησιού ενάντια στους Τούρκους κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στις μάχες αυτές διακρίθηκε για την αποτελεσματικότητά του στα πεδία των μαχών και τον ενθουσιασμό τον για ελευθερία και ένωση με την Μητέρα Ελλάδα. Ο ιερέας Εμμανουήλ Γεωργίου Ανδρεαδάκης, περισσότερο γνωστός με το όνομα παπά-Μαρουλιανός, παρωνύμιο το οποίο ο ίδιος από αγάπη για τον Μαρουλά κράτησε και το υιοθέτησε ως επίσημο όνομά του, γεννήθηκε λίγα χρόνια μετά την πανεθνική κίνηση του 1821 για λευτεριά, κατά πάσα πιθανότητα το 1824, στο χωριό Σελλί της επαρχίας Ρεθύμνου. Αργότερα, κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα, παντρεύτηκε στον Μαρουλά όπου εγκαταστάθηκε ως εφημέριος.

Ο «περιάκουστος ούτος πολεμιστής», όπως τον αποκαλεί χαρακτηριστικά ο μακαριστός Μητροπολίτης Κρήτης Τιμόθεος Βενέρης, έλαβε μέρος και στις τέσσερις κατά σειρά επαναστάσεις που πραγματοποίησαν οι Κρήτες ενάντια στον κατακτητή κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Παρόλο που ο παπά-Μαρουλιανός κατοικούσε σε ένα χωριό με τους πιο αιμοβόρους Οθωμανούς και ένα τουρκικό ασκέρι εγκατεστημένο μόνιμα στον Πύργο του Μαρουλά, εντούτοις ο αγώνας του και οι προσπάθειές του ήταν συνεχείς και δίχως φόβο. «Τους επαναστάτας δεν επτόουν οι Μπαϊρακαγάσηδες του Μαρουλά ούτε ο εν τω πύργω τουρκικός στρατός. Ει και ενήδρευον εκεί οι Τούρκοι, ενήδρευον παρά το πλευρόν των άγρυπνα και τα άφοβα παλληκάρια του Μαρουλά με επί κεφαλής τον ξακουστόν διά τας ενέδρας του γενναίον πολεμιστήν Παπα-Μαρουλιανόν». Την πολεμική του δραστηριότητα την ξεκίνησε στην επανάσταση του 1858, αργότερα συμμετείχε σε αυτήν των ετών 1866-1869 όπου συμμετείχε ως «οπλαρχηγός» με δικό του σώμα, στην επανάσταση του 1878 ως «αρχηγός» πλέον του νομού Ρεθύμνης και τέλος, στην τελευταία πράξη της αποτίναξης του τουρκικού ζυγού, στην επανάσταση του 1897, φτασμένος πια σε μεγάλη ηλικία αλλά πάντα ενεργός πολεμιστής μέσα στη φωτιά της μάχης. Στην τελευταία αυτή επανάσταση ο παπά-Μαρουλιανός ήταν και πάλι Αρχηγός των εθελοντών των τεσσάρων επαρχιών του νομού Ρεθύμνης, ένα σώμα αποτελούμενο από εκατοντάδες ένοπλους άνδρες.

