ΑΠΟΨΕΙΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΡΗΓΙΝΙΩΤΗΣ

Μας αφορά το δημογραφικό πρόβλημα;

Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

Μας αφορά το δημογραφικό πρόβλημα, δηλαδή η συρρίκνωση του γηγενούς ελληνικού πληθυσμού; Έχουμε κάποιο λόγο να κάνουμε παιδιά «για την πατρίδα»;

Ο «παγκοσμιοποιημένος», ανέστιος άνθρωπος

Η παγκοσμιοποίηση δημιούργησε έναν νέο τύπο ανθρώπων, χωρίς έντονο πατριωτικό συναίσθημα. Ανθρώπων έτοιμων να μετοικήσουν σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου όπου μπορούν να εργαστούν και να ευημερήσουν, χωρίς να λυπούνται που απομακρύνονται από τη γη των προγόνων τους. Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος έχει αλλάξει και, όπως έλεγε προ ολίγων ετών μια διαφήμιση, «με το παρελθόν δεν σε συνδέουν και πολλά». Εξάλλου, για να θυμηθώ άλλη μία, «ο εαυτός σου είναι ό,τι πολυτιμότερο έχεις».

Το δέσιμο με τη γη αφορά κυρίως τους αγρότες, όχι τους τεχνοκράτες. Ο σύγχρονος νέος ζει στον κυβερνοχώρο, η πατρίδα του είναι το «παγκόσμιο ψηφιακό χωριό». Πιθανώς αγνοεί το γενεαλογικό του δέντρο, δεν έχει σχέσεις με τους συγγενείς του (ίσως τους περισσότερους δεν τους γνωρίζει καν), αισθάνεται ότι η αληθινή οικογένειά του είναι οι φίλοι του, απτοί και διαδικτυακοί. Οι ρίζες του είναι κάτι που γι’ αυτόν έχει σημασία (αν έχει καν) μόνο αν πρόκειται για κάποιο παραθαλάσσιο ή γραφικό μέρος, για να πηγαίνει διακοπές πότε πότε.

Εξάλλου, δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δημιουργήσει δική του οικογένεια. Η δημιουργία οικογένειας δεν περιλαμβάνεται στα σημαντικά του όνειρα, που κατά κανόνα εξαντλούνται σε όνειρα σταδιοδρομίας και ταξιδιών. Αντί για γάμο με σύζυγο, συνάπτει ερωτικές σχέσεις με «συντρόφους», χωρίς μόνιμη δέσμευση και με ανοιχτή ημερομηνία λήξεως. Αν προκύψει κανένα παιδί, γίνεται γονιός. Ο πατέρας και η μητέρα ενός παιδιού δεν θεωρείται πια αυτονόητο ότι μένουν μαζί, ούτε καν κρίνεται απαραίτητο, αρκεί να ενδιαφέρονται και να «περνούν χρόνο» με το παιδί τους, που συχνά είναι μοναχόπαιδο.

Αυτός είναι ο σύγχρονος άνθρωπος, εργαζόμενος, καταναλωτής, «χωρίς οικογένεια».

Εκτιμά την παραδοσιακή οικογένεια μέσα στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, συνήθως εκτιμά και τους αγώνες του λαού του για την ελευθερία (για τους οποίους έχει κάποια αόριστη πληροφόρηση), αλλά θεωρεί ότι αυτά ανήκουν ανεπιστρεπτί στο παρελθόν. Ο σύγχρονος κόσμος είναι όλος μια μεγάλη πατρίδα. «Όπου γης και πατρίς». «Πατρίδα σου είναι όπου περνάς καλά».

Προφανώς γι’ αυτόν τον συνάνθρωπό μας, η ιδέα ότι η Ελλάδα ανήκει πρωτίστως στους Έλληνες ισοδυναμεί περίπου με ρατσισμό. Θα δυσκολεύεται να αντιληφθεί γιατί κάποιοι «συντηρητικοί», αν όχι και «επικίνδυνοι» για την πρόοδο της ανθρωπότητας, θέλουν τόσο επίμονα να αυξηθεί ο ελληνικός πληθυσμός, σαν τούτη εδώ η χώρα να ανήκει αποκλειστικά στους Έλληνες και να μην έχουν ίσα δικαιώματα σ’ αυτήν όλοι οι άνθρωποι που κατοικούν στα εδάφη της, όποιοι κι αν είναι, απ’ όπου κι αν έχουν έρθει.

