Στο παρακάτω κείμενο σας παρουσιάζουμε μερικά βιογραφικά στοιχεία που καταφέραμε και συλλέξαμε για παλιούς Ρεθεμνιώτες μουσικούς, της γενιάς που έδρασε την περίοδο 1880-1940 δηλαδή λίγο πριν, αλλά και ταυτόχρονα με τους λεγόμενους «πρωτομάστορες».
Δαλέντζας Γεώργιος
Σπουδαίος λυράρης στο Ρέθυμνο την περίοδο 1880-1900. Πιθανόν να διατηρούσε και καφενείο: «Ρεθεμνιώτες! Στου Δαλέντζα εις τον καφενέ πλημμύρα, θα’ ναι απόψε οι μερακλήδες για ν’ ακούσουνε τη λύρα», από του ποίημα «Ρέθεμνος» του Γιώργη Καλομενόπουλου).
Άγνωστο εάν συνδέεται με τον αγωνιστή Γεώργιο Δαλέντζα του Εμμανουήλ από το Ατσιπόπουλο, που πολέμησε στις επαναστάσεις του 1866 και 1878.
*
Νικήστρατος Θ. Αλεξανδράκης
Λυράρης, ο πιο δημοφιλής στο Ρέθυμνο, τουλάχιστον κατά τη δεκαετία του 1900 – 1910.
Σύμφωνα με έμμεσες πληροφορίες, ο Νικήστρατος διατηρούσε στο Ρέθυμνο και κατάστημα αποικιακών, ενώ καταγράφηκε ως ένας εκ των «δασκάλων» του Ανδρέα Ροδινού.
Σε σημείωμα στην Κρητική Επιθεώρηση, στις 16.2.1934, διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
«…τον αξέχαστο Νικήστρατο με την άδολη, την πάνα πρόσχαρη καρδιά, την ασυννέφιαστη ψυχή…
…ήταν πάντα το κλειδί της ευθυμίας μέσα σε μια καλοδεμένη παρέα…
…ήταν ο περιζήτητος να νοστιμίσει το γλέντι μιας οποιασδήποτε φιλικής συντροφιάς με τη χρυσή καρδιά και τη λύρα του.
…και τότε άρχιζαν οι περίφημες μαντινάδες του, παινέματα για τις νιες και τα παλικάρια, αισθηματικές, πεισματικές, φιλοσοφικές, κ.λ.π.
Συνήθως άρχιζε με την πλιο κάτω που την είχε χαρισμένη στην καλή του σύντροφο την, όπως και κείνον, πάντα ευγενική και γλυκομίλητη γυναίκα του:
Ομπρός κρατεί βασιλικός κι εξ από πίσω βιόλα
κι αν δε μου το πιστεύγετε ξανοίξετε τη κιόλα
Εσύ σαι τ’ άνθη των ανθώ και της μήλιάς το μήλο,
εσύ ‘σαι που γεννήθηκες ομάδι με τον ήλιο
(του Ρεθυμνιώτη αρθρογράφου με παρατσούκλι “Σείριος”, 15.02.1934)
Ο Γ. Καλομενόπουλος του αφιερώνει ένα από τα ωραία του ποιήματα που το επιγράφει «ΝΝΝικήστρατος» (!):
Απόψε που παλιά εποχή θυμούμαι ευτυχισμένη,
ο λογισμός, Νικήστρατε, στη λύρα σου με στρέφει
και τη μορφή σου αναπολώ… καραμπογιαντισμένη
και σένα πάντα να σκορπάς το γέλιο και το κέφι.
Θυμάμαι σαν η λύρα σου εφούντωνε το γλέντι
πως χαμογέλα η Δέσποινα μ’ αγάπη και καμάρι
κι εσύ να την πετροβολάς, Νικήστρατε λεβέντη,
με μαντινάδες νόστιμες όλο αρχοντιά και χάρη:
«Κάδιο και ζαχαρόνερο η Δέσποινά μου πππίνει»
(ώπλα διάλε τα βάσανα κι από ζηλεύει ας σκάση)
«Και φέγγει και λαμποκοπά κι αστράφτει σα ρουμπίνι.»
-Που ‘ναι, μωρέ, η νοικοκυρά τη λύρα να κκκεράση.
