του Χαράλαμπου Β. Αγγελάκη*
Στην Κρήτη, έχουμε συχνά το δίλλημα, εάν η σωστή ονομασία του τοπικού μας παραδοσιακού αποστάγματος είναι τελικά ρακή η τσικουδιά. Στην δυτική κυρίως Κρήτη έχει επικρατήσει ο όρος τσικουδιά ενώ στην ανατολική η ρακή, με τις δυο πλευρές να υποστηρίζουν η κάθε μια ότι η δική της ονομασία είναι και η σωστή. Μάλιστα οι πιο σκληροπυρηνικοί υποστηρίζουν ότι η ρακή είναι ποτό και ονομασία τούρκικης προελεύσεως και μέσω των τουρκοκρητικών παρέμεινε η ονομασία της σε εμάς, επομένως είναι απαγορευτικό για τους σύγχρονους Κρήτες να χρησιμοποιούν τέτοιους ορισμούς που παραπέμπουν στην Οθωμανική περίοδο.
Εδώ θα προσπαθήσουμε να συγκεράσουμε τις απόψεις και να φωτίσουμε όσο μπορούμε την έρευνα καθώς εν μέρει και οι δύο ονομασίες του ποτού είναι σωστές. Η τσικουδιά προέρχεται από την ονομασία των υπολειμμάτων της οινοποίησης, που επιστημονικά τα ονομάζουμε στέμφυλα και στην Κρήτη τα ονομάζουμε τσίκουδα, καθώς αφορούν τα υπολείμματα του καρπού με το σπόρο μέσα, όπως ονομάζουμε και κούκουδα ή κουκουδόλαδο τους καρπούς εκείνους των ελιών που έχουν σιτέψει και έχει μείνει μόνο ο πυρήνας της ελιάς ή στράφυλα (πιθανόν από το στράφι δηλαδή την φύρα της παραγωγής). Στην βόρεια Ελλάδα, τα υπολείμματα τα ονομάζουν τσίπουρα εξού και η ονομασία τσίπουρο ενώ κι εκεί υπήρχε τους προηγούμενους αιώνες αντίστοιχη ονομασία με την ρακή.
Η παρερμηνεία με την Κρητική ρακή, έχει προκύψει καθώς, υπάρχει και στην Τουρκία αντίστοιχο ηδύποτο το οποίο όμως προέρχεται από την απόσταξη φρούτων και περιέχει γλυκάνισο, επομένως ουδεμία σχέση έχει με το αλκοολούχο ποτό της Κρήτης. Άλλωστε οι Οθωμανοί απαγορεύεται να πίνουν αλκοόλ, με ποιο σκεπτικό θα δημιουργούσαν ένα ποτό που δεν έπιναν οι ίδιοι? Τα αμπέλια που έμειναν στην Κρήτη την περίοδο της Τουρκοκρατίας τα διαχειρίζονταν κρητικοί κυρίως για εμπόριο και εξαγωγές και μάλιστα σε τούρκικο έγγραφο που μεταφράζει ο Β. Ψιλάκης αναφέρει ότι «ο οίνος αποτελεί τον επιούσιο των απίστων» δηλαδή τους κατακρίνουν ότι πίνουν οινοπνευματώδη. Δεν αμφισβητείται βέβαια το γεγονός ότι η λέξη καζάνι είναι τούρκικης προελεύσεως ενώ η αντίστοιχη ελληνική είναι άμβυκας.
Υπάρχει επίσης η άποψη ότι προέρχεται από την Αραβική λέξη Arak που σημαίνει ιδρώτας συσχετίζοντας τα σταγονίδια της ρακής με αυτά του ιδρώτα, λόγω της Αραβοκρατίας στην Κρήτη, υπόθεση η οποία είναι ιδιαίτερα τραβηγμένη για να ευσταθεί. Καταρχήν αν ήθελαν οι Άραβες να ονοματίσουν το συγκεκριμένο απόσταγμα θα χρησιμοποιούσαν μια πιο σχετική δική τους λέξη που να εκφράζει την απόσταξη, όπου στα αραβικά είναι taktair ή ποτό απόσταξης που είναι mashroub al-taqtair ή απόσταγμα nowatj al-taqtair. Επιπλέον, αν πέρασε στην Κρήτη από την Αραβική κατοχή, δεν θα είχε εξαπλωθεί ως όρος σε όλα τα Βαλκάνια όπου για εκατοντάδες χρόνια και οι σλάβικοι λαοί αναφέρουν τα αποστάγματα τους με παρεμφερείς με την ρακή όρους, αποδεικνύοντας έτσι την μεγαλύτερη σχέση με την λατινική και αρχαιοελληνική ρίζα του όρου. Η υπόθεση αυτή περισσότερο δείχνει να είναι ένα σενάριο αντιδανεισμού μεταξύ της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και των Αράβων.

