Άρθρο του Μανώλη Γ. Ψαρουδάκη, Μέλους του ΔΣ της ΕΣΕΕ – Αντιδημάρχου του Δήμου Αμαρίου
Για την Μικρομεσαία Επιχειρηματικότητα στη χώρα μας, η περίοδος της κρίσης ήταν και είναι ιδιαίτερα επώδυνη. Για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία σχεδόν όλες οι ελληνικές επιχειρήσεις βρέθηκαν σε μια τέτοια ύφεση που να απειλεί την ίδια την ύπαρξή τους.
Τα λουκέτα κατέληξαν ένα φαινόμενο τόσο οικείο που πια η οποιαδήποτε αύξηση του αριθμού τους δεν φαντάζει πρωτοφανής. Στην αγορά έχει παγιωθεί ένα εξαιρετικά αρνητικό κλίμα το οποίο κάθε έμπορος πασχίζει να αντιμετωπίσει. Το άσχημο οικονομικό κλίμα συνοδεύεται και από ιδιαίτερα επαχθείς φορολογικές επιβαρύνσεις που καθιστούν τους επιχειρηματίες ιδιαίτερα επιφυλακτικούς σε ανοίγματα.
Τέλος, η έλλειψη ρευστότητας και η επενδυτική άπνοια φαίνεται πως δυσκολεύουν την επανεκκίνηση των επιχειρήσεων για να καλύψουν το χαμένο έδαφος. Βιώνουμε, μέρα με τη μέρα, την διαδικασία συντριβής της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα. Διαδικασία που φαίνεται αναπότρεπτη, εκτός και αν βρούμε τρόπους αναστροφής της κατάστασης.
Η κρίση έχει καταστεί μία καθημερινή συνθήκη την οποία υποχρεούμαστε να αντιμετωπίζουμε έμπρακτα παρά να ξορκίζουμε. Η έξοδος από την ύφεση θα είναι ίσως αποτέλεσμα δράσεων σε επίπεδο κορυφής, όμως ο διάλογος για το νέο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας είναι επιβεβλημένο να εκκινήσει άμεσα και να διακλαδωθεί από το κεντρικό στο τοπικό επίπεδο. Οι οργανωμένοι φορείς εκπροσώπησης του ελληνικού εμπορίου και της Μμε επιχειρηματικότητας γνωρίζω πως βρίσκονται σε θέση να διατυπώσουν τις προτάσεις τους για το μέλλον των επιχειρήσεων. Είμαστε έτοιμοι πλέον, να ανοίξουμε έναν ευρύ διάλογο για τις βραχυπρόθεσμες και τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να αναδείξουμε μία διαφορετική οπτική της Μμε επιχειρηματικότητας.
Αυτό που, κατά τη γνώμη μου, χρειαζόμαστε – αλλά δεν κάνουμε – είναι καταρχάς μία ανάλυση της κατάστασης, λαμβάνοντας υπόψιν πλέον του ενός παράγοντες. Ως αποτέλεσμα αυτού και οι λύσεις που θα μπορέσουμε προτείνουμε να κινούνται και σε μία αντίστοιχη, ρεαλιστική λογική. Πρέπει να ενεργοποιήσουμε δηλαδή, τη δημιουργικότητα και τη φαντασία μας για να βρούμε τις κατάλληλες κατευθύνσεις που θα ενισχύουν αποτελεσματικά τις τοπικές αγορές.
Για παράδειγμα, ξεκινώντας από περιφερειακό επίπεδο θα πρέπει:
- Να αναγνωρίσουμε τις σημαντικότερες μεταβλητές κάθε περιοχής.
- Να προσδιορίσουμε τα στοιχεία που συνθέτουν τη ιδιαίτερη φυσιογνωμία της.
- Να προωθήσουμε τις ειδικεύσεις του ντόπιου ανθρώπινου δυναμικού.
- Να αξιοποιήσουμε τη συλλογική εμπειρία.
- Να συνδέσουμε την παράδοση με την ανάπτυξη.
- Να αναζητήσουμε καλές πρακτικές στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
- Να οργανώσουμε συνέργειες.
- Να διεκδικήσουμε την υποστήριξη των αρμόδιων θεσμών. Όλα αυτά χρειάζονται βούληση, πνεύμα συνεργασίας ανάμεσα στους φορείς της αγοράς, την αυτοδιοίκηση και το κράτος και ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών.
Η αναζήτηση ενός μοντέλου το οποίο θα ακολουθήσουμε πιστά για να φτάσουμε σε υψηλά επίπεδα εγγυημένης και διατηρήσιμης ευημερίας, είναι ένα από τα αγαπημένα μας εθνικά σπορ. Πλην ελάχιστων περιόδων όμως, διαχρονικά υπάρχει μια αδυναμία στο να κάνουμε έναν αναπτυξιακό σχεδιασμό απλών ή σύνθετων κινήσεων αλλά και στο να τηρούμε πιστά την αυτονόητη σειρά στα σχετιζόμενα με αυτά θέματα, γεγονός που μας οδηγεί στη μυθοποίηση διαφόρων μοντέλων: το Σκανδιναβικό, το Αμερικάνικο, το Γερμανικό, το Δανέζικο κ.α.
Εν προκειμένω όμως: για την χώρα μας, της οικονομικής, πολιτικής αλλά και κοινωνικής πλέον κρίσης, υπάρχει συγκεκριμένη ελληνική έρευνα (Mc Kinsey, Σεπτ. 2011) στην οποία αναδεικνύονται μόλις 5 συγκεκριμένοι κλάδοι, αλλά και 8 αναδυόμενοι υπο – κλάδοι της ελληνικής οικονομίας που όμως μπορούν από μόνοι τους να δημιουργούν 55 δις ευρώ προστιθέμενη αξία σε όρους ΑΕΠ και 520.000 νέες εργασίες στα επόμενα 10 (από το 2011) χρόνια!