«Μην ξαναβάψης τα μμμαλιά, Δέσποινα πέρδικά μου,
γιατί όταν τα κορμάκια μας το βράδυ αγκαλιαστούνε,
όπως σιρώνει ο μποριάς βάφει… και τα δικά μου.»
Ώπλα, και ας πεθάνουνε όσοι φτωχοί χρωστούνε.
Στην εποχή υπήρχε μια μόδα «εξευρωπαϊσμού» (ακόμα και στον τρόπο διασκέδασης), στην οποία ο Νικήστρατος προσπαθούσε να προσαρμοστεί για ένας ανάγκες εκείνων που τον καλούσαν.
Το τελευταίο τετράστιχο από το ποίημα του Καλομενόπουλου είναι ενδεικτικό και χαρακτηριστικό:
«Και το θυμάμαι αξέχαστα σε κάθε φαγοπότι
η λύρα πως σε κοίταζε όλο θυμό και φούρκα,
σαν άφηνες τις κοντυλιές κι αγκάλιαζες… Ευρώπη
κι άρχιζες πόλκα και σοτίς, βαλσάκι και μαζούρκα».
*
Γουμενογιώργης (Γεώργιος Ηγουμενάκης;)
Για τον Γουμενογιώργη (πργαματικό όνομα Γεώργιος Ηγουμενάκης δεν γνωρίζομε κάτι. Σίγουρα ήταν σύγχρονος των Πισκόπη και Κοκάρη όπως καταγράφει ο Ανδρέας Νενεδάκης στο βιβλίο του «ΡΕΘΕΜΝΟΣ Τριάντα αιώνες πολιτεία», από όπου προέρχεται και η φωτογραφία που παρουσίαζουμε.
Νικόλαος Πισκοπάκης (Πίσκοπος)
Θρυλικός λυράρης του περασμένου αιώνα, έδρασε την πόλη του Ρεθύμνου και με τη λύρα του διασκέδασαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι μερακλήδες της πόλης.
Γεννημένος το 1866 στους Κούμους Ρεθύμνου, ο Νικόλαος Πισκοπάκης ήταν γνωστός ως ο «Πίσκοπος» ή «Πισκόπης». Είχε ιδιαίτερη επίδοση στη σούστα και τα πεντοζάλια και η λύρα του, μια περίτεχνη βροντόλυρα η οποία σώζεται στο Ιστορικό Λαογραφικό μουσείο Ρεθύμνου, ήταν εξαιρετική για την εκτέλεσή τους. Άσκησε αρχικά το επάγγελμα του τσαγκάρη και αργότερα του καφετζή. Πατέρας 11 παιδιών, πέθανε στο Ρέθυμνο το 1938.
Ο μεγάλος Ανδρέας Ροδινός ήταν από αυτούς που διδάχτηκαν από την τέχνη του «γέρο-Πισκόπη».
Ο Ανδρέας Νενεδάκης στο βιβλίο του «ΡΕΘΕΜΝΟΣ Τριάντα αιώνες πολιτεία» αναφέρει: «Πολύ παλαιότερα στις αρχές του αιώνα κυριαρχούσαν στα Ρεθεμνιώτικα οι λυράρηδες Πισκοπάκης (Πίσκοπος), Κοκάρης και Γουμενογιώργης. Έπαιζαν βροντόλυρα».
Ο σπουδαίος Ρεθεμνιώτης ποιητής Γ. Καλομενόπουλος αναφέρεται στον Πίσκοπο στο ποίημά του «Τ’ Αγίου Μάρκου», με τους στίχους:
«Γιορτάζει απόψε ο Τζέλησις, και πάνε για το γλέντι οι δυο στενοί του φίλοι,
ο Πίσκοπος ο λυρατζής, μαζί με το λεβέντη τον Αντωνοσκορδίλη.
…
Αγιούτη, με του Πίσκοπου το άξιο δοξάρι σμίξε κι εσύ το «ξύλο»,
αντρίκεια να τιμήσετε σεμνό ένα παλικάρι και γκαρδιακό ένα φίλο»
Παρακάτω, παρουσιάζουμε μία φωτογραφία του με την παράδοση της λύρας του Πίσκοπου στο Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου, που μας παραχώρησε μαζί με πληροφορίες για το παραπάνω βιογραφικό, ο απόγονος του Πισκοπάκη, Ανδρέας Μπενάκης.
