του Μανώλη Εγγλέζου-Δεληγιαννάκη
metotoufekikaitilyra.wordpress.com
Τα αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν ακόμα μια φορά πως η κάλπη κρύβει εκπλήξεις. Κόντρα σε προβλέψεις δημοσκοπικές, αντίθετα από εκτιμήσεις βάσει λογικών συλλογισμών και γεγονότων, οι εκλογές ανέδειξαν θριαμβεύτρια τη Νέα Δημοκρατία και σε άτακτη υποχώρηση το ΣΥΡΙΖΑ. Double score που λέμε και στο μπάσκετ, ενώ οι δημοσκοπήσεις έδιναν διαφορά κάτω του 8%.
Τί πρέπει άραγε να καταλάβομε από αυτή την εξέλιξη; Έχει τέτοιαν αποδοχή η κυβερνητική πολιτική; Παίζει μόνη της η Νέα Δημοκρατία; Μήπως δεν κατάλαβε ο λαός την πολιτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Στα κεντρικά των κομμάτων οι αναλύσεις δίνουν και παίρνουν, και τα συμπεράσματα θα καθορίσουν την πολιτική τους στο προσεχές διάστημα: Της κυβέρνησης για το τί πολιτική θα ασκήσει, του ΣΥΡΙΖΑ για να διαμορφώσει τυχόν προϋποθέσεις ανάκαμψης, του ΠΑΣΟΚ για να διεκδικήσει την παλιά του αίγλη κ.ο.κ.
Αποπειρώμενοι να καταλήξομε κι εμείς κάπου, πρέπει να σταθούμε σε κάποιες σκέψεις με βάση όλα όσα καταιγιστικά συνέβησαν:
Επί τέσσερα χρόνια η κυβέρνηση έβγαινε πρώτη στις δημοσκοπήσεις. Με κορωνοιό, με τουρκικές απειλές, με λαθρομετανάστευση, με πόλεμο στην Ουκρανία, η φθορά που έπρεπε να έχει δεν εξαργυρώθηκε από άλλο κόμμα. Αυτό όμως δεν οφείλεται σε τύχη αλλά σε ανικανότητα της αντιπολίτευσης.
Φαίνεται ακόμα να υπάρχει μια σιωπηλή πλειοψηφία που δεν ακούγεται, δεν καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, δεν είναι ενεργή στους δρόμους και στα κοινωνικά δίκτυα. Κι αυτή καθόρισε το αποτέλεσμα. Ποιες ήταν οι αφετηρίες της σ’ αυτή την κατεύθυνση;
Το μήνυμα αυτής της ψήφου δεν ήταν τί θέλει η κοινωνία. Ήταν πώς θα αποφύγει τα χειρότερα. Κι επειδή η επανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια πιθανότητα, ο λαός που είχε την εμπειρία της μνημονιακής πολιτικής, του ξεπουλήματος της εθνικής περιουσίας μέσω και του υπερταμείου, της προδοσίας της Μακεδονίας, της περιφρόνησης της αμυντικής θωράκισης της χώρας, της υποτέλειας απέναντι στην Τουρκία, του έμφυτου εθνομηδενισμού, του νεοταξίτικου δικαιωματισμού, προσπάθησε με κάθε τρόπο να την αποφύγει.
Υπό άλλες συνθήκες, το πολιτικό σύστημα θα διέθετε τις φωνές και δυνάμεις εκείνες που θα προέτασαν μιαν εναλλακτική πολιτική στην κατεύθυνση του δημοκρατικού πατριωτισμού, η οποία θα μπορούσε αν αποτελέσει μιαν εναλλακτική. Όμως εδώ τέτοιος πόλος δεν υπήρξε.
Τι υπήρχε; Μια κυβέρνηση που στον πρώτο της προϋπολογισμό προέβλεπε μείωση των αμυντικών δαπανών, που όμως αντέδρασε στην τουρκική επιθετικότητα. Μια κυβέρνηση που έκαμε εξοπλισμούς, αλλά δεν έβαλε τις βάσεις για μιαν εθνική αμυντική βιομηχανία. Μια κυβέρνηση που αντέδρασε στην εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από την Τουρκία αλλά επιδίωξε τη δημιουργία καταυλισμών στα ακριτικά νησιά. Μια κυβέρνηση που δεν έχει πολιτική για την παραγωγική ανασυγκρότηση, ούτε για το δημογραφικό. Εν κατακλείδι, μια κυβέρνηση που δεν έχει όραμα, αλλά αντιδρά στις πιέσεις που δέχεται ο τόπος, έστω και δίχως συνολικό σχέδιο. Κι απέναντί της η βεβαιότητα ότι η αντιπολίτευση δε θα αντιδρούσε, έστω και εξ αντανακλάσεως όπως η κυβέρνηση.
Ακόμα, υπήρχε και η συνειδητοποίηση από το λαϊκό σώμα πως τυχόν επανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια προοπτική δίχως αύριο. Μόνος του ή σε συνεργασία με λοιπές εθνομηδενιστικές δυνάμεις όπως ο Γιάννης Βαρουφάκης, ο ΣΥΡΙΖΑ ενεργοποίησε αντανακλαστικά της κοινωνίας που δεν ήθελε να ξαναζήσει την περίοδο 2015-2019. Και αυτό οδήγησε την κοινωνία στην αγκαλιά της Νέας Δημοκρατίας.
Δε θα πρέπει να συμπεράνει η κυβέρνηση λοιπόν πως το εκλογικό αποτέλεσμα αποτελεί επιδοκιμασία της πολιτικής της. Αποτελεί σίγουρα αποδοκιμασία μιας πολιτικής που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση και συνέχισε να προβάλει ως αντιπολίτευση. Μιας πολιτικής που δεν απαντούσε στα προβλήματα της κοινωνίας, αλλά σε φαντασιακές καταστάσεις που δεν είχαν σχέση με την πραγματικότητα, με νεοταξικά ιδεολογήματα που ενδύονται τη λεοντή της Αριστεράς για να καθίστανται πιο εύπεπτα. Μιας πολιτικής που αυτοεπιβεβαιωνόταν μέσα σε κομματικά γραφεία με όρους ιδεολογικού αυτισμού, που αδυνατούσε να αναλύσει στοιχειωδώς τη γεωπολιτική («θα το ρισκάρουμε με τους Τούρκους»), οικονομική, δημογραφική, παραγωγική πραγματικότητα. Μιας πολιτικής «φοιτητικής ξεγνοιασιάς», που προσφυώς είπε κι ο Σαββόπουλος, «ημιπιτσιρικάδων» κατά τα λεγόμενα των ίδιων.
Με πάταγο λοιπόν έκλεισε η μακρά περίοδος της μεταπολίτευσης, υπερβαίνοντας το διαχωρισμό Αριστεράς-Δεξιάς, απορρίπτοντας την αλλοίωση και γελοιοποίηση των αξιών της πρώιμης μεταπολίτευσης που εξελίχθηκαν σε νομιμοποίηση του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού, της διαφθοράς, των νεοταξικών προταγμάτων και της οργουελιανής νεογλώσσας των ΜΚΟ και του Σόρος και του εθνομηδενισμού.
Το να λάβει τα μηνύματα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι δύσκολο, γιατί θα πρέπει να αρνηθεί τον εαυτό του. Αν τα καταφέρει, με την απαραίτητη αυτοκριτική, θα έχει κάμει μιαν υπέρβαση που μόνο καλά θα προοιωνίζεται για τον τόπο.
Αλλά κι η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να μην παρασυρθεί από το αποτέλεσμα, ούτε και από το ότι παίζει δίχως αντίπαλο μέχρι τώρα. Γιατί η χώρα χρειάζεται δυνάμεις που θα μπορούν να αντιπαρατεθούν γόνιμα, με όραμα και προοπτική, στην αποσπασματική πολιτική της. Η καταφυγή στη Νέα Δημοκρατία προς αποφυγή μιας συγκεκριμένης πολιτικής, δεν πρέπει να θεωρηθεί πως δίδει λευκή επιταγή. Η κοινωνία ένοιωσε πως δεν είχε επιλογές, απέφυγε μια προοπτική που θεωρούσε καταστροφική, και για να το πετύχει στήριξε την κυβέρνηση. Δε στήριξε την πολιτική της.
Θέλομε δυνάμεις στο πολιτικό φάσμα που θα συγκρούονται, που θα εμφανίζουν διαφορετικές προσεγγίσεις, τεκμηριωμένες, ώστε να μπορεί ο λαός να επιλέξει. Χρειάζεται επίσης αυτές οι δυνάμεις να λειτουργούν υπό έναν κοινό παρονομαστή, κάποιες παραδοχές που θα θεωρούνται κοινή βάση, πάνω στην οποία θα χτίζονται οι διαφωνίες, οι συγκλίσεις, και θα λειτουργεί ο δημόσιος διάλογος. Κι αυτή η βάση οφείλει να είναι ο δημοκρατικός πατριωτισμός. Ούτε Ναζί χωρούν εδώ, ούτε εθνομηδενισμός. Ας ελπίσομε ότι η προσεχής περίοδος, θα μας φέρει διεργασίες που θα οδηγήσουν στη διαμόρφωση τέτοιων δυνάμεων.