Και ενώ ο παπά-Μαρουλιανός είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων της δυτικής Κρήτης και ιδιαιτέρως αυτών του Ρεθύμνου, αναγκάστηκε να αφήσει περιουσίες και σπίτια στον Μαρουλά και να ξενιτευτεί. Με το ξέσπασμα της επαναστατικής κίνησης του 1866 «ηναγκάσθην να υποχωρήσω εις τα ορεινότερα μέρη της νήσου ίνα εξασφαλίσω την ζωήν της οικογενείας μου» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος. Η οικογένειά του μετέβη στο Ναύπλιο. Η περιουσία του στον Μαρουλά, σπίτια και χωράφια, έρμαιο των Τούρκων, λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Δεν αφιέρωσε όμως μόνο τη ζωή και την περιουσία του ο παπά-Μαρουλιανός στον αγώνα για ελευθερία. Οι δυο του γιοι, αμέσως μόλις η ηλικία τους το επέτρεπε, έλαβαν και αυτοί μέρος στον αγώνα. Ο μεγαλύτερος, ανθυπολοχαγός Γεώργιος Μαρουλιανός, συμμετείχε ήδη από το 1878 στις πολεμικές συγκρούσεις, ενώ ο μικρότερος, επιλοχίας Παντελής Μαρουλιανός, έλαβε μέρος στις μάχες του 1897. Ο ήρωας ιερέας παπά-Μαρουλιανός σε ηλικία 85 ετών το 1909 στην Αθήνα όπου διέμενε μετά το πέρας του απελευθερωτικού αγώνα. Η λιτή ταφή του έγινε δημοσία δαπάνη, ενώ εν ζωή είχε τιμηθεί με τον Αργυρό Σταυρό του Σωτήρος και με έπαινο του Συνταγματάρχη Τιμολέοντος Βάσσου.

Ξεχωριστή όμως θέση στη ζωή των Μαρουλιανών διαχρονικά αποτελούσε η σχέση τους με το ελαιόδεντρο. Αυτό το ευλογημένο δέντρο που γίνει τροφή, ξυλεία, ίσκιο, ομορφιά σε όποιον το καλλιεργεί. Τοπωνύμια της αγροτικής περιφέρειας του Μαρουλά όπως στου Καντινάκη την ελέ, στη Γρομπολέ, στη Γρεδιά, στο Λιανό λιόφυτο, στη Λιοφύτα, στο Λιοφυτάκι και στην Τσουνάτη ρίζα, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα της ενσωμάτωσης του ελαιοδέντρου στη ζωή και την καθημερινότητα γενεών και γενεών της περιοχής. «Το κολατσιό και το κρουασάν», όπως μας ανέφερε χαρακτηριστικά ο μαντιναδολόγος Ανδρέας Σπανουδάκης, «των παιδιών του μεσοπολέμου, ήταν μια φέτα ζεστό ψωμί βουτηγμένο στο φρέσκο λάδι που έρεε στον αγωγό της φάμπρικας». Ο περιηγητής Pashley αναφέρει «Η μητέρα σπάνια θα δώσει ψωμί στα παιδιά της χωρίς ένα πιάτο λάδι για να το βρέξουν πριν το φάνε, και να γίνει πιο νόστιμο….. Οι κρητικοί είναι μαθημένοι στο λάδι και είναι το μόνο πράγμα το οποίο κανείς δεν τσιγκουνεύεται». Και ο συμβολαιογράφος Κ. Μοσχάκης: «Θυμάμαι όταν ήμασταν μικρά παιδιά και πεινούσαμε, παίρναμε μια φέτα ψωμί, τη βουτούσαμε μέσα στη γούρνα που έτρεχε το φρέσκο λάδι και με λίγο αλάτι, την τρώγαμε, σαν να ήταν παντεσπάνι. Ήταν το καλύτερο και υγιεινότερο φαγητό, μια σωστή απάντηση στη διαμαρτυρία του στομάχου».

Κλείνοντας αυτήν τη σύντομη αναφορά εις μνήμην του παπά-Μαρουλιανού να επισημάνουμε το εξής. Συμπολεμιστές του παπά-Μαρουλιανού ήταν ο Κορωναίος, ο Χατζη-Μιχάλης Γιάνναρης, ο Σκαλίδης, ο Τιμολέον Βάσσος, ο Κριάρης κ.ά. Όλοι τους έχουν τιμηθεί και τα ονόματά τους έχουν δοθεί σε μεγάλες και κεντρικές οδούς και πλατείες σε Ρέθυμνο και Χανιά. Το όνομα παπά-Μαρουλιανός πουθενά. Ή μάλλον όχι πουθενά. Εκεί καθώς βγαίνομε από την πόλη του Ρεθύμνου προς Περιβόλια μεταξύ της κύριας οδού και της παραλιακής λεωφόρου μπορεί ο τιμών τη μνήμη του να στρέψει το βλέμμα του να δει την οδό παπά-Μαρουλιανού. Ένα ταπεινό στενό δρομάκι. Αυτό είναι ότι μας απέμεινε για να δώσουμε στον «στρατηγό των έργων» όπως χαρακτήρισε τον ήρωα ο Κ. Αργυρόπουλος στον επικήδειο λόγο που εκφώνησε κατά την νεκρώσιμη ακολουθία του παπά-Μαρουλιανού το 1909.

