Παιδιά κι ήντα γινήκανε του κόσμου οι αντρειωμένοι
Μουδέ στσι μέσες φαίνουνται μουδέ στσ’ αναμεσάδες
Κάτω στην άκρη τ’ ουρανού στην τέλειωση του κόσμου
Σιντεροπύργο χτίζουνε
Ο κάθε τόπος είναι οι αθρώποι του. Που διαμορφώνονται απ’ αυτόν και το διαμορφώνουν κι εκείνοι με τη σειρά τους. Κι εμείς σήμερο για έναν τόπο θέλομε να μιλήσομε, για τους αντρειωμένους που αναθράφηκαν στα χαράκια και τις λέσκες του, που συνήθισαν να κοιτούνε το Χάρο κατάματα. Γιατί στη Δυτική Κρήτη, με επίκεντρο την επαρχία Σφακίων, το αφιλόξενο ανάγλυφο του εδάφους εξελίχθηκε σε μήτρα της ελευθερίας και καταφύγιο όσων βίωναν την καταπίεση στις άλλες περιοχές του νησιού.
Εδώ, όπως και σ’ όλη την Ελλάδα, μέσα από το διαρκή αγώνα του λαού μας ενάντια σε Δυτικούς και Τουρκους δυναστες, διαμορφώθηκαν οι διαχρονικές αξίες μας, ελευθερία, εργατικότητα, πρεπιά, αντίσταση, τιμιότητα, σεβασμός, σεμνότητα. Και εδώ, οι αξίες και τα αξιομνημόνευτα γεγονότα, οι περιπέτειες του τοπικού πληθυσμού αλλά και τα ευρύτερα βάσανα του Ελληνισμού, καταγράφηκαν και παραδόθηκαν στις επόμενες γενιές με το τραγούδι. Κι όπως σε κάθε περιοχή της πατρίδας μας, έτσι και στη Δυτική Κρήτη το τραγούδι έχει τις ιδιαιτερότητές του.
Εδώ όμως, μιλούμε για ιδιαιτερότητες που ξεφεύγουν από το πώς εκφέρεται η μελωδία και ποιος είναι ο ρυθμός. Μιλούμε για έναν τρόπο ζωής, μιλούμε για τις παρέες που γίνονται μέσα από το τραγούδι, μιλούμε για το Τραγούδι με ταυ κεφαλαίο, αυτό που οι επιστήμονες ονόμασαν κάποια στιγμή ριζίτικο.
Η ζωή στη μαδάρα είναι δεμένη με το Τραγούδι κι αυτό πάλι μόνο σ’ αυτήν μπόρεσε ν’ αναπτυχθεί. Η στιβαρή μελωδία, ο σκοπός, παραδομένος από γενιά σε γενιά σε βάθος χρόνου απροσδιόριστο, απηχεί κοινωνίες πολεμικές και ολιγαρκείς, γι’ αυτό ελεύθερες. Απηχεί ακόμα μιαν εποχή κι ένα στάδιο της μουσικής όπου δε γινόταν ακόμα μελοποίηση του στίχου, αλλά τα λόγια εντασσόταν σε ήδη δεδομένες μελωδικές φόρμες, όπως παρατηρεί ο Καβρουλάκης στην κλασική μελέτη του «Οι ρίζες των Ριζίτικων τραγουδιών». Κι εδώ, έχομε μελωδίες των οποίων το ύφος προδιαθέτει για έναν ηρωικό, σοβαρό χαρακτήρα και στις οποίες προσαρμόζεται στίχος με αντίστοιχο περιεχόμενο.
