Μικρή ομάδα πολιτών της Σητείας οχυρώνεται πίσω από μια αχρείαστη άρνηση και αντίδραση. Είτε γιατί έχει μάθει στη στασιμότητα, φοβούμενη τις αλλαγές. Είτε διότι ο ψίθυρος, η διαβολή, η παραπληροφόρηση την έχουν πείσει ότι κάποιοι εξυφαίνουν επιζήμια σχέδια για τη ζωή και τον τόπο της.
Έτσι εξηγείται και η στοχοποίηση μιας μεγάλης επένδυσης καθαρής ενέργειας, ύψους 280 εκατ. ευρώ. Μολονότι θα έπρεπε, σε συμπαράταξη με τον Δήμο, να επιζητά την αξιοποίηση των σπουδαιότερων ενεργειακών πόρων -του ανέμου και του ήλιου- που διαθέτει η περιοχή, εντούτοις αντιστρατεύεται τα συγκριτικά αυτά πλεονεκτήματα. Ακόμη ένα γεγονός που δείχνει την έλλειψη βούλησης να αντιμετωπίσουμε και να υπερβούμε τα μεγάλα προβλήματα που μας οδήγησαν στην κρίση.
Οι αντιδρώντες της Σητείας, παγιδευμένοι στις αυταρέσκειες και μονομέρειες του παρελθόντος, δυσκολεύονται να αντιληφθούν ότι η Ελλάδα έχει ζωτική ανάγκη ένα νέο παραγωγικό, οικονομικό, αναπτυξιακό και τεχνολογικό μοντέλο. Αν δεν υλοποιήσουμε πολιτικές που κατατείνουν σε αυτό, το βέβαιο είναι ότι θα ανακυκλώνουμε την υστέρησή μας και θα διευρύνουμε την απόκλιση μας από τις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Το κυριότερο, θα συμβάλλουμε στην περαιτέρω φτωχοποίηση κοινωνικών ομάδων, δημιουργώντας μια επιδοματική κοινωνία. Ως εκ τούτου, οι επενδύσεις καθίστανται μονόδρομος.
Ένας καίριος τομέας είναι αυτός της ενέργειας. Αντί, λοιπόν, να προωθούμε αποφασιστικά την παραγωγή ηλεκτρισμού από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), κάποιοι κάνουν ό,τι μπορούν να ναρκοθετήσουν τα όποια επενδυτικά σχέδια υπάρχουν. Επικαλούμενοι το περιβάλλον, οχυρώνονται πίσω από αθεμελίωτες ενστάσεις. Φτάνουν στο σημείο να υποστηρίζουν ότι αποτελεί περιβαλλοντική πολιτική η παρεμπόδιση κάθε μεγάλης επιχειρηματικής επένδυσης. Το παράδοξο είναι ότι την ίδια ώρα ανέχονται πράξεις ανομίας και αυθαιρεσίας που στρέφονται ευθέως κατά του περιβάλλοντος. Το προκλητικότερο όλων: πρωταγωνιστές των αντιδράσεων είναι παρανομούντες και καταπατητές.
Οι ενεργειακές επενδύσεις, όταν γίνονται πινγκ πονγκ –γεωγραφικό, αυτοδιοικητικό, πολιτικό, άλλα και κομματικό-, ενέχουν τον κίνδυνο της ακύρωσης. Πολλώ μάλλον όταν η σχετική συζήτηση μεταφέρεται στην αναζήτηση αγωγών υδρογονανθράκων και στων περιώνυμων «θαλάσσιων οικοπέδων». Τα ζητήματα που τίθενται για την ανάδειξη της Κρήτης σε ενεργειακό κόμβο είναι συγκεκριμένα. Και σε αυτά οφείλουν να τοποθετηθούν η πολιτική κοινωνία, τα κόμματα και οι δημοτικές αρχές, καθώς και οι παραγωγικοί, οικονομικοί και επιστημονικοί φορείς. Ο υφέρπων λαϊκισμός, σε μια περίοδο που η χώρα αντιμετωπίζει πρωτοφανή οικονομικά προβλήματα, αντιμάχεται τα οφέλη που μας παρέχουν οι επενδυτικές ευκαιρίες. Οι εκφραστές του δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται την ανάγκη να απεξαρτηθούμε από πρακτικές και πολιτικές που παραπέμπουν στο χθες.
Η επίκληση των τοπικών κοινωνιών στην προκειμένη περίπτωση περισσότερο μοιάζει ανέκδοτο. Οι αντιδρώντες στον Υβριδικό Σταθμό Αμαρίου βρίσκονται σε απόλυτη διάσταση τόσο με τις πραγματικές ανάγκες των περιοχών, τις οποίες έρχεται να καλύψει το συγκεκριμένο έργο, όσο και με τις προσδοκίες των πολιτών του Ρεθύμνου και της Σητείας. Η οχύρωσή τους πίσω από τους υπηρεσιακούς παράγοντες, κάθε άλλο παρά θεμελιώνει τις ενστάσεις τους. Η αυτονόμηση δε αυτών των παραγόντων από τις πολιτικές προτεραιότητες της Περιφέρειας αποδεικνύει τις υστερόβουλες, κοντόφθαλμες ακόμη και ανερμάτιστες επιλογές τους. Το χειρότερο, τους καθιστά «χρήσιμους ηλίθιους».
Η προστασία του περιβάλλοντος, η βελτίωση της ποιότητας ζωής, η απόκτηση αποθεμάτων ενέργειας είναι συνυφασμένες με την απεξάρτησή μας από τα ρυπογόνα καύσιμα. Το δίλημμα που τίθεται για τα ενεργειακά έργα στην Κρήτη είναι καθαρό και ευκρινές: ΑΠΕ ή πετρέλαιο; Η αυτονόητη απάντηση δεν ακυρώνεται από τις αντιδράσεις μικρής μερίδας πολιτών. Ούτε από τις ιδεοληψίες και αγκυλώσεις κάποιων κρατικών υπαλλήλων. Αντιθέτως, επιβάλλει την ενεργοποίηση όλων των δημιουργικών δυνάμεων, προκειμένου το νησί να αξιοποιήσει στο έπακρο τα πλεονεκτήματα που του παρέχουν τα γεωφυσικά του χαρακτηριστικά. Κρατώντας ομπρέλα όταν «βρέχει επενδύσεις», προσφέρουμε χείριστες υπηρεσίες στον τόπο μας.
του Ευθύμιου Τσιώνα
Καθηγητή Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης
του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών