Μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά για όλους, με τα σχολεία ουσιαστικά κλειστά το ΥΠΑΙΘ φέρνει σε διαβούλευση το νομοσχέδιο με τον παραπλανητικό τίτλο «Αναβάθμιση του σχολείου και ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών». Μετά το ν.4692/2020, το νόμο για την ΤΕΕ, τα αντιεκπαιδευτικά και ταξικά μέτρα που επιβλήθηκαν (Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, εξοβελισμός γνωστικών αντικειμένων, αλλαγές στην πρόσβαση στα ΑΕΙ κλπ), τον αντιδραστικό – αυταρχικό νόμο για τα ΑΕΙ και την ίδρυση της πανεπιστημιακής αστυνομίας, το νέο πολυνομοσχέδιο συμπληρώνει το παζλ των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων στη δημόσια εκπαίδευση καθ’ υπαγόρευση της ΕΕ, του ΟΟΣΑ, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις του ΣΕΒ.
Ενώ η πανδημία βρίσκεται σε εξέλιξη, η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ ακολουθεί την περσινή τακτική αρνούμενη να πάρει μέτρα για το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων και την αντιμετώπιση των μαθησιακών και ψυχοκοινωνικών συνεπειών της πανδημίας πάνω στα παιδιά. Αντίθετα στις 238 σελίδες του νομοσχεδίου περιγράφεται το σχολείο που ονειρεύεται η Κεραμέως και οι όμοιοί της: ένα σχολείο αυταρχικό, ξεκάθαρα ταξικό. Ένα σχολείο εμπορευματοποιημένο, για λίγους, διαφορετικών ταχυτήτων, ένα σχολείο χορηγών, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που οξύνει τις μορφωτικές ανισότητες και εντείνει τους φραγμούς στη μόρφωση σε βάρος των αδύναμων μαθητών/ τριών.
Το ΥΠΑΙΘ με αυτό το νομοσχέδιο δεν αναβαθμίζει αλλά ιδιωτικοποιεί ακόμα περισσότερο την Δημόσια Εκπαίδευση. Η εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής έδειξε με τον πιο τραγικό τρόπο στους φετινούς υποψηφίους και στις οικογένειές τους το μελλοντικό εκπαιδευτικό τοπίο που οραματίζεται η κυβέρνηση και το ΥΠΑΙΘ. Αυτό είναι το πνεύμα του πολυνομοσχεδίου: Εξετάσεις παντού, γνώση πουθενά. Ατομικός ανταγωνισμός παντού, συνεργασία πουθενά. Φόβος και υποταγή παντού, δημοκρατία πουθενά.
Με όχημα την «αυτονομία» της σχολικής μονάδας και με πρόσχημα την «αύξηση των βαθμών ελευθερίας στα σχολεία», όπως δημαγωγικά υπαινίσσεται το ΥΠΑΙΘ, προωθούνται βαθιές και αντιδραστικές τομές σε παιδαγωγικό επίπεδο. Το λεγόμενο πολλαπλό βιβλίο, οι «εναλλακτικές μορφές» και η «ευελιξία» στην αξιολόγηση των μαθητών, όχι μόνο δεν θα προάγουν την εκπαιδευτική και παιδαγωγική λειτουργία στα σχολεία αλλά θα φορτώσουν ακόμα περισσότερες ευθύνες στις πλάτες των εκπαιδευτικών, θα χρεώσουν σ’ αυτούς τα αποτελέσματα της εκπαιδευτικής πράξης ενώ παράλληλα δημιουργούνται μορφωτικές ανισότητες καθώς κατηγοριοποιούνται οι μαθητές σε διαφορετικά μορφωτικά επίπεδα και ταχύτητες. Η ενιαία μόρφωση των μαθητών στην πραγματικότητα καταργείται.
Με το μανδύα του «ψηφιακού εκσυγχρονισμού», η κυβέρνηση προωθεί μέτρα όπως η διαβόητη «ανεστραμμένη μάθηση» που αμφισβητούν ευθέως τη ζωντανή διδασκαλία, την αξία της τάξης ως τον φυσικό χώρο όπου γεννιούνται τα ερωτήματα, η αμφισβήτηση, ο διάλογος και ο προβληματισμός, τις πλευρές εκείνες δηλαδή που προάγει η μάθηση. Για την κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική δεν είναι αναγκαίες οι ανθρωπιστικές σπουδές και η τέχνη, παρά μόνο οι δεξιότητες.