Απ’ τα τέλη δηλαδή της Ενετοκρατίας και καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας μέχρι τις μέρες μας, η γη αυτή φιλοξενεί χιλιάδες ελαιόδεντρα, τα οποία μας χαρίζουν τους υπέροχους καρπούς τους. Μια γρήγορη βόλτα να κάνει κανείς σήμερα στο χωριό θ’ ανακαλύψει πάνω από δώδεκα χώρους στους οποίους λειτουργούσαν κάποτε «φάμπρικες», εργαστήρια δηλαδή, σύνθλιψης του ελαιοκάρπου με σκοπό την παραγωγή ελαιολάδου. Δεν είναι βέβαιο αν κάποτε και για πόσο χρόνο λειτούργησαν ταυτόχρονα όλες αυτές οι μονάδες. Είναι φανερό ωστόσο, ότι ο Μαρουλάς κάποτε ήταν το κέντρο παραγωγής ελαιολάδου στο Κατωμέρι, και η χρυσή αυτή εποχή θα πρέπει να ξεκίνησε στις αρχές του 19ου αιώνα και να διήρκησε για περίπου 150 χρόνια μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Μεταπολεμικά και σταδιακά με την εκβιομηχάνιση της χώρας, οι παλιές φάμπρικες παροπλίστηκαν και νέα αυτοματοποιημένα εργοστάσια έκαναν σιγά-σιγά την εμφάνισή τους.

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τις μεγαλύτερες και πιο εύφορες γεωργικές εκτάσεις και βοσκοτόπια τις κατείχαν Τούρκοι, και ενώ οι περισσότεροι αν όχι το σύνολο των Ελλήνων του Μαρουλά, ήταν στην δούλεψη των μπέηδων, εν τούτοις θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων στην πλειονότητα των περιπτώσεων ήταν καλές και «υπήρχε ψωμί», όπως λέμε, για όλους. Με τα μεγάλα βοσκοτόπια, τα αμπέλια και τις δέκα περίπου φάμπρικες που πρέπει να λειτουργούσαν στον Μαρουλά για την παραγωγή λαδιού, η ζωή των γηγενών, έστω κι αν ήταν υπόδουλοι, φαίνεται να ήταν καλή. Δεν αναφερόμαστε βεβαίως στα χρόνια των επαναστάσεων όπου επικρατούσαν και κυριαρχούσαν άλλες συνθήκες.

«Του Μαρουλά τη στράτα»
Η έκφραση αναφέρεται σε κάποια ενδεχόμενη δυσκολία που συναντούμε, είτε στην διάβαση κάποιου δύσκολου δρόμου είτε εν γένει κάποιας δυσκολίας ή αναποδιάς σε κάποια φάση της ζωής μας. Η έκφραση φαίνεται να προέρχεται από τον «μπίζιλο» (δύσκολο) δρόμο που οδηγούσε από το χωριό στον Πλατανέ και τα παλιά χρόνια ήταν στενός, γεμάτος στροφές και βάτους, ή ενδεχομένως και από τα πολλά στενά μέσα στο χωριό, που για κάποιον που δεν τα έχει περπατήσει ίσως να φαίνονται δαιδαλώδη. Η παροιμιώδης αυτή έκφραση ήταν γνωστή σε όλο το Κατωμέρι κι ακόμη μακρύτερα.

του  Ηλία Κοπανάκη