Το έχουμε επισημάνει και στο παρελθόν. Πρέπει να είμαστε από τις λίγες χώρες στον κόσμο που διχαζόμαστε τόσο εύκολα. Στα μικρά και στα μεγάλα. Μια ανάγκη διαφοροποίησης «γενετικής προδιάθεσης». Άλλοι για να κάνουν αντιπολίτευση, άλλοι γιατί αρέσκονται στην κριτική και κάποιοι άλλοι απλά για να διαφοροποιούνται. Προφανώς, στο γενικό κανόνα δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση η αποδήμηση του πρώην βασιλιά.
Η κυβέρνηση – σοφώς ποιούσα – απέφυγε να δώσει τροφή στην αντιπολίτευση αναφορικά με το τελετουργικό (περί αυτού πρόκειται και μόνον) που θα έπρεπε να ακολουθηθεί στην περίπτωση της θρησκευτικής κηδείας του πρώην μονάρχη. Πιθανότατα η απόφαση να ήταν διαφορετική εάν δεν βρισκόμασταν ήδη σε προεκλογική περίοδο. Βέβαια, η απόφαση αυτή της στοιχίζει, προσωρινά, «εκ δεξιών» της. Βρήκαν ευκαιρία να διαφοροποιηθούν τα «δεξιά εξαπτέρυγα» υπενθυμίζοντας ότι ο θανών διατέλεσε αρχηγός κράτους, ολυμπιονίκης και αρχιστράτηγος. Αλήθεια όλα αυτά. Επίσης, αληθές είναι ότι η ελληνική πολιτεία τίμησε πολλούς «πρώην» που ίσως δεν το άξιζαν. Κατά πόσον, όμως, τούτο θα έπρεπε να συμβεί και σε αυτήν την περίπτωση;
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η συζήτηση που προκάλεσε το θέμα, μας έδωσε τη δυνατότητα να ξαναθυμηθούμε την ιστορία μας. Να θυμηθούμε πως ο Κωνσταντίνος απέτυχε ως «αρχηγός κράτους» δύο φορές μέσα δύο χρόνια. Τον Ιούλιο του 1965 όταν ανέτρεψε τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Γεώργιου Παπανδρέου επιβάλλοντας μια κυβέρνηση αποστατών και τον Απρίλιο του 1967 όταν όρκισε τους πραξικοπηματίες. Την ίδια περίοδο απέτυχε και ως «αρχιστράτηγος». Τον Απρίλιο του 1967 που οι συνταγματάρχες ευτέλισαν τους στρατηγούς και το Δεκέμβριο του ίδιου έτους όταν διοργάνωσε ένα αντιπραξικόπημα – οπερέτα αποδεικνύοντας την παντελή αδυναμία του να επιβληθεί στο στράτευμα. Βέβαια τη βασιλική χορηγία συνέχιζε να την εισπράττει από τη χούντα που πήγε να ανατρέψει μέχρι και τον Ιούνιο του 1973! Θυμηθήκαμε, επίσης, το δικαστικό αγώνα του εναντίον του ελληνικού κράτους (στην ουσία κατά του λαού που θα έπρεπε να πληρώσει) στο πλαίσιο του οποίου ζητούσε 161 εκατομμύρια ευρώ για την «απαλλοτρίωση της βασιλικής περιουσίας» (η οποία όχι μόνον του είχε χαριστεί, αλλά ουδέποτε είχε πληρώσει έστω και ένα ευρώ φόρο στο κράτος). Τελικά, του επιδικάστηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μόλις 13,7 εκατομμύρια ευρώ.
Πράγματι, η Δημοκρατία δεν φοβάται. Ή δεν πρέπει να φοβάται. Ούτε, όμως, πρέπει να είναι αφελής. Εθνικό πένθος, κανονιοβολισμοί και μεσίστιες σημαίες ανά τη χώρα οφείλονται σε όσους τιμούν το λαό ή έστω προσπάθησαν εν ζωή να τον τιμήσουν. Εάν η οικογένεια του εκλιπόντος είχε στοιχειώδη πολιτικά αντανακλαστικά δεν θα πήγαινε στο Μαξίμου ούτε θα υπονοούσε ότι θεωρεί τιμή να γίνει η συγκεκριμένη κηδεία «δημοσία δαπάνη». Θα επέστρεφε τα 13,7 εκατομμύρια ευρώ που εισέπραξε το Μάρτιο του 2003 από τον κρατικό κορβανά συστήνοντας στην Ελλάδα ένα κοινωφελές ίδρυμα στη μνήμη του πρώην βασιλιά (άλλωστε αυτό που φέρεται να ιδρύθηκε με το ίδιο ποσό στο όνομα της Άννας Μαρίας στο Λουξεμβούργο καμία κοινωφελή δράση δεν ανέπτυξε στην Ελλάδα).
Στην κηδεία παρευρέθηκαν πολλά μέλη ευρωπαϊκών βασιλικών οικογενειών. Η παρουσία τους μας θύμισε ότι κανένα από αυτά δεν αναμείχθηκε ενεργά στα πολιτικά πράγματα των κρατών που τύποις διοικούν. Μας υπενθύμισαν ότι ιστορικά σεβάστηκαν τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία, κάτι που δεν έπραξε ο θανών.
Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος, από τους ουρανούς, θα πρέπει να είναι ικανοποιημένος. Οι τιμές που δεν του αναγνωρίστηκαν από την πολιτεία έρχονται σε πλήρη δυσαρμονία με το ντόρο που προκάλεσε ο θάνατός του. Άλλωστε, μέχρι και σήμερα τον αποκαλούμε «τέως βασιλιά», αντί «πρώην». Το τελευταίο αναφέρεται σε απώτερη παρελθοντική κατάσταση που δεν προσδιορίζεται, ενώ το «τέως» δηλώνει το εγγύς παρελθόν, κάτι που ίσχυε μέχρι πρόσφατα, μέχρι προ ολίγου χρόνου (ημερών, μηνών ή και ετών). Ίσως, η χρήση του συγκεκριμένου επιρρήματος να δικαιολογεί και την εθνική διχοστασία. Οι μνήμες είναι νωπές ακόμα…