«Μην αφήσετε το μέλλον μας να ξεραθεί». Αυτό είναι το σύνθημα της φετινής Παγκόσμιας Ημέρας Ερημοποίησης στις 17 Ιουνίου με κεντρικό θέμα τη σπανιότητα του γλυκού νερού και την ξηρασία. Τα προβλήματα αυτά, που εν μέρει οφείλονται στην κλιματική αλλαγή, έχουν καταστροφικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις στην επισιτιστική ασφάλεια, τη διαθεσιμότητα ενέργειας, την πολιτική σταθερότητα και την ειρήνη, ειδικά στις περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά ευαίσθητες ξηροθερμικές περιοχές.
Η αυξανόμενη συχνότητα, ένταση και διάρκεια σοβαρών επεισοδίων ξηρασίας όπως αυτές που αντιμετωπίζουμε φέτος, ασκούν μεγαλύτερη πίεση στα ήδη υποβαθμισμένα υδατικά συστήματα. Προβλέπεται ότι οι επιπτώσεις της ερημοποίησης και της ξηρασίας μπορεί να εκθέσουν σχεδόν τα δύο τρίτα του πληθυσμού της γης σε αυξημένη έλλειψη νερού μέχρι το 2025.
Το πρόβλημα της ερημοποίησης είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που απειλούν το φυσικό περιβάλλον, τους φυσικούς πόρους και το τοπίο και δεν περιορίζεται στις γνωστές ερήμους. Απειλεί πολλές περιοχές της γης και το 30% της ελληνικής επικράτειας όπως η Κρήτη και ιδιαίτερα οι ανατολικές και κεντρικές περιοχές του νησιού. Η ερημοποίηση είναι η διαδικασία υποβάθμισης του εδάφους που προκαλείται από φυσικούς αλλά και ανθρώπινους παράγοντες. Η υποβάθμιση αυτή σημαίνει σταδιακά τη μείωση της βιοποικιλότητας, την απώλεια της φυτοκάλυψης και της οργανικής ουσίας από το έδαφος και την απώλεια του εδάφους από τη διάβρωση. Οι επιπτώσεις είναι πολύ σοβαρές και συνήθως μη αναστρέψιμες όπως η πτώση των υδάτινων οριζόντων, η λειψυδρία, η διείσδυση θαλασσινού νερού στις παράκτιες περιοχές, η απώλεια της καλλιεργήσιμης γης. Η διαδικασία της ερημοποίησης δεν είναι τόσο αργή όσο ίσως υποθέτουμε. Αρκεί να ζητήσει κανείς από ανθρώπους της προηγούμενης γενιάς να περιγράψουν το τοπίο γύρω τους όπως το ήξεραν για να αντιληφθεί το ρυθμό απώλειας της φυτοκάλυψης και του εδάφους. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η δημιουργία ενός εκατοστού εδάφους διαρκεί 500 με 1000 χρόνια αλλά αρκεί μια καταρρακτώδης βροχή για να χαθεί από εκεί που δεν προστατεύεται.
Παρόλο που η χώρα μας αντιμετωπίζει έντονο και κλιμακούμενο πρόβλημα ερημοποίησης, αυτό δεν έχει γίνει κοινή συνείδηση και δεν λαμβάνεται υπόψη στις αποφάσεις για αναπτυξιακά έργα σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Δυστυχώς, ενώ σήμερα υπάρχει η πολύτιμη επιστημονική γνώση για την αντιμετώπιση του προβλήματος, δεν γίνονται προσπάθειες να αλλάξουν οι πρακτικές που οδηγούν στην ερημοποίηση. Εξακολουθεί για παράδειγμα να προωθείται οικιστική και τουριστική ανάπτυξη χωρίς σχεδιασμό και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις στα οικοσυστήματα και η διαθεσιμότητα πόρων όπως το νερό. Εξακολουθούν ολόκληρες περιοχές να υποβαθμίζονται και να εγκαταλείπονται στην τύχη τους μετά από πυρκαγιές, υπερβόσκηση, κακές γεωργικές πρακτικές, ανεξέλεγκτη διάνοιξη δρόμων, και δραστηριότητες όπως πίστες αγώνων αυτοκινήτων, χιονοδρομικά κέντρα και γήπεδα γκολφ που προκαλούν διάβρωση εδάφους και καταστροφή της φυτοκάλυψης.
Η Ελλάδα έχει επικυρώσει την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Καταπολέμηση της Ερημοποίηση (UNCCD 06.03.1997) με το Νόμο 2468 (Υπ. Απόφαση 974/27-7-2001, ΦΕΚ 99605/3719) και είχε συστήσει την Επιτροπή για την Καταπολέμηση της Απερήμωσης την οποία όμως όλες οι κυβερνήσεις άφησαν χωρίς πόρους και αρμοδιότητες. Η Επιτροπή κατέστρωσε το Εθνικό Σχέδιο Δράσης κατά της Ερημοποίησης (http://itia.ntua.gr/en/docinfo/162) που υπεγράφη το 2001 από έξι συναρμόδια υπουργεία, στο οποίο προβλέπεται η ένταξη των εξειδικευμένων μέτρων και δράσεων σε ολοκληρωμένα προγράμματα αειφόρου ανάπτυξης για κάθε απειλούμενη περιοχή με τη δημιουργία τοπικών φορέων εφαρμογής του σχεδίου, τη σύνταξη τοπικών μελετών και την εφαρμογή των προβλεπόμενων από αυτές μέτρων. Δυστυχώς, τίποτε από τα παραπάνω δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι είναι θεμιτό να σχεδιάζονται έργα χωρίς να αντιμετωπίζονται οι επιπτώσεις που εντείνουν δραματικά το μη αναστρέψιμο φαινόμενο της ερημοποίησης.
Οικολογική Παρέμβαση Ηρακλείου