ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΚΟΣΜΟΣ

Παγκόσμια Ημέρα Μετεωρολογίας: Η εκτίμηση των ειδικών για τα αποτελέσματα της 28ης Παγκόσμιας Διάσκεψης του ΟΗΕ για το κλίμα στο Ντουμπάι

«Μπορεί να σώθηκε την τελευταία στιγμή το ναυάγιο στην Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα (COP28) στο Ντουμπάι 2023, αλλά οι αναγκαίες αποφάσεις βούλιαξαν στην άμμο και πνίγηκαν σε ασαφείς διατυπώσεις. Η ανθρωπότητα χάνει πολύτιμο χρόνο, ενώ όλα δείχνουν πως το 2023 θα αποδειχθεί το πιο θερμό έτος στον πλανήτη από τότε που καταγράφονται συγκεκριμένα στοιχεία και καθώς οι βαριές συνέπειες της κλιματικής κρίσης εκδηλώνονται διεθνώς, όπως και στην Ελλάδα, από την πλημμυρισμένη Θεσσαλία μέχρι τα καμένα δάση» (Γιάννης Ελαφρός,  Δημοσιογράφος)

«Έπειτα από θυελλώδεις διαπραγματεύσεις, οι οποίες κρατούσαν και πέραν του μεσονυκτίου σε ορισμένες ημέρες, έπεσε η αυλαία στην Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα COP28. Η συμφωνία που επετεύχθη στηρίχθηκε σε επιστημονικά δεδομένα. Οι χώρες-μέλη του ΟΗΕ επικυρώνουν πως θα πρέπει τα ενεργειακά συστήματα σε όλο τον πλανήτη να απομακρυνθούν από τα ορυκτά καύσιμα με δίκαιο και ισότιμο τρόπο, ώστε να επιτευχθεί μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα έως το 2050, σε συμφωνία με τις προτάσεις των επιστημόνων. Στη συμφωνία ζητείται και ο τριπλασιασμός των δυνατοτήτων των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2030, επιταχύνοντας τις προσπάθειες για τη μείωση του άνθρακα και την εγκατάσταση τεχνολογιών, όπως η δέσμευση και αποθήκευση του άνθρακα, οι οποίες θα εφαρμοσθούν σε δραστηριότητες στον πλανήτη που είναι δύσκολο να αφήσουν μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα. Αν και η συμφωνία βρίσκεται μεν στην ορθή κατεύθυνση, περιέχει και πολλές ευχές. Οι προσπάθειες πρέπει να επιταχυνθούν, υπογραμμίζοντας τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποίησε η Ακαδημία Αθηνών μαζί με το ινστιτούτο Potsdam για λογαριασμό της εταιρείας Aquila και της Ε.Ε. Η έρευνα έδειξε πως η Ευρώπη μπορεί μέχρι το 2030 να διαθέτει ενεργειακό μείγμα το οποίο θα αποτελείται κατά 80% από ΑΠΕ. Ιδιαίτερα τη σημαντική επάρκεια που μπορούν να έχουν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας η Ελλάδα και άλλες νότιες χώρες της Ε.Ε., λόγω περίσσειας ηλιακού φωτός, αιολικών πεδίων και υδροηλεκτρικών δυνατοτήτων» λέει ο Χρήστος Ζερεφός, γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών και εθνικός εκπρόσωπος για την κλιματική αλλαγή.

«Η διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή ξεκίνησε με την προσδοκία για τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, όπως σε όλους τους τόνους άλλωστε επισημαίνει η διεθνής επιστημονική κοινότητα. Όμως, η συμβιβαστική απόφαση της διάσκεψης –για την οποία αποτυπώνονται κατά τα άλλα πανηγυρικά σχόλια– απλώς αναφέρει “μεταβαίνοντας από τα ορυκτά καύσιμα προς ενεργειακά συστήματα” καθώς και “επιταχύνοντας τις προσπάθειες για τη σταδιακή μείωση του άνθρακα”. Με άλλα λόγια, χάνεται πολύτιμος χρόνος, την ίδια στιγμή που οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επιδεινώνονται και τα κλιματικά φαινόμενα είναι συχνότερα και εντονότερα. Στα θετικά της απόφασης, η αναφορά για τη σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων για τα ορυκτά καύσιμα πλην αυτών που κατευθύνονται για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, καθώς και αυτή για την ενίσχυση του δίπτυχου ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και εξοικονόμηση ενέργειας».

         «Στην COP28 επιβεβαιώθηκε η δημιουργία του ταμείου απωλειών και ζημιών λόγω κλιματικής αλλαγής, που είχε αποφασιστεί στην περυσινή σύνοδο στην Αίγυπτο. Παρά το βήμα αυτό, οι χρηματοδοτήσεις που έχουν έρθει δεν είναι επαρκείς, ενώ δεν εξασφαλίζεται η σταθερή ετήσια χρηματοδότηση του ταμείου στο αναγκαίο επίπεδο. Δεν προκύπτει πώς οι αναπτυσσόμενες χώρες θα αντιμετωπίσουν την οικονομική πρόκληση της μετάβασης προς την καθαρή ενέργεια ή αυτή της αποκατάστασης των ζημιών που έχουν υποστεί λόγω της κλιματικής αλλαγής, για την οποία όμως δεν ευθύνονται. Μάλιστα, όπως σημειώνει, η συνολική συνεισφορά – στο πλαίσιο της διάσκεψης– των ΗΠΑ, της Ε.Ε., της Μεγάλης Βρετανίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Ιαπωνίας στο ταμείο που δημιουργήθηκε, είναι οριακά διπλάσια των ετήσιων απολαβών του Κριστιάνο Ρονάλντο στην ποδοσφαιρική ομάδα της Σαουδικής Αραβίας στην οποία αγωνίζεται», σημειώνει από την πλευρά του ο Κώστας Καρτάλης, καθηγητής στο ΕΚΠΑ και μέλος της επιστημονικής επιτροπής της Ε.Ε. για την κλιματική αλλαγή.

«Τα ορυκτά καύσιμα είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Και όμως χρειάστηκαν 28 διασκέψεις του ΟΗΕ για να μπουν οι λέξεις “ορυκτά καύσιμα” σε ένα τελικό κείμενο συνόδου. Και αυτό έγινε στο Ντουμπάι. Αλλά με ποιον τρόπο; Αντί για “σταδιακή κατάργηση”, που ζητούσαν οι επιστήμονες, μπήκε το “μετάβαση”, ένας όρος πολύ πιο ασαφής, ανοικτός σε πολλές επιλογές. Και όλα αυτά όταν τα χρονικά περιθώρια δράσης έχουν στενέψει. Από κει και πέρα, είναι θετική η αναφορά στις ΑΠΕ, αλλά σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενη, καθώς υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον. Εάν όμως τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να είναι διαδεδομένα, τότε η διείσδυση των ΑΠΕ μοιάζει με σισύφειο έργο. Προβληματίζει επίσης η αναφορά σε μεταβατικά καύσιμα, όπως το ορυκτό αέριο. Δίνεται βάρος στα συστήματα δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS). Το λεπτό σημείο εδώ είναι το πώς οι τεχνολογίες αυτές, οι οποίες δεν έχουν αναπτυχθεί σε μεγάλη κλίμακα, δεν θα γίνουν το άλλοθι για τη συνέχιση των ορυκτών καυσίμων, με τη λογική ότι θα εξαφανιστούν οι εκπομπές τους. Συνολικά, σε μία ακόμη COP αναδείχθηκε το μεγάλο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα σε αυτά που λέει η επιστήμη και σε αυτό που καταλήγουν τελικά οι συμβιβασμοί των κρατών. Η Ελλάδα έχει, δυστυχώς, μια κλιματική και ενεργειακή πολιτική με διπλό πρόσωπο. Από τη μία, μιλάμε για πράσινα νησιά και προωθούμε τις ΑΠΕ, ενώ, από την άλλη, επενδύουμε σε νέες εγκαταστάσεις ορυκτού αερίου και επιμένουμε σε ένα τεράστιο πρόγραμμα εξόρυξης υδρογονανθράκων, σε στεριά και θάλασσα. Πρωτοβουλίες για κλιματικά ουδέτερες περιοχές δεν ταιριάζουν με την πολιτική συνεχιζόμενης πριμοδότησης των ορυκτών καυσίμων, με νέες άδειες για εξορύξεις», τονίζει ο Δημήτρης Καραβέλλας, διευθυντής του WWF Ελλάς.

