Σύμφωνα με την απόφαση οι εργοδότες «μπορούν να μη συμμορφωθούν στο περιεχόμενο της εγκυκλίου αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις προβλεπόμενες τυχόν από το νόμο κυρώσεις, στην περίπτωση που οι ενέργειες τους δεν θα είναι πράγματι νόμιμες»
Το Συμβούλιο της Επικρατείας «ξεπάγωσε» το επίδομα προϋπηρεσίας, γνωστό και ως «τριετίες», το οποίο ήταν «παγωμένο» από το 2012, καθώς απέρριψε την αίτηση ακύρωσης του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) και άλλων περιφερειακών εργοδοτικών Ενώσεων που ζητούσαν να ακυρωθεί η εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας της 18ης Φεβρουαρίου 2019, με την οποία δινόντουσαν οδηγίες για την εφαρμογή του νέου κατώτατου μισθού των 586 ευρώ, του ημερομισθίου των 22,83 ευρώ και την καταβολή τριετιών στους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας.
Οι τριετίες στον κατώτατο μισθό και το ημερομίσθιο αποτελούν αυξήσεις αμοιβών που έχουν σχέση με την προϋπηρεσία των εργαζομένων σε οποιονδήποτε εργοδότη. Το επίδομα προϋπηρεσίας, («τριετίες»), ισούται με 10% επί του κατώτατου μισθού και μπορούν να καταβληθούν έως τρεις τριετίες κατ’ ανώτατο όριο. Με την απόφαση του ΣτΕ, όλοι οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα μπορούν να διεκδικήσουν το επίδομα προϋπηρεσίας.
Η αίτηση των εργοδοτικών Οργανώσεων απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, καθώς οι σύμβουλοι Επικρατείας του Δ’ Τμήματος, έκριναν ότι η επίμαχη υπ’ αριθμ. 7613/395/18.2.2019 εγκύκλιος του υπουργού Εργασίας που παρείχε οδηγίες «για την εφαρμογή του κατώτατου μισθού και του κατώτατου ημερομισθίου για τους υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες όλης της χώρας» (με ισχύ από 1η Φεβρουαρίου 2019), είναι καθαρά ερμηνευτική εγκύκλιος και δεν μπορεί να προσληφθεί στο ΣτΕ. Δηλαδή, ο ΣΕΒ κ.λπ. στρέφονταν, όπως λέγεται στην νομική επιστήμη, «κατά πράξης μη εκτελεστής».
Ειδικότερα, στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε προσφύγει τον Απρίλιο του 2019 ο ΣΕΒ και άλλοι έξι περιφερειακοί σύνδεσμοι-Ενώσεις (ΣΒΑΠ, ΣΒΘΚΕ, ΣΒΣΕ, ΣΕΒΠΔΕ, ΣΘΕΒ, ΠΑΣΕΒΙΠΕ), όπως και ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων. Όλοι ζητούσαν να ακυρωθεί η επίμαχη εγκύκλιος, η οποία προέβλεπε τα καθορισθέντα με την υπ’ αριθμ. 4241/127/30.1.2019 απόφαση του υπουργού Εργασίας, ποσά με τα οποία θα προσαυξάνονται οι τριετίες σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο 4093/2012.
Η πλευρά των εργοδοτών υποστήριζε ότι οι τριετίες στις κατώτατες αμοιβές έχουν καταργηθεί, ενώ η επίμαχη εγκύκλιος διευκρινίζει ότι οι τριετίες πρέπει να συνεχίσουν να καταβάλλονται.
Ειδικότερα, η εργοδοτική πλευρά υποστήριζε ότι δεν έχει τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία για τις τριετίες, και η επίμαχη εγκύκλιος, αν έχει κανονιστικό χαρακτήρα (είναι δηλαδή κατ’ ουσίαν ψευδοερμηνευτική), δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και προσέθεταν ότι θα υποστούν οικονομική επιβάρυνση από τον καθορισμό των αποδοχών των εργαζομένων οι οποίες θα προσαυξηθούν ανάλογα με την προϋπηρεσία (τριετίες) του κάθε εργαζόμενου.
Από την άλλη πλευρά, η ΓΣΕΕ, η Ομοσπονδία Συλλόγων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων, το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Αθήνας και το υπουργείο Εργασίας υποστήριζαν ότι η εγκύκλιος είναι γνήσια ερμηνευτική και για τον λόγο αυτό απαραδέκτως προσβάλλεται ενώπιον του ΣτΕ με αίτηση ακύρωσης, και ότι οι τριετίες ορθώς συνεχίζουν και καταβάλλονται στους εργαζομένους που τις δικαιούνται, καθώς από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ρητά ή σιωπηρά η κατάργησή τους.
Το Δ’ Τμήμα του ΣτΕ με πρόεδρο την Αικατερίνη Χριστοφορίδου και εισηγήτρια την σύμβουλο Επικρατείας Μαρίνα Παπαδοπούλου, απέρριψαν ως απαράδεκτη την αίτηση του ΣΕΒ κ.λπ.
Συγκεκριμένα, οι σύμβουλοι Επικρατείας αποφάνθηκαν ότι η εν λόγω εγκύκλιος «δεν είναι εκτελεστή διότι έχει χαρακτήρα ερμηνευτικής εγκυκλίου» και προσθέτουν ότι με την επίμαχη εγκύκλιο το υπουργείο Εργασίας παρέχει υποδείξεις για την ορθή εφαρμογή και συμμόρφωση του ισχύοντος νομικού πλαισίου, που όμως οι υποδείξεις αυτές «δεν είναι καθ’ εαυτές δεσμευτικές για τους αποδέκτες και δεν αποτελούν νομική δέσμευση γι’ αυτούς».
Παράλληλα, σύμφωνα με το ΣτΕ, «δεν παράγονται δεσμευτικές έννομες συνέπειες από τις υποδείξεις σχετικά με το ύψος των καταβλητέων αποδοχών, η δε προσβαλλόμενη πράξη (σ.σ.: Εγκύκλιος υπουργείου εργασίας) δεν αποτελεί κατόπιν τούτων εκτελεστή διοικητική πράξη».
Υπογραμμίζεται στη συνέχεια ότι οι εργοδότες «μπορούν να μη συμμορφωθούν (σ.σ.: στο περιεχόμενο της εγκυκλίου) αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις προβλεπόμενες τυχόν από το νόμο κυρώσεις, στην περίπτωση που οι ενέργειες τους δεν θα είναι πράγματι νόμιμες».