του Μανώλη Εγγλέζου-Δεληγιαννάκη
metotoufekikaitilyra.wordpress.com
Πριν πολλά χρόνια, η Κύπρος είχε θελήσει να προμηθευτεί από τη Ρωσία πυραύλους S-300, ως ελάχιστο μέτρο διαμόρφωσης μιας υποτυπώδους άμυνας απέναντι στους Τούρκους. Μετά λυσσαλέες αντιδράσεις της Τουρκίας, οι S-300 κατέληξαν στην Κρήτη, καθώς η Κύπρος, αφημένη μόνη της από την Ελλάδα, δεν τόλμησε να τους παραλάβει.
Αυτό το γεγονός κατέδειξε ξανά ότι η Τουρκία δεν αφήνει τίποτα στην τύχη· απαγορεύει στα θύματά της ακόμα και να αντισταθούν, και τα κρατά σε ομηρία μέχρι να τα κατασπαράξει. Έδειξε ακόμα και ότι ο Ελληνισμός στερείται σχεδίου αντίδρασης, αλλά και ότι αγνοεί ποιο είναι το συμφέρον του, καθώς δεν οργανώνεται γύρω από αυτό, ούτε χρησιμοποιεί τα δύο του κράτη ως πολλαπλασιαστές ισχύος, αλλά το μεγαλύτερο εγκαταλείπει το μικρότερο όταν απειληθεί, δρώντας ξεχωριστά και όχι ενιαία.
Αυτή την περίοδο ζούμε στα νερά της Κάσου, την εφαρμογή της Τουρκικής πολιτικής περικύκλωσης, η οποία προετοιμάστηκε μεθοδικά εδώ και καιρό: Έλεγχος της Λιβύης, τουρκολιβυκό μνημόνιο και οριοθέτηση ΑΟΖ, κορώνες περί απαγόρευσης ενεργειών στην Ανατολική Μεσόγειο που δεν θα έχουν την έγκριση της Τουρκίας. Ενέργειες που εμείς παρακολουθούσαμε αρχικά απαθείς, ενώ στην πορεία τις νομιμοποιήσαμε στα πλαίσια της ευρύτερης ασυλίας που χάρισε η κυβέρνηση στην Τουρκία με τη διακήρυξη των Αθηνών.
Η Τουρκία έχει όμως καταφέρει κάτι περισσότερο: Την οικειοθελή αποχή από ενέργειες άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου, που θα μπορούσαν να την ενοχλήσουν. Μας έχει εκπαιδεύσει στο τί μας απαγορεύει, έτσι ώστε πριν αντιδράσει, να προβλέπουμε την επιθυμία της και να ενεργούμε σύμφωνα με αυτήν.
Έτσι, στο κομβικό ζήτημα της πόντισης του καλωδίου μεταφοράς ενέργειας, από καιρό η Κυπριακή πλευρά δε συνεργάζεται, γιατί δε θέλει να υποστεί το γεωπολιτικό ρίσκο της ματαίωσης του έργου λόγω αντίδρασης της Τουρκίας. Αυτό παρουσιάζεται ως τεχνοκρατική θέση της ΡΑΕΚ, της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας της Κύπρου, και όλοι κατηγορούν την Κυπριακή Αρχή για την επιφυλακτικότητά της. Όμως το ζήτημα είναι πολιτικό: Είναι γνωστό ότι το έργο θα συναντήσει αντιδράσεις της Τουρκίας, και η Κυπριακή Αρχή, γνωρίζοντας τον ενδοτισμό της Ελληνικής πλευράς, Ελλάδας και Κύπρου, καταγράφει ότι δε θέλει να μπει σε έξοδα για κάτι που δε θα τολμήσομε να πραγματοποιήσομε. Εδώ φαίνεται πάλι, εκτός από την Τουρκική αποτελεσματικότητα, και η αδυναμία του Ελληνισμού να έχει ένα σχέδιο και να λειτουργεί από κοινού. Η Ελλάδα δεν εγγυάται στην Κύπρο ότι θα τη στηρίξει στο θέμα αυτό, γιατί και η ίδια φοβάται και υποχωρεί.
Με την αποφασιστική στάση της Τουρκίας, και την αποφυγή μας να πραγματοποιήσομε έρευνες πέραν των χωρικών υδάτων της Κάσου, σε ελληνική ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, παραιτηθήκαμε στην πράξη από τα δικαιώματά μας εκεί, και αναγνωρίσαμε ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα, ότι η ΑΟΖ στην περιοχή ορίζεται δυνάμει του τουρκολιβυκού μνημονίου, και απεμπολήσαμε τα σχετικά δικαιώμάτά μας. Είναι σαφές ότι τα «αήττητα νομικά όπλα» που επικαλείτο ο πρωθυπουργός που παρέδωσε τα Ίμια και που αναμασά η Ελληνική πλευρά σε κάθε ευκαιρία, δεν έχουν καμιά εφαρμογή αν δε μπορείς να τα κατοχυρώσεις με την ισχύ σου. Και τέτοιαν ισχύ δεν είμαστε διατεθειμένοι να επιδείξομε. Το είπε και ο υπουργός εξωτερικών καθαρά, ότι δε θα χρησιμοποιούμε την ισχύ μας προς προάσπιση των δικαιωμάτων μας, στέλνοντας στην Τουρκία το μήνυμα της υποταγής.
