ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ Με το τουφεκι και τη λυρα

Με το τουφέκι και τη λύρα: 1909-1922 ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

μια ανάγνωση του τελευταίου βιβλίου του Γ. Καραμπελιά

του Μανώλη Εγγλέζου-Δεληγιαννάκη
metotoufekikaitilyra.wordpress.com

Η περίοδος από την Επανάσταση στο Γουδί μέχρι την Καταστροφή, είναι μια περίοδος γεμάτη γεγονότα, ανατροπές, εξελίξεις που καθόρισαν τη μοίρα της Ελλάδας και την καθορίζουν και σήμερα. Γιατί το 1922 είναι ακόμα παρόν, κι αυτό συμβαίνει γιατί προηγήθηκε ο Διχασμός, η προδοτική στάση του παλατιού και του Μεταξά. Κι αν ελευθερώθηκαν κομμάτια της πατρίδας μας, αυτό οφείλεται στο 1909 και την ορμή του υπόδουλου Ελληνισμού, με αιχμή του δόρατος την Κρήτη. Ορμή που αγκάλιασε όλο τον Ελληνισμό, και που έμελλε να ξεφουσκώσει μέσα από τη φθορά που της επέφερε η πέμπτη φάλαγγα των γερμανόφιλων δυνάμεων της χώρας, και να καταλήξει στον εμφύλιο σπαραγμό και την Καταστροφή.

Στην κατανόηση της περιόδου έρχεται να συμβάλει το τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, «1909-1922 ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις. Ο τίτλος είναι εύγλωττος και βάζει τα πράγματα στη θέση τους: Εκείνη την περίοδο, η αντιπαράθεση πήρε τη μορφή επανάστασης, η οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει, στο εσωτερικό μέτωπο, τις ολιγαρχικές ελίτ και το παλάτι ως αντεπαναστατικές δυνάμεις. Η επανάσταση προσβλέπει, μετά το ντροπιαστικό ‘97, στη μόνιμη επαναστατική δύναμη των προηγούμενων 80 χρόνων, την Κρήτη.

Η αίγλη που είχε η διαρκής επαναστατική διαδικασία στη μεγαλόνησο, είχε φανεί στη διάρκεια των χρόνων αυτών και από το κύμα συμπαράστασης που είχε διαμορφώσει διεθνώς, και τη διεθνή στήριξή της από τα επαναστατικά στοιχεία της Ευρώπης, με πρώτους τους Γαριβαλδινούς. Στις αρχές του 20ου αιώνα, ευτύχησε να αναδείξει έναν ηγέτη που συνδύαζε το πολιτικό στοιχείο με το στρατιωτικό επιτελικό νου. Ο Βενιζέλος δεν έπεσε από τον ουρανό· ήταν γέννημα των περιστάσεων και του εξεγερσιακού ήθους της Κρήτης, κι εξέφρασε τις αγωνίες και επιθυμίες όλου του υπόδουλου Ελληνισμού. Και όχι μόνον αυτού, καθώς στην Κρήτη προσέβλεπαν και οι Ελλαδίτες του κρατιδίου του 1897, ταπεινωμένοι από την ήττα και αποφασισμένοι να αντιστρέψουν την παρακμιακή σπείρα που εξέφραζε το παλάτι και ο άσχετος «στρατηγός» του 97, υπεύθυνος για τη ντροπιαστική έκβαση, διάδοχος Κωνσταντίνος. Καθόλου τυχαία, ο εκδότης του Ριζοσπάστη, Γ. Φιλάρετος, έγραφε ότι πρέπει η Ελλάδα να ενωθεί με την Κρήτη και όχι το αντίστροφο, αναγνωρίζοντας την ανάγκη μετάθεσης του εθνικού κέντρου από την παρακμιακή και ολιγαρχική Αθήνα στις ζωντανές δυνάμεις του λαού μας.