Άντρες γιάντα με διώχνετε, γιάντα μ’ απολαλείτε
Όξω γιατ’ είμαι μοναχός κι είμαι ξαρματωμένος;
Μ’ αφήστε με ν’ αρματωθώ να βάλω τ’ άρματά μου
Να ιδείτε τότες πόλεμο
Έτσι, ο αντιστασιακός χαρακτήρας του λαού μας στα Σφακιά και τη ρίζα, εκφράστηκε με συγκεκριμένο τρόπο τραγουδιστικά. Αλλά εδώ το τραγούδι πήγε ένα βήμα παραπέρα: Αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία γίνονται οι παρέες, με τον τρόπο που τραγουδιέται και τη συλλογικότητα που προϋποθέτει. Γιατί στην τάβλα, το φαγητό είναι η πρόφαση και οι συζητήσεις το προοίμιο αυτού που θα ακολουθήσει. Κι όταν έχει προχωρήσει το φαγοπότι κι η κουβέντα, βάζει κάποιος την αρχή. Όχι τυχαία. Πρέπει να είναι σεβαστό πρόσωπο ή ο οικοδεσπότης. Οι γύρω του θα τον συνδράμουν στο τραγούδι που θ’ αρχίσει, και θα συνεχίσουν μέχρι τον ενάμιση πρώτο στίχο, οπότε θα το «πάρουν» οι υπόλοιποι του τραπεζιού και θα το επαναλάβουν. Μόλις τελειώσουν, θα συνεχίσει η πρώτη πατούλια στο δεύτερο ενάμιση στίχο, που συνήθως ξεκινά με τον τελευταίο μισό της προηγούμενης κοντυλιάς, θα το ξαναπάρουν οι άλλοι, κι αυτό θα γίνει ακόμα μια φορά. Σύνολο τρεισήμισι στίχοι, τραγουδισμένοι τελικά από όλους, και το τραγούδι σταματά άσχετα αν ολοκληρώνεται το νόημα εκεί ή όχι.
Γη πέτε το γή να το πώ τση τάβλας το τραγούδι
γιατί κι η τάβλα θέλει το κι η συντροφιά καλεί το
κι ο νοικοκύρης του σπιθιού χαρά μεγάλη το ‘χει,
να πουν τραγούδι του σκαμνιού.
Δε χρειάζεται να ολοκληρώνεται το νόημα γιατί αφενός όλοι γνωρίζουν τα λόγια, αφετέρου πρέπει να προλάβουν όλοι να ξεκινήσουν τραγούδι, και βέβαια, να πουν όσο περισσότερα γίνεται. Αυτό επιβεβαιώνει όμως και κάτι άλλο που είπαμε, ότι ο σκοπός από μόνος του υποβάλλει το ύφος, το νόημα, την ψυχική ανάταση στους συνδαιτυμόνες, έτσι ώστε τα λόγια να έχουν δευτερεύοντα ρόλο. Αλλά κι όταν η παρέα εκτραχύνεται, πάλι το τραγούδι που θα πιάσει κάποιος θα φέρει την τάξη, προσοχή όμως, όχι την τάξη της καταστολής αλλά αυτή της οικειοθελούς προσχώρησης σε ένα κλίμα αμοιβαίου σεβασμού και φιλίας. Είναι αυτό που έχει γράψει ένας καλός φίλος που δεν είναι πια μαζί μας, ο Νίκος ο Ψαρός, πως ο άθρωπος της Μαδάρας αγάλλεται, δεν πλαντάσσει.
Το Τραγούδι συμπυκνώνει λοιπόν τη στάση ζωής του λαού μας.
Να ιδείτ’ ήντα παραγγενε μια φρόνιμη του γιου τζη
Φιε μου κι αν πας στο καπηλειό απου ‘ν’ οι χαροκόποι
Τήρα διαντήρα το σκαμνί τον τόπο να καθίζεις
Με τον καλλιά σου κάθιζε και νηστικός σηκώνου
Κι ακόμα, καταγράφει έμμετρα τα γεγονότα και τις ιστορικές στιγμές, διατηρώντας τες ζωντανές στη μνήμη των επόμενων γενεών, σε περιόδους που δεν υπήρχε ο καταιγισμός πληροφόρησης και η πληθώρα ερμηνειών που βιώνομε σήμερο, σε περιόδους που τα αυτονόητα ήταν όντως αυτονόητα και οι αφηγήσεις δεν εξυπηρετούσαν σκοπιμότητες.