*
Ανδρέας Αγγελή Κανακάκης
Γεννήθηκε το 1922 στην Αμνάτο Ρεθύμνου. Από ηλικία 12 χρόνων το μεγάλο του πάθος για τη λύρα ήταν αρκετά εμφανές. Η αδελφή του θυμάται ότι προσπαθούσε να φτιάξει λύρα χρησιμοποιώντας για χορδές τρίχες από ουρά αλόγου.
Αφού έμαθε την τέχνη του σκαλιστή, άνοιξε το δικό του μαγαζί στην Πλατεία 4 Μαρτύρων στο Ρέθυμνο, και άρχισε να φτιάχνει λύρες, λαγούτα, βιολιά και μαντολίνα. Ήταν πολύ μερακλής άνθρωπος και εκτόνωνε το μεράκι του με το να τραγουδάει και να χορεύει σε γάμους και πανηγύρια.
Από τα χέρια του βγήκαν οι λύρες του Σκορδαλού, του Καρεκλά, του Μαρκογιώργη και πολλών άλλων καλλιτεχνών του παλιού καιρού. Λύρα του Κανακάκη επίσης πρωτόπαιξε κι ο Μιχάλης Φλουρής ή Καρεκλάς από το Θεοδώρα Μυλοποτάμου, μετά από προτροπή του δασκάλου του, του μεγάλου Αντώνη Καρεκλά (εξαιτίας του οποίου πήρε κι ο ίδιος αυτό το παρατσούκλι).
Ο Ανδρέας Κανακάκης πέθανε το 1977, αφήνοντας μόνη του κληρονομιά την αγάπη του για τη μουσική και τη λύρα.
Σταύρος Ψυλλάκης (Ψύλλος)
Ο Σταύρος Ψυλλάκης ή Ψύλλος γεννήθηκε το 1897 στην Επισκοπή Ρεθύμνης. Το όνομά του το μνημονεύουν σε συνεντεύξεις τους καλλιτέχνες της «κλασικής γενιάς», όπως ο Νίκος Μανιάς, ο Μανώλης Σταγάκης και ο Γιάννης Μαρκογιαννάκης.
Ως μουσικός ο Ψύλλος έγινε γνωστός για το παίξιμό του στο λαούτο, καθώς πιθανόν εγκαινίασε τη χρήση του μουσικού αυτού οργάνου για το Ρέθυμνο, ενώ πριν την ενασχόλησή του με το λαούτο έπαιζε μαντολίνο. Οι γνωστοί Ρεθεμνιώτες λαγουτιέρηδες Μπαξεβάνης και Κουρκουλός, κάπως νεότεροι, μπορούν να θεωρηθούν, με την άτυπη και ουσιαστική έννοια της μάθησης, μαθητές του. Κατά το επάγγελμα ήταν κρεοπώλης ενώ διατηρούσε και καφενείο, μόνιμος κάτοικος της Επισκοπής, με χαρακτηριστικό του γνώρισμα, τις εργάσιμες ημέρες, την κόκκινη επαγγελματική ποδιά του.
Χαρακτηριστικός εργένης και ως άνθρωπος πράος και πολύ ντροπαλός. Επιδέξιος σολίστας και ξακουστός τραγουδιστής της εποχής του, περιζήτητος και σε ολόκληρη την περιοχή του Αποκόρωνα και των Σφακίων. Ο Μπαξεβάνης δήλωνε πως μόνο του Ψύλλου η φωνή «έκανε κόντρα» στη δική του.
Για χρόνια έπαιξε με το Μανόλη Σταγάκη, μάλιστα κατά δήλωση του ίδιου του Σταγάκη, ο θάνατος του Ψύλλου τον συγκλόνισε τόσο, που, όταν τέλειωσε η τραγωδία της Κατοχής και της εθνικής αντίστασης, έπαψε ν’ ασχολείται επαγγελματικά με τη μουσική και επιδόθηκε αποκλειστικά στην οργανοποιία, στην οποία και έγραψε τελικά την ιστορία του.