Αυτή την άποψη δεν επιθυμώ να την καταρρίψω, απλώς θα προσπαθήσω να εξηγήσω τη δική μας άποψη, εμάς που θέλουμε να κατοικούν Έλληνες κατά πλειοψηφία στην Ελλάδα και η χώρα να τους ανήκει.

Ο πατριωτισμός

Το δέσιμο με μια συγκεκριμένη πατρίδα είναι μια πανανθρώπινη αξία. Οι άνθρωποι των περισσότερων λαών της γης (αν όχι όλων) αισθάνονται ότι η γη των προγόνων τους είναι δική τους, ότι έχουν υποχρέωση να τη διαφυλάξουν ελεύθερη και να την παραδώσουν σε επόμενες γενιές δικών τους απογόνων. Είναι όπως το σπίτι μας, το οποίο πιστεύουμε ότι ανήκει σε μας και ότι η ιδιοκτησία του θα περάσει δικαιωματικά στα παιδιά μας και όχι σε ξένους που απλώς τους δόθηκε η ευκαιρία να το πάρουν χωρίς να το αγοράσουν.

Σ’ αυτή τη γη γεννήθηκαν οι πρόγονοί μας, εργάστηκαν εξαντλητικά για να την καλλιεργήσουν, πολέμησαν και πολλοί σκοτώθηκαν (και σκότωσαν, αμυνόμενοι) για την κρατήσουν δική τους και έζησαν απ’ αυτήν, όχι εδώ και πενήντα ή εκατό χρόνια μόνον, αλλά κυριολεκτικά χιλιάδες χρόνια, όσο φτάνει η ανθρώπινη ιστορική μνήμη. Εδώ διαμόρφωσαν επίσης τον πολιτισμό τους, ο οποίος μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά κι έφτασε σε μας. Άρα αυτός ο τόπος είναι η «πατρίδα» μας (η πατρώα γη, ο δικός μας τόπος), γι’ αυτό και τον αγαπάμε και θέλουμε να δικαιώσουμε τους αγώνες των προγόνων μας για να τον κρατήσουν.

Έτσι αισθάνονται ανέκαθεν οι άνθρωποι όλων ή τουλάχιστον των περισσότερων λαών. Όταν λείπουν μακριά, νιώθουν ξεριζωμένοι και ονειρεύονται την επιστροφή τους, όπως το αρχέτυπο του ξεριζωμένου ανθρώπου, ο Οδυσσέας (που σημειωτέον ήταν Έλληνας, όπως κι εμείς, και η διήγηση των περιπετειών του, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, είναι μέρος του δικού μας πολιτισμού, του πολιτισμού των προγόνων μας). Γι’ αυτούς τους λόγους οι άνθρωποι διαχρονικά, σε όποιο έθνος κι αν ανήκουν, πολεμούν για την πατρίδα τους.

Φυσικά, η αγάπη αυτή είναι σωστό να έχει ανταπόδοση, με ένα κράτος (δηλαδή έναν διοικητικό μηχανισμό της κοινωνίας που έχει διαμορφωθεί σ’ αυτή την πατρίδα) που θα νοιάζεται πραγματικά για την ευημερία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπεια των πολιτών του. Αν αυτό δεν συμβαίνει, ωστόσο, δεν καταρρίπτεται η αγάπη προς την πατρίδα, αντίθετα η συγκεκριμένη πολιτική ηγεσία θεωρείται ανάξια σεβασμού, επιζήμια όχι μόνο για τους ανθρώπους, αλλά και για την ίδια την πατρίδα, και άξια ανατροπής.

Η ανάγκη της απόκτηση παιδιών

Κάθε οικογένεια, παραδοσιακά, επιθυμεί να αποκτά παιδιά, για να συνεχίζεται η ύπαρξή της τουλάχιστον για μια ακόμα γενιά.

Οι άνθρωποι ή τα ζευγάρια επιθυμούν, συνήθως, να έχουν παιδιά, αφενός για το απαράμιλλο συναίσθημα χαράς και ικανοποίησης που προσφέρει η φροντίδα τους (συναίσθημα που, στην εποχή μας, συχνά βρίσκει υποκατάστατο στη φροντίδα κατοικίδιων ζώων, που θεωρούνται ισότιμα με παιδιά) καθώς και για το υποσυνείδητο συναίσθημα «αθανασίας» που προσφέρει η ύπαρξη απογόνων, που θα ζουν και μετά τον δικό μας θάνατο.

Όμως μια κοινωνία επιθυμεί να έχει πολλά παιδιά, για να διαιωνίζεται η ύπαρξή της και αυτό ακριβώς συνιστά την ανάγκη μιας ολόκληρης χώρας για τη συνέχιση του λαού της. Δεν αποτελεί λύση η εισαγωγή αλλοδαπών πληθυσμών για να παραμείνει κατοικημένη η χώρα. Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με απώλεια του σπιτιού μας και μεταφορά της κυριότητάς του σε ξένα χέρια.

Ας προσθέσουμε, για την ιστορία, ότι ο χριστιανισμός θεωρεί πολύ σημαντική την απόκτηση παιδιών (είτε φυσικών είτε θετών), για πνευματικούς λόγους: επειδή αυτό αποτελεί ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για τον άνθρωπο να αγαπά, να προσφέρει τον εαυτό του, ακόμη και να θυσιάζεται, για κάποιον άλλο, πράγμα που μπορεί να τον οδηγήσει στη σωτηρία (την ενότητα με το Θεό, τον παράδεισο). Γι’ αυτό η τεκνογονία θεωρείται και πνευματική υπόθεση, ενώ η αποφυγή της απορρίπτεται ως εγωιστική πράξη – δεν απολυτοποιείται φυσικά, γι’ αυτό και υπάρχει ο τρόπος ζωής του μοναχισμού. Η χριστιανική αγάπη προς όλους τους ανθρώπους (ακόμη και προς τους ξένους, αλλά και προς τους εχθρούς!) υπερβαίνει κατά πολύ την αγάπη προς την οικογένεια, γι’ αυτό και η αντεκδίκηση (βεντέτα) χριστιανικά δεν είναι αποδεκτή, ούτε θεωρείται θεμιτό να χρησιμοποιεί κάποιος ανέντιμα και άδικα μέσα για να προωθεί το συμφέρον των παιδιών του ή γενικά «της οικογένειάς του».

Ποιοι είναι Έλληνες και ποιοι είναι «ξένοι»;

Εδώ οφείλω να διευκρινίσω ότι, μιλώντας για Έλληνες, δεν τρέφω καμία ψευδαίσθηση για απόλυτη «καθαρότητα του αίματος». Αν και πιστεύω ότι σε γενικές γραμμές είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, είμαι βέβαιος ότι στο πέρασμα των αιώνων έχουν ενσωματωθεί στον ελληνικό πληθυσμό σημαντικοί αριθμοί αλλοεθνών (όπως και γειτονικά μας έθνη έχουν ενσωματώσει πληθυσμούς ελληνικής καταγωγής). Αυτό που κυρίως έχει σημασία για μένα, και όσους σκέφτονται παραδοσιακά σαν εμένα, δεν είναι τόσο η καταγωγή ή «τα γονίδια», όσο ο πολιτισμός και φυσικά αυτό που λέμε «εθνική συνείδηση»: εφόσον κάποιος αισθάνεται ειλικρινά και κυριολεκτικά Έλληνας, μπορεί (αν όχι: πρέπει) να γίνει αποδεκτός ως Έλληνας. Αν εγκολπωθεί και τον ελληνικό πολιτισμό, δηλ. τρόπο ζωής (υπάρχει κάτι τέτοιο, ή τουλάχιστον υπήρχε κάποτε), τότε αναμφισβήτητα είναι Έλληνας, ανεξάρτητα από την καταγωγή του. Οι δε απόγονοί του πιθανόν να μη θυμούνται καν ότι οι πιο μακρινές ρίζες τους βρίσκονταν αλλού.

Τα παραπάνω είναι σύμφωνα με την ελληνική ιστορία, η οποία περιλαμβάνει την ένταξή μας σε πολυεθνικές αυτοκρατορίες εδώ και αιώνες, με ενοποιητικά στοιχεία τη γλώσσα, τη θρησκεία, την κοινή ιστορία και σε πολλές περιπτώσεις την κοινή βάση στον τρόπο ζωής, στα ήθη και τα έθιμα. Εννοώ αρχικά την αυτοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου και τον ελληνιστικό κόσμο, κατόπιν τη βυζαντινή αυτοκρατορία (στο τιμόνι της οποίας αναμφίβολα βρέθηκε ο ελληνισμός) και στη συνέχεια την οθωμανική.