Απέστειλέ μ’ ο βασιλιάς τσι βίγλες να μπαστίσω
κι ούλες τσι βίγλες μπάστισα κι ούλες λαγώνεψά τζι
κι ούλες τσ’ ηύρηκα ξυπνητές κι ούλες τσι παραβλέπα
τη βίγλα τω Σαρακηνώ ηύρηκα κι εκοιμάτο
Η Δυτική Κρήτη, με επίκεντρο την επαρχία Σφακίων, κατέχει ξεχωριστή θέση στο κρητικό αλλά και ευρύτερα ελληνικό γίγνεσθαι. Από δω ξεκινούν οι επαναστάσεις, εδώ καταφεύγουν οι ανυπότακτες ψυχές όλου του νησιού, για να πετάξουν όλοι μαζί σαν ελευθερωτές κι εκδικητές στο κατωμέρι. Από δω, απομονωμένοι από την υπόλοιπη Κρήτη αλλά ανοιχτοί σ’ όλο τον κόσμο μέσω της θάλασσας και της ναυτιλίας, συμμετέχουν στις αναζητήσεις και αγωνίες του λαού μας. Θαυμάζουν το Διγενή. Προσβλέπουν στον αυτοκράτορα της Νίκαιας, μετά την πρώτη Άλωση, για να ελευθερώσει την Κρήτη από τους Ενετούς. Θρηνούν, πρώτοι απ’ όλους τους Έλληνες το κούρσος της Αντριανούπολης. Προστρέχουν για βοήθεια στην πολιορκία της Πόλης από το Μωάμεθ και τους Τούρκους, όντας οι ίδιοι υπόδουλοι των Ενετών. Συμμετέχουν στον πανελλήνιο Σηκωμό των Ορλωφικών το 1770, με το Δασκαλογιάννη και στη Φιλική Εταιρεία λίγο αργότερα. Αγωνίζονται για την Ένωση, όταν βρεθούν εκτός του νεοσύστατου ελλαδικού κρατίδιου. Ελευθερώνουν άλλες ελληνικές περιοχές πριν ακόμα ενωθούν οι ίδιοι με την Ελλάδα, ακριβώς 100 χρόνια πριν. Και κάθε επεισόδιο γίνεται Τραγούδι.
Ποιος είν’ αψύς κι ογλήγορος περίσσια προκομένος
Να πάει στη Χώρα τω Σφακιών απού ν οι καπετάνιοι
Κι οι Τούρκοι ξεπροβάλλανε εις το σελί τση Κράπης
Να παν να κλείσουν τον Κατρέ
Τα τραγούδια αυτά δεν είναι μουσειακά είδη επειδή είναι παλιά. Άλλωστε στη Δυτική Κρήτη η έννοια του χρόνου είναι εντελώς σχετική, ο Δασκαλογιάννης του 1770 κι ο Καντανολέος του 1527 είναι πρόσωπα οικεία, προσιτά, κοντινοί πρόγονοι κι όχι μορφές ιστορικές των βιβλίων.
Οι αθρώποι της Μαδάρας και σήμερο με τον ίδιο τρόπο γλεντίζουν όπως και τότε, τους ίδιους σκοπούς λένε, τα λόγια μόνο εμπλουτίζονται καθώς καινούργια επεισόδια της ιστορίας μας παίρνουν κι αυτά τη θέση τους μέσα στους δεδομένους σκοπούς. Αυτοί που σήμερο τραγουδούν τα ριζίτικα στη Δυτική Κρήτη, είναι αυτοί που συνεχίζουν την παράδοση και την πάνε παραπέρα. Όχι γιατί τραγουδούν, αλλά γιατί έχουν το ήθος της τάβλας και της συντροφιάς, αυτό είναι που μετρά κι όχι το είναι κάποιος τεχνικά καλός τραγουδιστής.
Μάνα μου φίλους μπιστικούς θα τραπεζοκυκλώσω
Βάλε κεντίδια στα σκαμνιά και ρόδα στα τραπέζια
Βάλε κανάτες πλουμιστές και κούπες ασημένιες
Χρουσά μαχαιροπήρουνα
Το ριζίτικο, για όποιον δεν το γνωρίζει, μπορεί να φαίνεται βαρετό, άρρυθμο, κουραστικό. Δεν είναι για όλους, είναι γι αυτούς που προσχωρούν στους κώδικες και τις συμπεριφορές κοινωνιών απομονωμένων και αυτεξούσιων, που δεν ανέχτηκαν κατακτητή και που έπρεπε να διασφαλίσουν την κοινοτική τους οργάνωση και ισορροπία μέσα από δικούς τους κανόνες.
Ούτε άρρυθμο είναι το Τραγούδι. Αυτό που λογιέται από όσους δεν το γνωρίζουν σαν έλλειψη ρυθμού, οφείλεται στο ότι μουσικολογικά ανήκει στον ελεύθερο ρυθμικό τύπο και όχι στον περιοδικό, όπου ανήκουν πχ οι χοροί, όπως γράφει κι ο Καβρουλάκης.
Το ριζίτικο λοιπόν είναι παρόν, ζώσα παράδοση και εμπλουτιζόμενη μέχρι χτες σε συλλογικό επίπεδο (γιατί και σήμερα μερικοί μεμονωμένοι μερακλήδες μπορούν και βγάζουν τραγούδια που τ’ αγκαλιάζουν οι παρέες), με πιο πρόσφατα ιστορικά γεγονότα τον Ενωτικό αντιαποικιακό αγώνα της Κύπρου τη δεκαετία του 50. Μπορεί άραγε και σήμερα να προσφέρει κάτι, σε μια Ελλάδα που υποτάσσεται στο δυτικό πρότυπο, που χάνει την ιδιοπροσωπία της, που ζει πια σαν αποικία χρέους; Ποια είναι η θέση του Τραγουδιού και γενικότερα της παράδοσής μας στη σημερινή εποχή;
Την απάντηση σ’ αυτό θα τη δώσομε εμείς οι ίδιοι, είναι στο χέρι μας. Το ριζίτικο έχει να προσφέρει δυο σημαντικά στοιχεία στον αγώνα επικαιροποίησης της παράδοσής μας, δηλαδή της προσπάθειας να κοιτάξομε το σημερινό κόσμο με τα κλειδιά που μας έχουν στείλει οι παλιοί μας, κι όχι με φυτευτή μεταφορά των προτύπων του «πολιτισμού» της παγκόσμιας αγοράς και της ατομικής κατανάλωσης στον τόπο μας, καθιστάμενοι χρήσιμοι ηλίθιοι ενός μοντέλου χρεοκοπημένου.
Το πρώτο στοιχείο είναι η υπόμνηση της ιστορικής μας συνέχειας και των αξιών μας από τα Τραγούδια. Υπόμνηση που έρχεται να δώσει σε ανύποπτο χρόνο και δίχως σκοπιμότητες απάντηση στις θεωρίες νεοταξικών ιστορικών που προσπαθούν να μας πείσουν ότι εμείς σα λαός έχομε ιστορία διακοσίων χρόνων, ότι το Βυζαντινό και αρχαίο μας παρελθόν είναι παρελθόν άλλου λαού κι όχι του δικού μας. Κι έρχεται το Ριζίτικο και τραγουδεί το Διγενή και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, μιλεί για τους κουρσάρους και τους Σαρακηνούς, και παραδίδεται από γενιά σε γενιά μέχρι εμάς, κάνοντας κουρελόχαρτο τις θεωρίες των υπαλλήλων του Τζωρτζ Σόρος.