Ποιοι είναι αυτοί;
Κλάδοι: Τουρισμός – Ενέργεια – Βιομηχανία/Μεταποίηση τροφίμων – Αγροτική παραγωγή – Λιανικό και Χονδρικό εμπόριο.
Υπο – κλάδοι – «Αναδυόμενοι αστέρες» : Παραγωγή γενόσημων φαρμάκων – Ιατρικός τουρισμός – Ιχθυοκαλλιέργεια – Φροντίδα της Τρίτης ηλικίας – Δημιουργία περιφερειακών διακομιστικών κέντρων – Διαχείριση αποβλήτων – εκπαίδευση παγκόσμιου βεληνεκούς σε κλασσικές σπουδές.
Ας δούμε πάλι, εν συντομία, την υφιστάμενη κατάσταση και τις σχετικές μεταβλητές:
Η βασική διαπίστωση που αφορά στην δυσχερή κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η μεγάλη πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων, είναι ότι το κυριότερο πρόβλημα που αυτές καλούνται σήμερα να αντιμετωπίσουν, είναι όπως προείπα, η μείωση της ενεργούς ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών στην οικονομία. Είναι στην παρούσα φάση δευτερεύον εάν αυτή οφείλεται στην πραγματική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, στην άσχημη ψυχολογία των καταναλωτών ή σε έναν συνδυασμό τους.
Επίσης, οι φορολογικές επιβαρύνσεις (αύξηση συντελεστών ΦΠΑ κλπ.) και η αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων αποτελούν επιπρόσθετους αρνητικούς παράγοντες. Ειδικά η πολύ μεγάλη επιβάρυνση του μη μισθολογικού κόστους με υψηλότατες ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων αλλά και των επιχειρηματιών, επιβαρύνει όλο και περισσότερο το λειτουργικό κόστος σε μια περίοδο οικονομικής δυσπραγίας.
Γνωστή είναι, επίσης, η δυστοκία των τραπεζών στην διοχέτευση ρευστότητας στην αγορά με τη μορφή επιχειρηματικών και καταναλωτικών δανείων. Τα υψηλά επιτόκια και η δυσχέρεια στην πρακτική της προεξόφλησης επιταγών, αποτελούν πρόσθετα προβλήματα στις σχέσεις επιχειρήσεων και τραπεζικών ιδρυμάτων.
Επ΄ αυτού πιστεύουμε ότι είναι επείγουσα ανάγκη η Κυβέρνηση να λάβει όλα εκείνα τα απαραίτητα μέτρα για την αύξηση της ρευστότητας και την κυκλοφορία χρήματος στην αγορά, με αύξηση των τραπεζικών δανειοδοτήσεων, τραπεζικών εγγυήσεων αφού θα έχει επέλθει η σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος.
Είναι πια κοινά αποδεκτό ότι ανάκαμψη δεν γίνεται χωρίς νέα, μη κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, αλλά και χωρίς αποκατάσταση και εκσυγχρονισμό της παραγωγικής βάσης της χώρας μας.
Τι όμως υπάρχει σήμερα; Τι είχαμε σχεδιάσει στο παρελθόν που προς αυτό να στοχεύουμε με σχέδιο και απλές λύσεις, πέρα από διάφορα μαγικά μοντέλα και αόρατες «γενικού περιεχομένου πολιτικές»;
Είναι άραγε τόσο πολύπλοκο για την Πολιτεία και τις Κυβερνήσεις να συμφωνήσουμε ότι υιοθετούμε τον όποιο στρατηγικό σχεδιασμό, και να αποφασιστεί ότι τα επόμενα 5-10 χρόνια οι περισσότερες αν όχι όλες οι δημόσιες παρεμβάσεις αλλά και οι χρηματοδοτικές ενισχύσεις θα υποστηρίξουν και θα βοηθήσουν κατά προτεραιότητα τους παραγωγικούς κλάδους που θα επιλέξουμε;
Και στην συνέχεια να προχωρήσουμε σε ένα διεθνές προσκλητήριο για επενδύσεις στους συγκεκριμένους τομείς αφού όμως καθορίσουμε τις βασικές παραμέτρους του Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος (φορολογία, κυβερνητική γραφειοκρατία, επιχειρηματικό δίκαιο, έρευνα/παιδεία) και τα όποια άλλα που θα καθορίσουν τις λειτουργίες παλαιών και νέων επιχειρήσεων ελληνικών ή ξένων μαζί με τους ίδιους όρους;
Πιστεύω ειλικρινά ότι η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, όχι απλά μπορεί αλλά επιβάλλεται να είναι αυτονόητα λογική και εφαρμόσιμη.
Είμαστε υποχρεωμένοι ως κοινωνία να ξεφύγουμε από την ηττοπάθεια και την μεμψιμοιρία, την εκτόξευση ευθυνών προς εαυτούς και αλλήλους και να φτιάξουμε ένα ΔΙΚΟ μας σχέδιο για το προς τα που και πως θα πορευτούμε. Και κυρίως να δουλέψουμε σκληρά για την υλοποίηση του, γιατί εκεί θα πρέπει να επιμεριστούν οι ευθύνες και οι υποχρεώσεις μας. Το οφείλουμε στους εαυτούς μας, στα παιδιά μας και στην ιστορία μας. Με μια λέξη… το οφείλουμε στον τόπο μας.