Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, που γιορτάζει στις 25 Ιανουαρίου είναι ένας από τους «Τρεις Ιεράρχες». Με το χαρακτηρισμό αυτόν έχει επικρατήσει να ονομάζονται τρεις σημαντικοί επίσκοποι του 4ου αιώνα μ.Χ., που έζησαν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μόλις που είχε αρχίσει να επικρατεί ο χριστιανισμός. Είναι ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος ήταν φίλοι μεταξύ τους και συμφοιτητές στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Ο Χρυσόστομος έζησε μια γενιά μετά από τους δύο προηγούμενους, ήταν δηλαδή ακόμη νέος όταν εκείνοι έφυγαν από τη ζωή και δεν φαίνεται να τους είχε γνωρίσει. Και οι τρεις αυτοί ιεράρχες ήταν πολύ μορφωμένοι και η προσφορά τους στα γράμματα και στην κοινωνία ήταν μεγάλη και πολύπλευρη, γι’ αυτό και θεωρήθηκαν ως τρεις από τους σημαντικότερους Πατέρες της Εκκλησίας (δηλαδή αγίους διδασκάλους του χριστιανισμού) όλων των εποχών. Επειδή μάλιστα έγραψαν πολλά σχετικά με την παιδεία, η ημέρα της κοινής γιορτής και των τριών (30 Ιανουαρίου) καθιερώθηκε στο νεότερο ελληνικό κράτος ως ημέρα εορτής των σχολείων.
***
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, φίλος και συμφοιτητής του Μ. Βασιλείου στο πανεπιστήμιο Αθηνών, ήταν ένας ευαίσθητος ποιητής, που αγαπούσε τη φύση, αλλά και τη ζωή του ερημίτη, και δεν είχε καθόλου την επιθυμία να γίνει επίσκοπος.
Όταν ο Βασίλειος έγινε επίσκοπος Καισαρείας, ο Γρηγόριος δέχτηκε να γίνει επίσκοπος στην κοντινή μικρή πόλη Σάσιμα, για να του συμπαρασταθεί, επειδή οι οπαδοί του Ευνόμιου είχαν μεγάλη δύναμη και στο κράτος και στην Εκκλησία. Όμως, επειδή απέκτησε μεγάλη φήμη λόγω της μόρφωσής του, αλλά και της καλοσύνης του, ο αυτοκράτορας Μέγας Θεοδόσιος τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη, δήθεν για μια ομιλία, και εκεί τον έπεισε, ασκώντας του μεγάλη πίεση, να γίνει αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή αυτό που θα λέγαμε σήμερα «πατριάρχης».
Ως πατριάρχης, ο άγιος Γρηγόριος κέρδισε τον κόσμο με το ήθος του και με τις εκπληκτικές θεολογικές ομιλίες που έκανε, εξηγώντας τη διδασκαλία της Εκκλησίας για την Αγία Τριάδα και για τη θεότητα του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, μέσα σε αντίξοες συνθήκες, επειδή δεχόταν πιέσεις από την αίρεση των Ευνομιανών, που είχαν ισχυρούς υποστηρικτές. Οι θεολογικές ομιλίες του είναι θεμελιώδεις για την ορθόδοξη θεολογία, ενώ είναι χαρακτηριστικές και οι ηθικές αρχές, αλλά και τα μηνύματα υπέρ της φιλοσοφίας και της παιδείας, που εκφράζονται σ’ αυτές.
Σημαντική είναι και η ποιητική αξία των ομιλιών του, κάποιες από τις οποίες θεωρούνται πιο ποιητικές ακόμη και από τα κανονικά ποιήματα που έγραψε, τα οποία είναι πάρα πολλά.
Όμως αυτό που επιθυμούμε να επισημάνουμε σήμερα, είναι η αντίδρασή του, όταν ο αυτοκράτορας θέσπισε νόμο, που έδινε την κηδεμονία των παιδιών μόνο στον πατέρα, αδικώντας τη μητέρα.
Ο άγιος εκφώνησε μια μνημειώδη ομιλία μπροστά στον αυτοκράτορα και σε ολόκληρη την αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης, όπου θεμελίωσε, με θεολογικά επιχειρήματα, την ισοτιμία των δύο φύλων και είπε, μεταξύ άλλων:
«Δε δέχομαι αυτή τη νομοθεσία, δεν επαινώ την (κοινωνική) συνήθεια. Οι νομοθέτες ήταν άνδρες, γι’ αυτό η νομοθεσία είναι κατά των γυναικών. Γι’ αυτό και δώσανε τα παιδιά στην εξουσία του πατέρα, αφήνοντας χωρίς φροντίδα το ασθενέστερο [σ.σ.: δηλ. τη μητέρα].