Έτσι, αν έρθουν εδώ εκατομμύρια αλλοεθνείς, οι οποίοι υιοθετήσουν την ελληνική ως μητρική τους γλώσσα, είναι ή γίνουν χριστιανοί ορθόδοξοι (με όλο το αξιακό σύστημα και τον πολιτισμό που μεταφέρει η Ορθοδοξία ανά τους αιώνες), αποδεχτούν την ελληνική ιστορία ως δική τους, αγαπήσουν την ελληνική γη ως πατρίδα τους (και όχι ως ξένη γη που τους φιλοξενεί προσωρινά) και πιστεύουν ειλικρινά ότι είναι Έλληνες, δεν με απασχολεί η προέλευσή τους. Ξέρω άλλωστε, ως χριστιανός, ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε παιδιά του Θεού και αδελφοί του Χριστού.

Πάντως το παραπάνω είναι ένα σενάριο εντελώς υποθετικό και, θεωρώ, ανεδαφικό, γιατί και η ιστορία έχει δείξει ότι μεγάλοι πληθυσμοί ανθρώπων με εντελώς διαφορετικές πολιτισμικές προϋποθέσεις, ακόμη και όταν αναμιγνύονται με έναν ντόπιο πληθυσμό, σπάνια ενσωματώνονται – βλ. Τουρκοκρατία. Και επίσης σήμερα η διφορούμενη πολιτική διαχείριση του μεταναστευτικού ρεύματος δεν περιλαμβάνει στο πρόγραμμά της την ενσωμάτωση (πολλώ δε μάλλον την αφομοίωση!) των μεταναστών που προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς πολιτισμούς.

Περί Ορθοδοξίας

Εν πάση περιπτώσει, εμείς οι παραδοσιακοί Έλληνες θέλουμε αυτή η χώρα να συνεχίσει να ανήκει στους Έλληνες και οι Έλληνες να αυξηθούν πληθυσμιακά και να κατοικούν κατά πλειοψηφία σ’ αυτήν. Όσοι άλλοι κι αν έρθουν και κατοικήσουν στη «χώρα μας», εφόσον δεν «γίνονται Έλληνες», θεωρούμε ότι θα είναι πάντα φιλοξενούμενοι – σεβαστοί, αλλά φιλοξενούμενοι, η χώρα αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί «δική τους».

Υπάρχει κι ένας άλλος λόγος, για τον οποίο ιδιαίτερα δεν θέλουμε να χαθεί η ορθόδοξη χριστιανική πίστη από τους μελλοντικούς κατοίκους της Ελλάδας: η πεποίθησή μας ότι η Ορθοδοξία είναι ο δρόμος που οδηγεί τους ανθρώπους (όλων των λαών της γης) στην πραγματική τελειοποίηση, που είναι η ένωση με το Θεό εν Χριστώ. Φυσικά, όσοι δεν πιστεύουν πραγματικά στη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αυτό το θεωρούν υποκειμενικό, αναπόδεικτο (ή καθαρό ψεύδος), μεταφυσικό και εν πολλοίς άσχετο με την πραγματική ζωή. Εμείς όμως το αποδεχόμαστε λόγω της μακραίωνης εμπειρίας του λαού μας και όλων των ορθοδόξων χριστιανικών λαών, που επιβεβαιώνει την ύπαρξη αγίων, ανδρών και γυναικών, που είναι κάτι απολύτως πραγματικό και έχει και πολύ σοβαρό κοινωνικό και πολιτικό αντίκτυπο, γιατί ένας άγιος ή μια αγία είναι οπωσδήποτε άνθρωπος της αγάπης.

«Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα» (Δ. Σολωμός)

Οι σύγχρονοι Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, ίσως δεν αισθάνονται βαθιά αγάπη για την πατρίδα τους. Ίσως δεν σκέφτονται ποτέ την έννοια της πατρίδας, δεν αισθάνονται ρίγος από την ελληνική ιστορία, δεν αντλούν αξίες ούτε από τη ζωή των γονιών ή των παππούδων και των γιαγιάδων τους, την οποία πιθανόν και να αγνοούν εντελώς.

Αν επιτρέψουν στον εαυτό τους να νιώσει λίγη ασφάλεια εντός της ευρύτερης οικογένειάς τους πρώτα (που περιλαμβάνει όλους τους συγγενείς τους, τους τωρινούς και τους περασμένους), αν αφήσουν τον εαυτό τους να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η χώρα και η ιστορία της και ο πολιτισμός της τους ανήκει, ίσως πάψουν να νιώθουν ανέστιοι και μονίμως εξόριστοι, ίσως ακόμη αισθανθούν αγάπη και χρέος για την Ελλάδα, όπως ένιωθαν οι πρόγονοί τους, οι πρόγονοί μας. Ακόμη καλύτερα, αν ασχοληθούν κάπως με τη μελέτη της ιστορίας της Ελλάδας και των Ελλήνων, από την αρχαιότητα μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, ιστορίας βέβαια που δεν περιλαμβάνει μόνο λαμπρές και ένδοξες σελίδες και φυσικά δεν είναι αποκομμένη από την ιστορία πολλών άλλων λαών και εθνών.

Ίσως μετά από όλα αυτά νιώσουμε ότι έχουμε χρέος να παλέψουμε όχι μόνο για τον εαυτό μας ή έστω για τα παιδιά μας, αλλά και για την ευημερία της πατρίδας μας, ευημερία που συνεπάγεται και ευημερία της οικογένειάς μας, και αξίζει ακόμη και να θυσιάσουμε το στενό ατομικό μας συμφέρον ή και την ίδια τη ζωή μας γι’ αυτήν. Εξάλλου, όλοι οι πρόγονοί μας που διέπραξαν τέτοιες θυσίες, μάλλον δεν ήταν ανόητοι.

Αυτό θα είναι η αρχή ενός νέου πατριωτισμού, δηλαδή της αναβίωσης του γνωστού και δοκιμασμένου ανά τους αιώνες πανανθρώπινου πατριωτισμού.

Η ανάγκη για πολυτεκνία από πλευράς του κράτους, για την πατρίδα

Εμείς, που νιώθουμε έτσι, θέλουμε να επανέλθει στην καρδιά του λαού μας η αξία της δημιουργίας οικογένειας και η πεποίθηση ότι μια πολυμελής οικογένεια δίνει χαρά, όχι βάσανα. Προκαλεί δυσκολίες, αλλά ανταμείβει. Η χαρά της ζωής είναι οι άνθρωποι, και από όλους τους ανθρώπους οι κατ’ εξοχήν δικοί μας είναι τ’ αδέρφια και τα παιδιά μας – με καλές σχέσεις, εννοείται, όχι προστριβές και αντιπαραθέσεις.

Η επαγγελματική μας αποκατάσταση είναι απαραίτητη, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν αποτελεί τη μόνη αξία στη ζωή μας, ούτε την κυριότερη. Φυσικά, αν έτσι νομίζετε, έχετε κάθε δικαίωμα. Στον κόσμο χωράνε πολλά όνειρα, πολλές επιθυμίες και πολλές απόψεις.

Επειδή λοιπόν βλέπουμε τον κόσμο έτσι, επιθυμούμε την αύξηση του ελληνικού πληθυσμού. Και, για να συμβεί αυτό, χρειάζεται να «δοθούν κίνητρα», όπως λέμε στην εποχή μας, στις ελληνικές οικογένειες, για πολυτεκνία. Και για όσες είναι ήδη πολύτεκνες ή τρίτεκνες, χωρίς να έχουν χρειαστεί εξωτερικά «κίνητρα» για να το κάνουν, είναι ανάγκη να προσφερθούν διευκολύνσεις (και επιβραβεύσεις!), γιατί αυτές οι οικογένειες είναι η πιο πολύτιμη επένδυση της χώρας μας.

Αν το βλέπει έτσι η πολιτική ηγεσία της πατρίδας μας, τότε είναι άξια της θέσης της. Αν όμως δεν το βλέπει έτσι (που δυστυχώς δεν φαίνεται να το βλέπει), τότε μάλλον κάπου αλλού αποσκοπεί και όχι στο όφελος της πατρίδας. Γιατί μια χώρα που σε εκατό χρόνια ο γηγενής πληθυσμός της θα σβήσει λόγω της υπογεννητικότητας, μάλλον ετοιμάζεται να παραδοθεί από την ίδια την ηγεσία της σε άλλα χέρια.