Μέσω της «αυτονομίας», θεσμοθετείται η επιχειρηματική λειτουργία των σχολείων για την ανεύρεση πόρων με την αξιοποίηση των σχολικών κτηρίων, υποδομών και εγκαταστάσεων, ενώ για πρώτη φορά θεσπίζεται η χρηματοδότηση των σχολείων με δωρεές, χορηγίες και παροχές από τρίτους. Και επειδή οι ευεργέτες δεν είναι τόσοι πολλοί (κι όσοι θα χορηγούν θα το κάνουν με το αζημίωτο και θα παρεμβαίνουν στο περιεχόμενο του σχολείου) οι ίδιοι οι γονείς θα αναγκάζονται να βάλουν ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη για να καλύψουν τις ανάγκες των σχολείων.
Γίνεται πλέον φανερό ότι η κυβέρνηση προσπαθεί, μέσω της «αυτονομίας», να αποποιηθεί την –ως τώρα αποκλειστική– υποχρέωση του κράτους για τη χρηματοδότηση της Δημόσιας Εκπαίδευσης και να ρίξει την ευθύνη αυτή στους εκπαιδευτικούς και τα ίδια τα σχολεία. Η περίφημη «αυτονομία» θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην ταξική διαφοροποίηση και κατηγοριοποίηση των σχολείων, σε οικονομικό μαρασμό και λουκέτα.
Ένας ακόμα βασικός πυλώνας του νομοσχεδίου αποτελεί η περιβόητη «ατομική αξιολόγηση» του εκπαιδευτικού, η οποία αποτελεί διαχρονικό πόθο των κυβερνήσεων εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες, που παρέμεινε ανεκπλήρωτος χάρη στην σθεναρή αντίσταση του εκπαιδευτικού κινήματος. Η «ατομική αξιολόγηση» αποτελεί συνέχεια της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων που συνάντησε την καθολική αντίθεση των εκπαιδευτικών. Προβλέπει ένα εξοντωτικό γραφειοκρατικό πλέγμα αξιολόγησης δύο φάσεων από τον διευθυντή του σχολείου και τους συμβούλους εκπαίδευσης. Κάθε εκπαιδευτικός θα συνοδεύεται από ένα ηλεκτρονικό ατομικό φάκελο (άρθρο 68), ατομικά φύλλα αξιολόγησης, συνέντευξη, παρατήρηση εντός της σχολικής τάξης και κατάταξη σε 4βαθμη κλίμακα (μη ικανοποιητικός – ικανοποιητικός – πολύ καλός – εξαιρετικός).
Για πρώτη φορά, μετά το 1982, συνενώνεται στο πρόσωπο των αξιολογητών ο διοικητικός και ο παιδαγωγικός έλεγχος. Και μάλιστα με μια ιεραρχική πυραμίδα που ξεκινάει από το εσωτερικό του σχολείου με έναν διευθυντή-manager που αποφασίζει για όλα, με συμβούλους εκπαίδευσης, με επόπτες εκπαίδευσης με μέντορες, με περιφερειακούς επόπτες, με το ΙΕΠ και την ΑΔΙΠΠΔΕ. Όλοι αυτοί θα σηκώνουν τη δαμόκλειο σπάθη της τετράβαθμης κλίμακας πάνω από τα κεφάλια των εκπαιδευτικών. Μάλιστα ο Διευθυντής του σχολείου θα μπορεί να μπαίνει στην τάξη και να παρακολουθεί το μάθημα για να αξιολογήσει.
Τα δημοκρατικά θεσμικά όργανα απαξιώνονται πλήρως μπροστά στην παντοδυναμία ενός διευθυντή που θα καθορίζει ποιος θα είναι ο υποδιευθυντής, ποιος θα είναι ο συντονιστής των εκπαιδευτικών θεμάτων, ποιος θα είναι ο μέντορας, που αποφασίζει ποια προγράμματα θα κάνει το σχολείο, που μπορεί να κάνει γραπτή επίπληξη στον εκπαιδευτικό, που αποφασίζει ποια τεκμήρια θα ανεβάσει στον ηλεκτρονικό φάκελο ενός εκπαιδευτικού, που αποφασίζει εν τέλει πώς θα λειτουργήσει το σχολείο. Ο ρόλος του Συλλόγου Διαδασκόντων υποβαθμίζεται δραματικά.