Ήταν ο πρώτος λαγουτιέρης του Ανδρέα Ροδινού. Η κοινή τους διαδρομή κράτησε τουλάχιστον έως το 1930. Καταγράφηκε δισκογραφικά συνοδεύοντας το γαμπρό του Γιώργη Ξηρά σε τουλάχιστον δύο δίσκους:
- Οdeon GA 7228 Συρτός Αρμενιώτικος & Συρτός Πισκοπιανός
- Οdeon GA 7272 Συρτός Γλυκός & Πεντοζάλης
Ο Ψύλλος έφυγε πρόωρα γύρω στο 1941…
Τζιράκης Γιώργης (Τζιρογιώργης)
Λυράρης του τέλους του 19ου αιώνα από την Αρκούδαινα (Αρχοντική) Ρεθύμνης.
Ικανός παίχτης και περιζήτητος στη γύρω περιοχή, με ιδιαίτερη επίδοση στα συρτά και μικρότερη στα πεντοζάλια, τη σούστα και τους λοιπούς τοπικούς χορούς, όπως ο λαζώτης και το μικρό μικράκι. Διατηρούσε καφενείο στην Αρχοντική και χειριζόταν δυο δοξάρια, το ένα χωρίς γερακοκούδουνα, για τα συρτά, και το άλλο με γερακοκούδουνα, για τους άλλους «ρυθμικότερους» χορούς. Έπαιζε συνήθως μόνος, χωρίς συνοδεία, εκτός από το χωριανό του Μανόλη Μαμουνάκη, που τον συνόδευε με μπουζούκι (πιθανόν μπουλγαρί).
Πέθανε το 1924 σε ηλικία περίπου 60 ετών, αφού με τη λύρα του είχε αποτελέσει πρότυπο και για το Μανόλη Σταγάκη.
Μιχάλης Συγλέτος
Γεννήθηκε το 1851 και πέθανε το 1957 στον Αΐμονα Μυλοποτάμου, σε ηλικία 106 χρονών. Λέγεται ότι η καταγωγή του ήταν από τα Σφακιά.
Έγραψε τη δική του ιστορία παίζοντας σκοπούς της εποχής του, αλλά και συνθέτοντας δικούς του σκοπούς. Δυστυχώς δεν έχουν ηχογραφηθεί, επειδή τον καιρό που οι περισσότεροι «πρωτομάστορες» ηχογραφούσαν, ο ίδιος απουσίαζε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Σμύρνη. Μετά την επιστροφή του είχε εμπλουτίσει το ρεπερτόριο και ήταν ίσως ο πρώτος στην περιοχή που έπαιξε νησιώτικα τραγούδια. Ήταν πολύ αγαπητός τόσο στο χωριό όσο και στα τριγύρω χωριά, όπου τον καλούσαν αρκετές φορές να παίξει.
Ο «γέρο» Συγλέτος ήταν ο λυράρης που έπαιξε στην πρώτη εκδήλωση για το Αρκάδι μετά το ολοκαύτωμα.
Πηγές:
- Γ. Εκκεκάκη, Ρεθεμνιώτες (που πέρασαν αφήνοντας ίχνη), τόμος 1ος
- το ανυπόγραφο άρθρο «Λύρα – Η αγάπη μιας ολόκληρης ζωής» (1997) στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» (ευχαριστούμε τον οργανοποιό Γιώργη Παπαλεξάκη για τον εντοπισμό του).
- Συνέντευξη του Μανώλη Σταγάκη (1913-2006), λυράρης και οργανοποιού, στους Θ. Ρηγινιώτη – Κ. Βασιλάκη
- Το βιογραφικό του Μιχάλη Φλουρή ή Καρεκλά, στην ιστοσελίδα (www.cretan-music.gr)
- Σημείωμα για το Νικήστρατο στην εφημερίδα Κρητική Επιθεώρηση (16.12.1934)
- Νίκος Ε. Σταγακις, εγγονός του Νικολάου Πισκοπάκη
- Η σελίδα του Πολιτιστικού Συλλόγου Αϊμωνα www.aimonas.gr
επιμέλεια: Κώστας Βασιλάκης – Θοδωρής Ρηγινιώτης