Ο Θεός όμως δε φέρθηκε έτσι, αλλά (είπε) “τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, για να ζήσεις καλά”, που είναι η πρώτη εντολή στην παλαιά διαθήκη. […] Βλέπετε την ισότητα της νομοθεσίας. Ένας δημιουργός του άντρα και της γυναίκας, ένα χώμα και οι δυο, μία εικόνα (του Θεού), ένας νόμος, ένας θάνατος, μία ανάσταση. Ομοίως, γίναμε και από άντρα και από γυναίκα. Ένα χρέος οφείλεται από τα παιδιά στους γονείς. Πώς λοιπόν εσύ απαιτείς σωφροσύνη (συζυγική πίστη) από τη γυναίκα σου, ενώ ο ίδιος δεν την προσφέρεις; Πώς ζητάς χωρίς να δίνεις; Πώς νομοθετείς άνισα για σώμα ισότιμο με το δικό σου;
Αν εξετάζεις τα χειρότερα, δες: αμάρτησε η γυναίκα (Εύα), το ίδιο και ο Αδάμ. Και τους δύο τους εξαπάτησε ο όφης. Δε βρέθηκε ο ένας πιο αδύναμος και ο άλλος πιο δυνατός. Αλλά εξετάζεις τα καλύτερα; Και τους δύο τους σώζει ο Χριστός με τα πάθη του. Έγινε άνθρωπος για τον άνδρα; Το ίδιο και για τη γυναίκα… Λέγεται ότι προέρχεται [ο Χριστός] από το σπέρμα Δαβίδ. Νομίζεις ενδεχομένως ότι με αυτό τιμάται ο άντρας; Γεννάται όμως από την Παρθένο και αυτό είναι υπέρ των γυναικών» (Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ΛΖ΄, 6-7).
Λέει λοιπόν ο άγιος: «Δε δέχομαι αυτή τη νομοθεσία, δεν επαινώ την (κοινωνική) συνήθεια. Οι νομοθέτες ήταν άνδρες, γι’ αυτό η νομοθεσία είναι κατά των γυναικών».
Η φράση αυτή, εκτός από το προφανές (την υπεράσπιση των γυναικών), έχει και τεράστια πολιτική και κοινωνική σημασία: δηλώνει ότι η νομοθεσία δεν είναι κάτι δοσμένο από το Θεό (όπως πίστευαν οι άνθρωποι στη δυτική Ευρώπη ακόμη και στο Μεσαίωνα, δηλαδή χίλια χρόνια μετά τον άγιο Γρηγόριο), αλλά είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, εξαρτώμενο από τις απόψεις του νομοθέτη και από τις συνθήκες της εποχής.
Εκτός αυτού όμως, θέτει και θέμα εγκυρότητας του νόμου, ο οποίος θα πρέπει να θεωρείται άκυρος, αν δεν είναι σύμφωνος με κάποιες άλλες βασικές αρχές, ανώτερες από τους νόμους. Σήμερα θα λέγαμε ότι ο άγιος έθεσε θέμα συνταγματικότητας του νόμου. Ο άγιος Γρηγόριος δεν είχε υπόψιν αυτό που λέμε «Σύνταγμα», αλλά κάτι που, γι’ αυτόν, αποτελούσε την απαραίτητη βάση της αληθινής δικαιοσύνης: το Ευαγγέλιο.
Ας τολμήσω να πω ότι για έναν χριστιανό το Ευαγγέλιο είναι επαρκές νομοθετικό και πολιτικό θεμέλιο, αφού διδάσκει δικαιοσύνη, εντιμότητα, αγάπη και φιλανθρωπία. Αυτό ισχύει τόσο για έναν χριστιανό πολιτικό και νομοθέτη, όσο και για έναν χριστιανό πολίτη, καθώς και για έναν χριστιανό δικαστή. Μήπως αυτές οι ηθικές αρχές δεν είναι για όλους; Ίσως. Αλλά γι’ αυτό χρειάζονται οι νόμοι. Μακάρι να είχαμε φτάσει – ή να φτάσουμε κάποτε – στο σημείο που αναφέρει ένα σπουδαίο χριστιανικό κείμενο του 2ου αιώνα μ.Χ., η «Επιστολή προς Διόγνητον», όταν γράφει για τους χριστιανούς των πρώτων γενεών ότι «τηρούν τους νόμους, αλλά με τη ζωή τους ξεπερνούν τους νόμους», γιατί η συμπεριφορά τους είναι ακόμη πιο έντιμη και ηθική απ’ όσο ζητούν οι νόμοι.