Επανέρχονται οι εξετάσεις παντού. Με το άρθρο 97 θεσπίζεται η ελληνική PISA, δηλαδή, πανελλαδικές εξετάσεις στην Στ΄ Δημοτικού και στην Γ΄ Γυμνασίου. Οι εξετάσεις αυτές, υψηλών απαιτήσεων, θα είναι μεν ανώνυμες, αλλά θα δίνουν αποτελέσματα σε πανεθνικό επίπεδο, σε επίπεδο περιφέρειας και σε επίπεδο σχολείου και θα αξιοποιηθούν για να στρέψουν ένα μεγάλο τμήμα του μαθητικού δυναμικού προς την κατάρτιση και τη μαθητεία, μακριά από τη Γενική Εκπαίδευση, από πολύ νεαρή ηλικία. Θα χρησιμοποιηθούν επίσης ως εργαλείο για την κατηγοριοποίηση των σχολείων, ενώ γίνεται προφανές ότι τα αποτελέσματα αυτών των «τεστ», θα αποτελέσουν «κριτήρια» για την αξιολόγηση των ίδιων των εκπαιδευτικών.
Το ΥΠΑΙΘ ψεύδεται όταν λέει ότι η αξιολόγηση είναι τάχα «περιγραφική και όχι ποσοτική» και ότι δεν θα είναι τιμωρητική. Η κυβέρνηση ( άρθρο 56 ) προβλέπει συγκεκριμένες κυρώσεις όπως μισθολογική καθήλωση έως και περικοπή μισθού μέχρι ενός μήνα για όσους αρνούνται και δεν συμμετέχουν στην αξιολόγηση. Με την επιβολή της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών η κυβέρνηση γυρίζει το χρόνο πίσω στις γκρίζες εποχές του επιθεωρητισμού. Ο διευθυντής και ο σχολικός σύμβουλος αποτελούν τους νέους αξιολογητές, οι οποίοι θα επιβλέπουν σε ασφυκτικό βαθμό τον εκπαιδευτικό, καταστρατηγώντας οποιαδήποτε έννοια παιδαγωγικής ελευθερίας. Οι πραγματικές όμως στοχεύσεις τις κυβέρνησης είναι ακόμα βαθύτερες. Η αξιολόγηση θα αξιοποιηθεί ώστε στον κατάλληλο χρόνο να προωθηθεί η διάλυση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, η μισθολογική τους καθήλωση, ακόμα και η απόλυσή τους.
Ανάμεσα στα άλλα, η προωθούμενη αξιολόγηση φορτώνει με νέα γραφειοκρατικά βάρη τους εκπαιδευτικούς και την ήδη επιβαρυμένη καθημερινή εργασία τους, στερώντας τον πολύτιμο αέρα του κύριου έργου τους που είναι το παιδαγωγικό – εκπαιδευτικό. Την ίδια ώρα, θα δημιουργήσει ένα νέο πρωτόγνωρο καθεστώς εξαρτήσεων και πελατειακών σχέσεων μέσα στο σχολείο, αφού ο Διευθυντής αποκτά το ρόλο του αξιολογητή των εκπαιδευτικών. Ουσιαστικά πρόκειται για μία διαδικασία που επιδιώκει τον απόλυτο έλεγχο και τη χειραγώγηση των εκπαιδευτικών, με στόχο να μειωθούν οι αντιστάσεις ατομικά και συλλογικά.
Η εφαρμογή των σχεδιασμών, που προωθούνται από το εν λόγω νομοσχέδιο, αποτελούν κεντρικές επιλογές της ΕΕ και του ΟΟΣΑ για τα θέματα εκπαίδευσης και βήματα υλοποίησής τους έχουν γίνει από όλες τις τελευταίες κυβερνήσεις. Αποτελούν μια βαθιά αντιεκπαιδευτική τομή, διαμορφώνουν ένα ακόμα πιο ταξικό, κατηγοριοποιημένο σχολείο και συνιστούν πλήγμα στα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών και στα εργασιακά των εκπαιδευτικών, όπως αποδεικνύεται περίτρανα από τα αποτελέσματα που έχει η εφαρμογή τέτοιων μεταρρυθμίσεων σε άλλες χώρες: διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης και κρίση στελέχωσης με εκπαιδευτικούς. Ξεκαθαρίζουμε ότι αυτό το νομοσχέδιο δεν αποτελεί βάση συζήτησης, δεν παίρνει βελτιώσεις και επιμέρους τροποποιήσεις αλλά απορρίπτεται συνολικά .
ΝΑ ΑΠΟΚΡΟΥΣΟΥΜΕ ΤΟ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟ Ν/Σ ΠΟΥ ΣΑΡΩΝΕΙ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ! ΝΑ ΑΝΑΤΡΕΨΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ!
Απαιτούμε από την κυβέρνηση να αποσύρει το νομοσχέδιο και να παρθούν τώρα μέτρα για την προετοιμασία της επόμενης σχολικής χρονιάς με βάση τις διεκδικήσεις μας!
Εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές/τριες είμαστε σε θέση μάχης για να μην περάσουν τα σχέδιά τους!
ΕΛΜΕ Ρεθύμνου