Όντεν εδικονίζεντο ο Κωνσταντής στα ξένα
Τσι ρούγες ρούγες πορπατεί και τα στενά διαβαίνει
Κι είχε τα ράσα κούντουρα κι εφάνη τ’ άρματά ντου
Κι εφάνη τ’ αλαφρό σπαθί και τ’ αργυρό φουκάρι
Το δεύτερο στοιχείο είναι η αναβάπτιση στο ήθος και τις αξίες του λαού μας, που επιτυγχάνεται στις ριζίτικες παρέες στην Κρήτη. Απ’ αυτές παίρνομε κι εμείς κουράγιο και θάρρος, αυτές μας δίδουν τη δύναμη να συνεχίσομε. Εκεί, όποιος αποτελεί παραφωνία, όποιος έρχεται για τον τύπο κι όχι για την ουσία, απομονώνεται μέσα από τη σιωπηλή αποδοκιμασία των υπόλοιπων. Και είτε αποβάλλεται είτε επανέρχεται στο ήθος της τάβλας, βελτιώνεται κι ο ίδιος δηλαδή. Στην Αττική, οι ριζίτικες παρέες έχουν πιο δύσκολο έργο. Έχουν να αντιμετωπίσουν νοοτροπίες αθηναϊκές, ανθρώπων που δε σέβονται αυτό που σηματοδοτεί το ριζίτικο, τραγουδιστών του γιουτιουμπ και της κασέτας, που έρχονται στην παρέα για τη φιγούρα, δίχως σεβασμό στο Τραγούδι και τη συντροφιά.
Κι όσο η Κρήτη γίνεται μόδα, ξεπέφτουν και μερικοί τέτοιοι στο Ριζίτικο, τενεκέδες άδειοι που κάνουν θόρυβο αντίστροφα ανάλογο αυτού που έχουν να προσφέρουν. Αυτοί, στην Αθήνα δεν αντιμετωπίζονται με τη σιωπηρή απόρριψη και τη μεγαλοθυμία των αθρώπων της Μαδάρας, γιατί είναι, εχτός από άσχετοι, αναλογικά πολλοί. Αυτοί πρέπει να εκδιωχθούν από τη ριζίτικη συντροφιά άμεσα, η κρητική ανωτερότητα εδώ δε μπορεί να εκτιμηθεί απ’ αυτούς και μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης που θα επιτρέψει την είσοδό τους και τελικά την αλλοίωση της ριζίτικης παρέας. Αντίθετα, αθρώποι άσχετοι μεν με το Τραγούδι και την παράδοσή μας, που όμως θα πλησιάσουν με σεβασμό και σεμνότητα την παρέα, είναι καλοδεχούμενοι και κέρδος για όλους.
Όταν λοιπόν λέμε αν θα μπορέσει το Τραγούδι να προσφέρει κάτι σήμερο, η απάντηση είμαστε εμείς κι όχι αυτό. Αυτό και η παράδοσή μας, μας δείχνουν το δρόμο. Είμαστε εμείς άξιοι να τον ακολουθήσομε; Μπορούμε με τις αξίες των παλιών μας να βγούμε στο σημερινό κόσμο και να προτείνομε απαντήσεις μέσα από την ιδιοπροσωπία μας; Μπορούμε, στην εποχή του μνημονίου και της νέας τάξης, να παραγάγομε ιστορία, πράξεις άξιες να γίνουν κι αυτές τραγούδι όπως κάποτε; Εδώ είναι λοιπόν το στοίχημά μας, θα μείνομε μόνο να καμαρώνομε για τις πράξεις των παλιών μας, ή θα σταθούμε αντάξιοι αυτών;
Μανώλης Εγγλέζος – Δεληγιαννάκης
Ομιλία που εκφωνήθηκε στις 14.9.13 στην Τεχνόπολη στο Γκάζι,
στο πλαίσιο της εκδήλωσης «ΦΕΣΤΙΒΑΛΑΚΙ»