Κι όμως, το θέμα του καλωδίου προσφέρεται για άσκηση υψηλής πολιτικής. Αφορά ζήτημα ενδιαφέροντος όχι μόνο της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά και της Ευρώπης και του Ισραήλ, ενώ εμπλέκει και εταιρείες κολοσσούς, με στήριξη από τις κυβερνήσεις τους. Είναι δηλαδή σημαντική ευκαιρία να δείξει ο Ελληνισμός πυγμή και αποφασιστικότητα, έχοντας δίπλα του ευρύτερες δυνάμεις. Όμως, πιστή στην ευρύτερη αυτοκτονική πολιτική τους, η Ελλάδα και η Κύπρος σκύβουν το κεφάλι και αναγνωρίζουν την Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, τη γνώμη της οποίας θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψη στους σχεδιασμούς τους. Αυτό δεν έχει συνέπειες μόνο στο συγκεκριμένο έργο. Καταρρακώνει για άλλη μια φορά την αξιοπιστία του Ελληνισμού ως δύναμης στην περιοχή. Η Αίγυπτος και το Ισραήλ, που έχουν αντιπαραθέσεις με την Τουρκία, παίρνουν το μήνυμα ότι δε μπορούν να βασίζονται σε μας για να την αντιμετωπίσουν. Η Ευρώπη αντιλαμβάνεται ότι η Τουρκία έχει τελικά λόγο σε περιοχές που θεωρούσε ότι δεν έχει, οπότε θα συνδιαλλαγεί μαζί της. Κι εμάς θα μας μείνουν οι υποκλίσεις του υπουργού μας των εξωτερικών στον Ερντογάν.
Μια σοβαρή εξωτερική πολιτική του Ελληνισμού θα θεωρούσε ενιαίο χώρο την Ελλάδα και την Κύπρο· θα είχε διαγνώσει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Τουρκίας και θα σχεδίαζε την πολιτική της με βάση αυτόν. Θα διασφάλιζε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα συνέπηγε συμμαχίες όχι ως φτωχός συγγενής και προστατευόμενο μέρος αλλά ως ισότιμος εταίρος με βαρύνουσα σημασία λόγω της γεωπολιτικής του θέσης (και της -ακόμα αναζητούμενης- αποφασιστικότητάς του). Θα κρατούσε το λαό ενήμερο για την πραγματικότητα και θα συγκροτούσε ένα μέτωπο παλλαϊκής συνεννόησης και άμυνας, στοιχείο που θα επιδρούσε συνεκτικά στην ομοψυχία και τον παραμερισμό επί μέρους αντιθέσεων στην κοινωνία. Θα στόχευε στην αυτοδύναμη ανάπτυξη αμυντικής βιομηχανίας, με τεχνολογία αιχμής, που θα οδηγούσε σταδιακά στην κατά το δυνατόν αμυντική αυτάρκεια και, παραπλεύρως αλλά όχι αμελητέα, στην τόνωση της οικονομίας. Και θα επέβαλε το διεθνές δίκαιο στην περιοχή.
Η κοινωνία καταλαβαίνει και διαφωνεί με τον ενδοτισμό του πολιτικού προσωπικού, ενώ απόψεις που προτείνουν αντίσταση αντί για υποταγή είναι πλειοψηφικές στο λαϊκό σώμα· παρ’ όλα αυτά δεν κινητοποιείται οργανωτικά, ώστε να διαμορφώσει ένα νέο πολιτικό πόλο, πέραν και υπεράνω των σημερινών διαχωρισμών, οι οποίοι αφορούν αντιθέσεις του παρελθόντος και αδυνατούν να απαντήσουν στις σημερινές προκλήσεις. Εδώ θα πρέπει να αναλάβει οργανωτικό ρόλο μια πρωτοπορία, που μπορεί να εκφράσει την κοινωνία και να την απογαλακτίσει από το κατεστημένο πολιτικό προσωπικό, προσφέροντας πολιτική στέγη στην πλειοψηφία. Η κλεψύδρα τελειώνει και η προσπάθεια οφείλει να γίνει άμεσα, αλλιώς θα καθόμαστε στα ερείπια της χώρας και θα λέμε ότι δεν προλάβαμε ενώ βλέπαμε τί έρχεται…