Η πραγματικότητα είναι ότι η ρακή, προέρχεται από την αρχαία λέξη η ραξ, ιωνική διάλεκτος ρωξ, της ρωγός και μάλιστα η λατινική της ονομασία είναι racimolo ή racemus που σημαίνει ο βότρυς σταφυλής, το τσαμπί, (το οποίο μετά την οινοποίηση γίνεται τσάμπουρα ή τσαμπούρα στην Κρήτη, με παράφραση στην βόρεια Ελλάδα τσίπουρα). Υπάρχει μάλιστα και ονομασία του βοτρυοφόρου Βάκχου, ως Racemite Bacchus, για τον θεό Διόνυσο. Άλλωστε η τεχνική της απόσταξης ήταν γνωστή από τους αρχαίους Έλληνες, καθώς έχουν βρεθεί ίχνη και υπολείμματα αποστακτηρών στην Κρήτη όπως και στέμφυλων, τεχνική η οποία έχει διαδοθεί σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Από την αρχαιοελληνική ρίζα αυτή άλλωστε, υπάρχουν πολλές σύνθετες λέξεις όπως ρακοσυλλέκτης= συλλέκτης υπολλειμάτων, είμαι ράκος=είμαι σε αθλία ψυχολογική κατάσταση ρακένδυτος=ντυμένος με κουρέλια-υπολλείματα ρούχων κλπ.
Νεότερα στοιχεία ήρθαν στην επιφάνεια από την μελέτη Νοταριακών πράξεων επί ενετοκρατίας όπου το έτος 1579 σχεδόν 100 χρόνια πριν την άλωση από τους Τούρκους, βρέθηκαν εμπορικές πράξεις μεταξύ κατοίκων του νησιού και εμπόρων όπου πωλείται και αγοράζεται ρακή σε δοχεία ή νταμιτζάνες. Μάλιστα φαίνεται ότι αποτελεί εξαγώγιμο προιόν αφού φορτώνεται και σε καράβι για εμπορικό ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη ώστε να πωληθεί εκεί.
Τέλος στο γνωστότατο Ενετοκρητικό ποίημα του Φορτουνάτου, το οποίο γράφτηκε στον Χάνδακα υπο πολιορκία από τον Αντώνιο Φώσκολο, δηλαδή πριν την άλωση του από τους Τούρκους και αναφέρει σε στίχο του χαρακτηριστικά στους στίχους 105-110:
«εγώ λεγα και γύρεψες, απου’σαι γεροντάκι,
πρι δώσης όξω του σπιτιού να πιάσης κουλλουράκη
κ’ ένα ποτήρι με ρακή γη με κρασί μοσκάτο
γλυκύ να πιής, και σύ λωλέ, γδυμνός και ξεζωνάτος….»
Έρχεται λοιπόν και το ποίημα να μας πει ότι και επι Ενετοκρατίας, οι κρητικοί γνώριζαν, έφτιαχναν και κατανάλωναν ρακή πολύ πριν έρθουν και εγκατασταθούν ολοκληρωτικά οι Τούρκοι στην Κρήτη.
Δυστυχώς ή ευτυχώς το 1989 με τον κανονισμό της ΕΟΚ, 1576/89 για τα οινοπνευματώδη, καταφέραμε και κατοχυρώσαμε σαν χώρα τα οινοπνευματώδη, τσίπουρο και τσικουδιά, όχι όμως και την ρακή, που ώς ονομασία «το ρακί» έχει κατοχυρωθεί από τους Τούρκους, μεγεθύνοντας περαιτέρω την διαμάχη μεταξύ των δύο πλευρών. Επομένως παρά την πιο αρχαία προέλευση της ρίζας της λέξης δεν μπορούμε πλέον να την χρησιμοποιήσουμε σαν εμπορική ορολογία, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ταυτότητα του προϊόντος, την παρερμηνεία και την νοθεία.
ΠΗΓΕΣ:
Β.Ψιλάκης, Η ιστορία της Κρήτης, Γ΄τόμος
Α.Κρασανάκης, ρακή ή τσικουδιά ένα δίλλημα
Α.Φώσκολος, Ο Φορτουνάτος
Notai di Candia, Νοταριακές Πράξεις επί Ενετοκρατίας
Άλλες πηγές του διαδικτύου
* Ο Χαράλαμπος Αγγελάκης, είναι Οικονομολόγος και Υποψήφιος Διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης