ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΕΣ

Ρεθεμνιώτες: Νικηφόρος Σηφακάκης

Ένας εξαίρετος άνθρωπος, αισθαντικός λυράρης και καλλιτέχνης οργανοποιός, ολιγογράμματος, αλλά βαθιά φιλοσοφημένος, με πολλές ευαισθησίες και ποικίλα ενδιαφέροντα.

Κατάγεται από τους Αποστόλους Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης, αλλά ζει με την οικογένειά του στο γειτονικό Θρόνος Αμαρίου, όπου και εργάζεται «φιλοτεχνώντας μουσικά όργανα» με έμφαση στη λύρα. Το φιλόξενο σπίτι του είναι πόλος έλξης ανθρώπων που ενδιαφέρονται για την πολιτισμική κληρονομιά της Κρήτης, οι οποίοι πάντα φεύγουν ωφελημένοι από τη σπάνια εργασία του και την πολύτιμη συναναστροφή του.

 

Διατηρεί πολύχρονη συνεργασία, ως οργανοποιός, με τον Ψαραντώνη, ενώ οι λύρες του, που η κατασκευή της καθεμιάς μπορεί να διαρκέσει μήνες ή και χρόνο (είναι γεωργός το επάγγελμα), διαφέρουν η μία από την άλλη τόσο στη φωνή όσο και στην εμφάνιση, συχνά μάλιστα και στις διαστάσεις (από λυράκια μέχρι λύρα διπλάσια της συνηθισμένης, το λεγόμενο λυροντσέλο). Διοχετεύοντας στο ξύλο τα συναισθήματά του από την ευαίσθητη σχέση του με το περιβάλλον και τον πολιτισμό (από τα κατσοπρίνια του Ψηλορείτη, που υψώνεται δίπλα στο χωριό του, ώς τον Όμηρο και τον Καζαντζάκη), έχει αποτυπώσει στις λύρες του μορφές όπως του Κύκλωπα ενώ καταβροχθίζει έναν σύντροφο του Οδυσσέα, το διπλό πρόσωπο της ανθρώπινης ψυχής (από μπροστά άνθρωπος κι από πίσω θεριό, που μόνο ο ίδιος ο λυράρης, την ώρα που βαστά το όργανο, το βλέπει –όπως μόνο ο καθένας από μάς γνωρίζει τα σκοτεινά βάθη της ψυχής του), των «αμαθιώ τη βρύση» (τη βρύση των δακρύων, που τόσο συχνά αναφέρεται στα παραδοσιακά μας τραγούδια) κ.τ.λ.

Αν και ποτέ δεν έπαιξε λύρα ως επαγγελματίας μουσικός, φυλάσσει στο δοξάρι και στα δάχτυλά του σπάνιες σειρές από αμαριώτικα πεντοζάλια («πενταζάλια», στο τοπικό ιδίωμα) και πολύτιμες μνήμες από τις κοντυλιές παλαιότερων λυράρηδων του χωριού του (Θρονιανών), όπως ο πατέρας του, ο Τίτος ο Σπυθούρης, ο Στρατιδάκης, ο Μιχάλης Κουφάκης, ο θείος του Γιώργης Σηφακάκης («πολεμάρχος του 1912») κ.ά. Ο καθένας από αυτούς «έπαιζε στο δικό του μοτίβο, δεν έμοιαζε με τον άλλο». Έπαιζαν λίγα συρτά, αλλά κυρίως «πενταζάλια, σούστες, καστρινά» κ.λ.π. Ο Σπυθούρης έπαιζε και τριζάλη, όμως η κοντυλιά αυτή του τριζάλη ξεχάστηκε. Μέρος της μουσικής τους, παιγμένη από το Νικηφόρο, έχει ηχογραφηθεί ανεπίσημα και βρίσκεται σε ιδιωτικές συλλογές.

Ο ίδιος λέει:

«Δεκάξε χρονώ έσαξα την πρώτη μου λύρα. Ύστερα ασχολήθηκα με τα σίδερα, με τα ελαιουργεία, εγύρισα από το στρατό, από την Αθήνα, κι επειδή η μάνα μου δε μ’ άφηνε να παίξω λύρα, για να γιάνω τον καημό μου έκατσα κι εκατασκεύασα μια λύρα με μεράκι, με προσοχή…»

«Δε θέλω να πειράξω τ’ άλλα κοπέλια» (=να ανταγωνιστώ τους νέους οργανοποιούς), «γιατί εμείς πρέπει ν’ ανοίξομε τσι πόρτες να περάσουνε τα κοπέλια κι εμείς να τρυπώξομεν οι γέροντες, αλλά για να μη με πειράξει κείνο το τρελό και να κάθομαι να παίζω ζάρια και χαρθιά στο καφενείο, κάνω αυτό. Δεν είμαι έμπορας, τροζοκουλτουριάρης είμαι, αλλά για μένα κουλτούρα είναι μία ιδιαιτέρα μόρφωση…»

«Ο προππάπους μου, αφέντης (=ο πατέρας) του παππού μου, ο Σηφογιώργης (=Γιώργης Σηφακάκης), έσαζενε βροντόλυρες κι είχενε τρεις βροντόλυρες κι εκρέμουνταν εις τον τοίχο. Κι όντεν απόθανεν η γυναίκα ντου, επειδή αυτός έκλαιγενε με τη μουσική, το πρωί ’θάψαν τη γυναίκα ντου και το μεσημέρι έπαιζε ντη λύρα στο κατώι. Και τσή ’χενε βγαρμένο το στύλο για να μη φωνιάζει δυνατά. Και μπαίνει η κόρη ντου, η θειά μου η γι-Αντρουλίνα (ήτονε μαμμή), και του λέει: «Για το Θεό, αφεντάκη (=πατερούλη), και το πρωί ’θάψαμε ντη μάνα μου κι εδά παίζεις τη λύρα;» Και στη κάνει: «Άφησέ με, μωρή, να μου περάσει το μεράκι…» Αυτός ήθελενε να ξεσπάσει, ο καθένα’ μας γυρεύει ένα τρόπο να ξεσπάσει, αλλά πρέπει να πάθεις χιλιάδες περιστατικά στη ζωή σου… Οι βροντόλυρές του δε σώζουνται, δεν προσέχομε, και ο πολύ ρεαλισμός μάς επέταξε την παράδοσή μας πέρα…»

(Από ηχογραφημένη συζήτηση με το Γ. Γαβαλά και το Θ. Ρηγινιώτη, τον Απρίλιο του 1999 στο Θρόνος)