Το βιβλίο εξετάζει, με τρόπο προσιτό κι ευκολοδιάβαστο (προσόν του συγγραφέα διαχρονικό), και με βιβλιογραφική τεκμηρίωση, την περίοδο. Μεταφέρει τον ενθουσιασμό και την ομοψυχία της πρώτης περιόδου της επαναστατικής διαδικασίας του κινήματος του Γουδί, που εκφράστηκε και εκλογικά στις εκλογές του Νοεμβρίου 1910 και Μαρτίου 1912. Επρόκειτο για μια συντριπτική συσπείρωση του λαού απέναντι στην ολιγαρχία και το παλάτι. Και αναδεικνύει και τα καθοριστικά λάθη του Βενιζέλου, που δίστασε, παρά την ορμή της επανάστασης, να απαλλάξει μια για πάντα τη χώρα από τις εξουσίες του στέμματος και, γιατί όχι, και από την ίδια τη βασιλική οικογένεια.

Μέσα από πληθώρα πηγών, δίχως να γίνεται όμως κουραστική η παράθεσή τους, το βιβλίο ζωντανεύει την εποχή, τις μηχανορραφίες της γερμανικής πρεσβείας, του Παλατιού και του Μεταξά ενάντια, όχι απλά στην επανάσταση, αλλά στην ίδια τη χώρα. Και βλέπει κανείς να ξετυλίγονται τα γεγονότα με κινηματογραφική ταχύτητα: Η δυνατότητα εξόδου στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ σε ένα στάδιο κατά το οποίο η Τουρκία δεν είχε ακόμα οργανώσει την άμυνά της. Τα εδαφικά ανταλλάγματα που θα οδηγούσαν στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την απελευθέρωση των υπόδουλων λαών. Η ματαίωση του σχεδίου από τη λυσσώδη αντίδραση της αντεπανάστασης. Η δημιουργία του Διχασμού που επιτάθηκε από την αγγλογαλλική επέμβαση και κατοχή της Αθήνας. Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, τα αποτελέσματα της οποίας θα μπορούσαν να έχουν έρθει πολύ νωρίτερα και με ευρύτατη ομοψυχία.

Η εδραίωση του Διχασμού είναι αυτή που έφερε την Καταστροφή λίγα χρόνια μετά. Το βιβλίο ξετυλίγει το κουβάρι αυτό, αναδεικνύοντας το ότι στο συγκεκριμένο διχασμό, η μια παράταξη συντάχθηκε με τους εχθρούς της χώρας. Ποτέ δεν είχε ξαναγίνει αυτό, ούτε στον εμφύλιο της επανάστασης του 21. Είναι ανατριχιαστική η παράθεση των κειμένων του Γ. Βλάχου στην Καθημερινή, όπου καταφέρεται εναντίον του Βενιζέλου κατηγορώντας τον ανάμεσα στ΄ άλλα, πως «μας κατήντησες ημάς … να ευχώμεθα οι ασεβείς και την ήτταν της πατρίδος». Τη στιγμή που τα όνειρα έμοιαζαν να πραγματοποιούνται, η υπονόμευση συνεχιζόταν. Μέσα από τα γραφτά του Βλάχου και τις θέσεις του Μεταξά, φαίνεται ξεκάθαρα και η μικροελλαδική τους τοποθέτηση: αυτή που αντιμετώπιζε τη Μικρά Ασία σαν κάποιο μέρος εξωτικό, που δεν είχε υπόδουλους πληθυσμούς Ελληνικούς, Αρμενικούς, Ασσυριακούς οι οποίοι είχαν ήδη υποστεί γενοκτονία. Αδυνατούσαν οι ελληνικές ολιγαρχικές ελίτ να δουν αυτό που έβλεπε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία είχε κατανοήσει τη φύση του τουρκικού κράτους και μιλούσε για την ανάγκη διάλυσής του και αυτοδιάθεσης των υπόδουλων λαών.

Ο συγγραφέας καταδεικνύει και το ρίσκο που πήρε ο Βενιζέλος προκηρύσσοντας τις εκλογές του 20, τη νίκη του σε ψήφους και τη μοιραία ήττα του σε έδρες. Περιγράφει τη συμμαχία των μικροελλαδικών δυνάμεων με τους μουσουλμάνους των απελευθερωμένων περιοχών, τον αποκλεισμό της Σμύρνης από τις εκλογές, την αντιστροφή της συγκυρίας. Γιατί οι μικρές δυνάμεις της Ελλάδας, μέσα από τη δυναμική της επανάστασης και τη διπλωματική δεινότητα του ηγέτη της, μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τις αντιθέσεις των μεγάλων προσβλέποντας σε ένα θετικό αποτέλεσμα. Κι αν αυτό εν μέρει επιτεύχθηκε, ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, καθώς η ολιγαρχία και το παλάτι, συνέχισαν την εκστρατεία σαμποτάροντας την, αντικαθιστώντας τους μπαρουτοκαπνισμένους αξιωματικούς με άκαπνους επιτελείς της Αυλής.

Κι ενώ οι Τούρκοι έπαιρναν το πάνω χέρι, στη βουλή ο Διχασμός τύφλωνε τις μικροελλαδικές δυνάμεις: Εκτός από το Βλάχο, στο βιβλίο καταγράφεται διάλογος μεταξύ βουλευτών της ενιαίας ακόμα Θράκης και της Βοιωτίας, όπου οι πρώτοι μιλούσαν για κίνδυνο σφαγών και ο δεύτερος απαντούσε «Καλύτερα να σφάξει εσάς ο Κεμάλ παρά εμάς ο Γύπαρης».

Με τέτοιαν εσωτερική υπονόμευση, ήταν αναπόφευκτη η Καταστροφή, η απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, και η εξαφάνιση της παρουσίας του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία.

Ο συγγραφέας προχωράει και στην αποδόμηση του Μεταξά, απέναντι σε μιαν εικόνα που του έχει φιλοτεχνηθεί λόγω του ΟΧΙ του 40 και της υποτιθέμενης στρατιωτικής του ιδιοφυίας, η οποία θεωρούσε αδύνατη στρατιωτικά την ελληνική παρουσία στα Μικρασιατικά παράλια. Όμως και αυτή η θεώρηση εκλαμβάνει τη Μικρασία ως περιοχή που κατοικούνταν αποκλειστικά από Τούρκους, ενώ με τη συνθήκη των Σεβρών δημιουργούνταν κράτη των αυτοχθόνων λαών και περιοριζόταν η τουρκική παρουσία σε επίπεδα απολύτως ελέγξιμα, και σε εδάφη περικυκλωμένα από τους μέχρι τότε υπόδουλους. Η γερμανοφιλία του και η επιρροή του ως αυλικού του βασιλιά, στάθηκαν καθοριστικά στην υπονόμευση της προσπάθειας των ζωντανών δυνάμεων του λαού μας, οδηγώντας τελικά στη Καταστροφή.

Η ανάγνωση γίνεται απνευστί, τα συναισθήματα είναι έντονα, καθώς συνειδητοποιεί κανείς πόσο κοντά φτάσαμε στη βρύση της εθνικής ολοκλήρωσης, και πώς μόνοι μας σπάσαμε τη στάμνα από την οποία θα πίναμε. Η καταθλιπτική εικόνα όμως δε μπορεί να είναι η τελευταία γεύση του βιβλίου. Κι αυτό γιατί, για να συνεχίσομε την πορεία μας στην ιστορία, σε μια εξαιρετικά δυσμενή συγκυρία, θα χρειαστεί να υπερβούμε το διχασμό του σήμερα, να διαμορφώσομε ένα νέο πρόταγμα. Δίχως να αισιοδοξεί, ο συγγραφέας δίνει  μια προοπτική: μέσα στα στενά μας όρια, αλλά με τεράστιο πολιτιστικό και ιστορικό εκτόπισμα, στην προσπάθειά μας να σωθούμε, οφείλομε να λειτουργήσομε «ως Ακρίτας και πολιτισμικός πυκνωτής της Ευρώπης», ρόλος οικείος σε μας μέσα από την «οικουμενικότητα της ιδιοπροσωπίας μας». Προϋπόθεση γι’ αυτό, είναι η αυτεξουσιότητά μας. Η προσπάθεια είτε θα είναι κοινή και θα πετύχει, είτε η πορεία μας σα λαός θα σβήσει κάτω από την τοξικότητα ενός σύγχρονου διχασμού.