«Δυστυχώς, η συμφωνία που επιτεύχθηκε στην COP28 είναι μικρότερη των προσδοκιών, δεδομένης της υφιστάμενης κατάστασης: οι εκπομπές αυξάνονται, τα portfolios των εταιρειών ορυκτών καυσίμων μεγαλώνουν και οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στον Παγκόσμιο Βορρά και ακόμη περισσότερο στον Παγκόσμιο Νότο εντείνονται», σημείωσε ο Κωστής Γριμάνης, υπεύθυνος για θέματα κλίματος στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace.

«Σχεδόν το 90% του παγκόσμιου φορτίου σε ασθένειες που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή θα κληθούν να επωμιστούν τα παιδιά προσχολικής ηλικίας», ανέφερε η UNICEF. «Η κλιματική αλλαγή είχε ήδη σοβαρές συνέπειες για την παιδική θνησιμότητα που σχετίζεται με τους καύσωνες στην υποσαχάριο Αφρική. Αυτή αυξήθηκε στην περίοδο 2005-2014 σχεδόν κατά 20% επιπλέον από ό,τι θα είχε παρατηρηθεί αν δεν υπήρχε η κλιματική αλλαγή. Η επονομαζόμενη τιμωρία από την κλιματική αλλαγή θα είναι ακόμη χειρότερη τα επόμενα χρόνια», επισήμανε η Βερονίκ Φιλιπί, καθηγήτρια στο London School of Hygiene and Tropical Medicine.

Υπάρχουν εξάλλου σοβαρά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας επιτείνει τον κίνδυνο πρόωρων γεννήσεων, υπέρτασης ή προεκλαμψίας. «Δεν υπάρχουν βιολογικοί λόγοι για τους οποίους γυναίκες και νεογέννητα είναι πιο ευάλωτα άτομα σε υγειονομικές επιπτώσεις περιβαλλοντικών καταστροφών. Ο βασικός λόγος είναι η ευαλωτότητα της θέσης των γυναικών στην κοινωνία, η περιορισμένη κινητικότητα και πρόσβασή τους», εξήγησε ο δρ Ανσού Μπανερζί, διευθυντής Υγείας Μητέρων, Νεογέννητων, Παιδιών και Εφήβων στον ΠΟΥ, είπε ότι ενώ είναι σημαντικό να μειωθούν οι παγκόσμιες εκπομπές ρύπων, είναι αναγκαίο να εξοπλιστούν με ηλιακή ενέργεια και εγκαταστάσεις παροχής δροσιάς σε ασθενείς όλες οι εγκαταστάσεις υγείας.

Ο νομπελίστας οικονομολόγος Μάικλ Κρέμερ επέμεινε ότι η διασφάλιση καθαρού πόσιμου νερού για όλες τις κοινότητες είναι εκ των ων ουκ άνευ με δεδομένη την έξαρση φυσικών καταστροφών τα τελευταία χρόνια. «Πρώτα τυφώνες, πλημμύρες και βροχοπτώσεις προκαλούν την επέκταση παθογόνων παραγόντων στο πόσιμο νερό, οδηγώντας σε έξαρση ασθενειών. Στη συνέχεια η ξηρασία εξωθεί τους ανθρώπους σε πηγές με λιγότερο ασφαλές νερό. Τέλος, οι αυξημένες θερμοκρασίες επιταχύνουν την ανάπτυξη μικροβίων», υπογράμμισε, ερμηνεύοντας τη σχέση ανάμεσα στην κλιματική αλλαγή και τη χαμηλή ποιότητα πόσιμου νερού.